Τι σημαίνει το detached στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης detached στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του detached στο Αγγλικά.
Η λέξη detached στο Αγγλικά σημαίνει αποστασιοποιημένος, κομμένος, αποκομμένος, μονοκατοικία, ουδέτερος, αντικειμενικός, αμερόληπτος, αφαιρώ, αποσυνδέω, αποσυνδέομαι, αποσπώμαι, στέλνω, μονοκατοικία, αποκόλληση αμφιβληστροειδούς, που χωρίζεται από μεσοτοιχία, σπίτι με μεσοτοιχία, διαμέρισμα με μεσοτοιχία, σπίτι με μεσοτοιχία. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης detached
αποστασιοποιημένοςadjective (emotionally unconcerned) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Robert didn't react at all to the dramatic events; he seemed completely detached. Ο Ρόμπερτ δεν αντέδρασε καθόλου απέναντι στα δραματικά γεγονότα· έμοιαζε τελείως αποστασιοποιημένος. |
κομμένος, αποκομμένοςadjective (disconnected, separated) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) The cinema employee gave me back the detached stub of my ticket. Ο υπάλληλος του κινηματογράφου μου επέστρεψε το κομμένο εισητήριό μου. |
μονοκατοικίαadjective (house: unconnected to another) (ανεξάρτητη κατοικία) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Our house is detached, so we don't have to worry about disturbing the neighbours if the TV is a bit loud. Το σπίτι μας είναι μονοκατοικία οπότε δεν χρειάζεται να ανησυχούμε μήπως ενοχλούμε τους γείτονες αν είναι κάπως δυνατά η τηλεόραση. |
ουδέτερος, αντικειμενικός, αμερόληπτοςadjective (neutral, impartial) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) It's difficult to make a detached judgement about this. I'm just too close to the problem. |
αφαιρώtransitive verb (remove, separate) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) John detached the slip at the bottom of the letter and sent it back with his payment. |
αποσυνδέω(disconnect) (κάτι από κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) When they got to the campsite, Sue detached the caravan from the car. |
αποσυνδέομαι, αποσπώμαιintransitive verb (disconnect) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The rocket boosters detached after the shuttle's launch. |
στέλνωtransitive verb (military: send on mission) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The commander detached a plane to search for survivors. |
μονοκατοικίαnoun (house with no shared wall) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) My elderly in-laws live in a detached house in Staines. |
αποκόλληση αμφιβληστροειδούςnoun (damage to the eye) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Seeing a shimmering disk that blocks part of the visual field can be a symptom of detached retina. |
που χωρίζεται από μεσοτοιχίαadjective (UK (house: attached to another) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Our house is semi-detached, but we don't hear any noise at all from our next-door neighbours. |
σπίτι με μεσοτοιχία, διαμέρισμα με μεσοτοιχίαnoun (UK, informal, abbreviation (house attached to another) (τύπος κατοικιών) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) They live in a small semi-detached near the town centre. |
σπίτι με μεσοτοιχίαnoun (UK (house attached to another) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του detached στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του detached
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.