Τι σημαίνει το découper στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης découper στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του découper στο Γαλλικά.
Η λέξη découper στο Γαλλικά σημαίνει κόβω, σκίζω, τεμαχίζω, πετσοκόβω, λιανίζω, κόβω, τεμαχίζω, κόβω, κόβω, μοιράζω, τεμαχίζω, κόβω με πριόνι, αποκόπτω, αφαιρώ, κόβω κομματάκια, κόβω κτ σε φέτες, σφάζω, χωρίζω, κόβω, κόβω σε πλάκες, μαχαίρι για κρέας, σέγα, σανίδα κοπής, πηρούνι τεμαχίσματος, μαχαίρι τεμαχίσματος, σανίδα κοπής, κόφτης κρέατος, ψαλιδίζω, <div>κόβω με το spiralizer</div><div>(<i>έκφραση</i>: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ.<i> βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας </i>κλπ.)</div>, σανίδα κοπής κρέατος/λαχανικών, κόβω σε κυβάκια, κόβω σε κυβάκια, λαξεύω κτ για να γίνει κτ, λαξεύω κτ και φτιάχνω κτ, φιλετάρω, λαξεύω κτ σε κτ, σκίζω, κόβω, σχίζω, κόβω σε λεπτές φέτες. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης découper
κόβω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Elle a coupé la ficelle et a ouvert le paquet. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Η μητέρα τεμάχισε το φαγητό της κόρης της σε μικρά κομμάτια. |
σκίζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Quand je vois une photo intéressante dans le journal, souvent je la découpe. Όταν βλέπω μια ενδιαφέρουσα φωτογραφία στην εφημερίδα συχνά την σκίζω. |
τεμαχίζωverbe transitif (κυριολεκτικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
πετσοκόβω, λιανίζωverbe transitif (de la viande) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κόβω, τεμαχίζωverbe transitif (de la viande) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ο πατέρας κόβει πάντα τη γαλοπούλα στο δείπνο των Ευχαριστιών. |
κόβωverbe transitif (un poulet,...) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le boucher a utilisé un fendoir pour découper l'agneau. Ο χασάπης χρησιμοποίησε τον μπαλτά για να τεμαχίσει το αρνί. |
κόβωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La couturière a découpé le tissu pour l'adapter au patron. Le menuisier a découpé les planches à la longueur voulue. |
μοιράζω, τεμαχίζωverbe transitif (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Après la guerre, les vainqueurs ont découpé les nations vaincues en nouvelles régions administratives. |
κόβω με πριόνι
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ο μάγος έκοψε τη βοηθό του στη μέση με πριόνι. |
αποκόπτωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Pour réparer la table, j'ai dû enlever (or: découper) le placage abimé et le remplacer par un autre morceau assorti. |
αφαιρώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les médecins ont retiré la tumeur, éliminant le cancer. Η Ώντρεϋ έκοψε τη φωτογραφία από το περιοδικό. |
κόβω κομματάκια
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il faut que tu découpes le poulet en plus petits morceaux si tu veux que tout le monde en ait. Εάν θέλεις να τους ταΐσεις όλους, πρέπει να κόψεις το κοτόπουλο σε πιο μικρά κομματάκια. |
κόβω κτ σε φέτες(pain, jambon,...) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le boucher a coupé le jambon en tranches. Ο κρεοπώλης έκοψε το ζαμπόν σε φέτες. |
σφάζω(un animal) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je ne veux pas vivre à proximité d'un lieu où l'on tue des animaux. Δεν θέλω να μένω κοντά σε μέρος, όπου σφάζουν ζώα. |
χωρίζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Dan divisa les sandwiches en paquets séparés pour que chacun porte son propre déjeuner. |
κόβω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Jamie s'assit à table et découpa un morceau de papier. |
κόβω σε πλάκες
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μαχαίρι για κρέαςnom masculin (μεγάλο) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Pete a utilisé un couteau à découper pour couper le rôti. |
σέγαnom féminin (εργαλείο κοπής) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
σανίδα κοπήςnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ne découpe pas la viande directement sur le comptoir, utilise la planche à découper. |
πηρούνι τεμαχίσματοςnom féminin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
μαχαίρι τεμαχίσματοςnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
σανίδα κοπήςnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Si vous coupez de la viande crue sur une planche à découper, vous devez bien la laver avant de l'utiliser pour des légumes. |
κόφτης κρέατοςnom masculin (εργαλείο) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Quand l'homme a saisi le couteau à découper, les yeux exorbités, j'ai bien cru que ma dernière heure avait sonné ! |
ψαλιδίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Jasmine découpait sa frange devant le miroir. |
<div>κόβω με το spiralizer</div><div>(<i>έκφραση</i>: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ.<i> βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας </i>κλπ.)</div>locution verbale (des légumes) |
σανίδα κοπής κρέατος/λαχανικώνnom féminin (μαγειρική) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
κόβω σε κυβάκιαverbe transitif (Cuisine) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Adam a coupé l'oignon en dés et l'a fait frire dans l'huile. Ο Άνταμ έκοψε σε κυβάκια το κρεμμύδι και το τηγάνισε στο λάδι. |
κόβω σε κυβάκιαverbe transitif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Découpez les carottes en dés et plongez-les dans le ragoût. Κόψε τα καρότα σε κυβάκια και πρόσθεσέ τα στο στιφάδο. |
λαξεύω κτ για να γίνει κτ, λαξεύω κτ και φτιάχνω κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Peu à peu, l'artisan tailla le rondin en un canoë. |
φιλετάρω(Cuisine : viande) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Paul a coupé le saumon en filets. |
λαξεύω κτ σε κτ
|
σκίζω, κόβω(με ευκολία) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ned a coupé l'emballage sans effort. |
σχίζω(du cuir) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κόβω σε λεπτές φέτες
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του découper στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του découper
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.