Τι σημαίνει το delle στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης delle στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του delle στο Ιταλικό.
Η λέξη delle στο Ιταλικό σημαίνει διαπεραστικός, οξύς, δριμύς, στεφανιαίος, εκλογικός, από τις Αστούριες, ΕΣΣΔ, υπηρέτρια, γιέτι, γέτι, διάταξη παραθύρων, σχεδιασμός παραθύρων, λανθασμένη χρήση λέξης, απογευματινό τσάϊ, Υπηρεσία Εσωτερικού Εισοδήματος, καρδιακός ρυθμός, παλμός, σφυγμός, όπως παραπάνω, καυχησιολογία, καυχησιά, παινεσιά, Υπουργείο Μεταφορών, καθαρός μισθός, βοηθός στο σπίτι, βγάζω τα νύχια, αφαιρώ τα νύχια, βοτανικός, φυτικός, χωρίζομαι σε ζευγάρια, καθορισμός διαστάσεων, παρατηρώ, σχολιάζω, υπερβολικός, αποκτώ κηλίδες, έβενος, υπόμνημα, βροχές, αυτοπειθαρχία, αυτοσυγκράτηση, εικονίδιο συστήματος, που έχει κτήματα, που έχει γη, σπλαχνικός, των πλευρών, μυρμηκικός, μυρμηγκικός, οσπριώδης, εργατικός, που έχει σώας τας φρένας, χαμηλότερος από τις απαιτήσεις, Ινδονήσιος, ινδονησιακός, έτοιμος να βάλει τα κλάμματα, από τις Δυτικές Ινδίες, αλαζόνας, σε μορφή πλέγματος, προ φόρων, προ φόρου, των Φίτζι, ως τάση, ως μόδα, ως τρεντ, φιλιππινέζος, με βάση τα στοιχεία, τις πιο πολλές φορές, υπό την απειλή όπλου, όσο το δυνατό καλύτερα μπορείς, όπως πρέπει, ότι είναι αναγκαίο, όπως πρέπει, ότι είναι αναγκαίο, στην καλύτερη περίπτωση, συνήθως, πολύ συχνά, προ φόρου, ανάλογα με τις συνθήκες, ανάλογα με τις περιστάσεις, θα πέσουν κεφάλια, αυτό δεν είναι όλο, υπάρχει και κάτι άλλο, στο σκοτάδι, μαθητής δημοτικού, μαθήτρια δημοτικού, Κοινοπολιτεία, όργανο επιβολής, φορέας επιβολής, φιγουρατζής, φιγουρατζού, γραμματοκιβώτιο, κλιμακοστάσιο, Αμαζόνιος, χρήση κεφαλαίων γραμμάτων, τελετή απονομής τίτλου σπουδών, Νεραϊδοχώρα, μαγκιά, σνόουμομπιλ, snowmobile, γραμματοθυρίδα, άνθρωπος των σπηλαίων, κουκλόσπιτο, που αποδίδει κάτω των δυνατοτήτων του, αξιολόγηση, κατάλογος παλαιότερων εκδόσεων, προϋπολογισμός, νεραϊδότοπος, η Εφορία, υπεύθυνος δημοσίων σχέσεων, υπεύθυνη δημοσίων σχέσεων, μεγάκερος, χορός, προϊστάμενος ηλεκτρολόγος, γραμματοκιβώτιο, συσκευασία κρέατος, σελιδαρίθμηση, ειρήνευση, το να δώσω προτεραιότητα σε κτ, περιορισμός εξόδων, ελάττωση εξόδων, είδος σπίνου, φοροεισπράκτορας, ανάλυση ούρων, ψωμί της μέλισσας, στοίχημα, καθαρίστρια, καθαρίστρια, αμοιβαίο στοίχημα, κάτοικος πεδιάδας. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης delle
διαπεραστικός, οξύς, δριμύςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Mi è venuto uno sfogo doloroso sulla schiena. |
στεφανιαίος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Tim deve assumere medicine per evitare un altro attacco coronarico. |
εκλογικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Finora i brogli elettorali non sono mai stati un problema in questa zona. |
από τις Αστούριες
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ΕΣΣΔ(ακρώνυμο) (κύριο ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε συγκεκριμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. Μαρία, Ελλάδα, Ελληνίδα κλπ.) L'URSS era divisa in 15 repubbliche separate. |
υπηρέτρια
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Amelia ha trovato lavoro come colf in un palazzo. |
γιέτι, γέτι(χιονάνθωπος των Ιμαλαΐων) |
διάταξη παραθύρων, σχεδιασμός παραθύρων(αρχιτεκτονική) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
λανθασμένη χρήση λέξης
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
απογευματινό τσάϊ(generico: pomeridiana) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
Υπηρεσία Εσωτερικού Εισοδήματος(agenzia esattoriale statunitense) (στις ΗΠΑ) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
καρδιακός ρυθμός, παλμός, σφυγμός
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Dopo un allenamento di 15 minuti, le mie pulsazioni erano 152 al minuto. |
όπως παραπάνω(citazioni in uno scritto) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
καυχησιολογία, καυχησιά, παινεσιά
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Gli amici di Ellen erano abituati a sentirla vantarsi delle prodezze dei figli. |
Υπουργείο Μεταφορών(abbreviazione) (των ΗΠΑ) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
καθαρός μισθός(di stipendio) (αφού αφαιρεθούν φόροι και κρατήσεις) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
βοηθός στο σπίτι
(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.) |
βγάζω τα νύχια, αφαιρώ τα νύχια(eliminazione delle unghie) (ζώου) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
βοτανικός, φυτικός(tecnico, formale) (σχετικός με βότανα) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il giardino ha un profumo forte ed erbaceo. |
χωρίζομαι σε ζευγάρια
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
καθορισμός διαστάσεων
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
παρατηρώ, σχολιάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Η καθηγήτρια της Λίζα σχολίασε (or: παρατήρησε) τη ραγδαία της πρόοδο στα μαθηματικά. |
υπερβολικόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Non far caso a Jenny. Non è realmente arrabbiata, si è solo comportata in modo un po' teatrale. Μην ανησυχείς για την Τζένυ. Δεν είναι τόσο αναστατωμένη στην πραγματικότητα, είναι απλά μελοδραματική. |
αποκτώ κηλίδες(pelle: imperfezioni, macchie, brufoli) Quando mangio latticini mi spuntano delle macchie sulla pelle. |
έβενος(albero) (δέντρο) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) L'ebano cresce bene in una vasta zona dell'Africa. |
υπόμνημα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La legenda del dizionario spiega tutte le abbreviazioni. Το υπόμνημα του λεξικού εξηγεί όλες τις συντομογραφίες. |
βροχές(stagione delle piogge) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Quest'anno le piogge sono arrivate presto. |
αυτοπειθαρχία, αυτοσυγκράτηση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Invece di urlare, Molly usò un po' di autocontrollo e disse tranquillamente al bambino cosa aveva sbagliato. |
εικονίδιο συστήματος(informatica) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
που έχει κτήματα, που έχει γη
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Μόνο οι γαιοκτήμονες άνδρες επιτρεπόταν να ψηφίζουν αρχικά στις ΗΠΑ. |
σπλαχνικός(ανατομία) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Allenarsi è un buon modo di ridurre il grasso delle viscere. |
των πλευρών
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Nell'incidente la vittima subì danni alle costole. |
μυρμηκικός, μυρμηγκικόςlocuzione aggettivale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
οσπριώδης(botanica) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
εργατικός(figurato, dei lavoratori) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Mio padre viene da una famiglia di tute blu. |
που έχει σώας τας φρέναςaggettivo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
χαμηλότερος από τις απαιτήσεις
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ci dispiace, ma sarai licenziato. La qualità del tuo lavoro è al di sotto delle aspettative. |
Ινδονήσιος, ινδονησιακόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
έτοιμος να βάλει τα κλάμματαlocuzione aggettivale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) John sembrava quasi sull'orlo delle lacrime quando Linda gli ha detto che era bruttissimo. Il suo labbro inferiore tremava sempre quando era sull'orlo delle lacrime. Ο Τζον ήταν έτοιμος να βάλει τα κλάμματα αφότου η Λίντα τον αποκάλεσε άσχημο. |
από τις Δυτικές Ινδίεςaggettivo (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) C'è una nutrita comunità delle Indie occidentali a Londra. |
αλαζόνας
Le lodi eccessive per il suo ultimo progetto l'hanno reso borioso. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Από τότε που έγινε διευθυντής έχει καβαλήσει το καλάμι και μιλάει σε όλους αφ' υψηλού. |
σε μορφή πλέγματοςlocuzione aggettivale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
προ φόρων, προ φόρου
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
των Φίτζι
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ως τάση, ως μόδα, ως τρεντlocuzione aggettivale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Attualmente c'è un interesse per il cibo vegano che è tipico delle mode passeggere. |
φιλιππινέζοςlocuzione aggettivale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
με βάση τα στοιχείαavverbio (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) In base alle prove (or: alla luce delle prove) fornite, la giuria non poté giudicarla colpevole. |
τις πιο πολλές φορές
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Non so se oggi ci sarà. Viene la metà delle volte. |
υπό την απειλή όπλου
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Gli uomini mascherati tenevano la vittima sotto tiro e le chiesero del denaro. |
όσο το δυνατό καλύτερα μπορείς
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
όπως πρέπει, ότι είναι αναγκαίοavverbio (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Applicare la pomata sulla ferita al bisogno. |
όπως πρέπει, ότι είναι αναγκαίοlocuzione avverbiale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Assumere i farmaci antidolorifici secondo necessità. |
στην καλύτερη περίπτωση(informale: nel migliore dei casi) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Non sarà pronto prima di domani, se va bene. Στην καλύτερη περίπτωση θα είναι έτοιμο αύριο. |
συνήθως
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
πολύ συχνά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
προ φόρου
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
ανάλογα με τις συνθήκες, ανάλογα με τις περιστάσεις
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Altre fonti di finanziamento potrebbero essere disponibili a seconda delle circostanze. |
θα πέσουν κεφάλιαverbo intransitivo (figurato) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αυτό δεν είναι όλο, υπάρχει και κάτι άλλο(idiomatico) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
στο σκοτάδιlocuzione avverbiale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μαθητής δημοτικού, μαθήτρια δημοτικούsostantivo maschile (UK) Harry è solo uno scolaro e non ha ancora imparato nulla al riguardo. |
Κοινοπολιτείαsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Quanti paesi appartengono al Commonwealth? Πόσες χώρες ανήκουν στην Κοινοπολιτεία; |
όργανο επιβολής, φορέας επιβολής
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
φιγουρατζής, φιγουρατζούsostantivo maschile (καθομιλουμένη, αποδοκιμασίας) (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) Si considera uno scrittore ma è solo uno sbruffone. Αυτοαποκαλείται συγγραφέας αλλά στην πραγματικότητα είναι απλά ένας φιγουρατζής. |
γραμματοκιβώτιο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La buca delle lettere viene svuotata due volte al giorno. Το γραμματοκιβώτιο αδειάζεται δυο φορές τη μέρα. |
κλιμακοστάσιοsostantivo femminile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Nel nostro palazzo si può guardare su per la tromba delle scale fino al tetto. Στο κτίριό μας μπορείς να δεις μέσα από το κλιμακοστάσιο ως την οροφή. |
Αμαζόνιοςsostantivo maschile Il Rio delle Amazzoni è un fiume del Sud America. |
χρήση κεφαλαίων γραμμάτωνsostantivo maschile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Controlla il documento per accertarti che l'uso delle lettere maiuscole sia corretto. |
τελετή απονομής τίτλου σπουδών
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
Νεραϊδοχώραsostantivo maschile (κύριο ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε συγκεκριμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. Μαρία, Ελλάδα, Ελληνίδα κλπ.) Si dice che gli elfi e gli gnomi vengano dal mondo delle fate. |
μαγκιά
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Anche se è lontano, so che quello è John; riconoscerei ovunque la sua camminata da spaccone. Παρόλο που είναι μακριά ξέρω ότι αυτός είναι ο Τζον· θα γνώριζα παντού το μάγκικο περπάτημά του. |
σνόουμομπιλ, snowmobile
(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) In inverno le strade sono chiuse, quindi la maggio parte delle persone una i gatti delle nevi per spostarsi. |
γραμματοθυρίδαsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Fredrik ha inserito una copia della circolare nella cassetta postale di ciascuno. |
άνθρωπος των σπηλαίωνsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) Contrariamente a molte rappresentazioni della cultura popolare, gli uomini delle caverne non vissero nella stessa epoca dei dinosauri. |
κουκλόσπιτοsostantivo femminile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Edgar costruì una casa delle bambole elaborata per sua nipote. |
που αποδίδει κάτω των δυνατοτήτων του
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αξιολόγηση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
κατάλογος παλαιότερων εκδόσεων
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
προϋπολογισμός
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Una efficiente pianificazione delle spese è fondamentale per il successo di un'impresa. |
νεραϊδότοποςsostantivo maschile (μυθολογία) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Gli elfi scomparirono nella notte e non ritornarono più dal paese delle fate. |
η Εφορίαsostantivo femminile (USA) Quest'anno devo dei soldi all'Agenzia delle Entrate. |
υπεύθυνος δημοσίων σχέσεων, υπεύθυνη δημοσίων σχέσεωνsostantivo maschile Il nostro addetto alle relazioni stampa ha detto che dovremmo mostrarci più gentili. |
μεγάκερος(είδος προβάτου) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
χορόςsostantivo maschile (USA, Canada) (επίσημη εκδήλωση) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
προϊστάμενος ηλεκτρολόγοςsostantivo maschile (σε τηλεοπτικό πλατό) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
γραμματοκιβώτιοsostantivo femminile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
συσκευασία κρέατος
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
σελιδαρίθμησηsostantivo femminile (tipografia) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ειρήνευσηsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
το να δώσω προτεραιότητα σε κτsostantivo femminile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
περιορισμός εξόδων, ελάττωση εξόδων
|
είδος σπίνουsostantivo maschile (ornitologia) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
φοροεισπράκτοραςsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
ανάλυση ούρωνsostantivo femminile (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
ψωμί της μέλισσαςsostantivo maschile (καθομιλουμένη) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
στοίχημαsostantivo femminile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
καθαρίστριαsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
καθαρίστριαsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αμοιβαίο στοίχημαsostantivo maschile (είδος πονταρίσματος) |
κάτοικος πεδιάδαςsostantivo maschile (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του delle στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του delle
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.