Τι σημαίνει το de acuerdo στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης de acuerdo στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του de acuerdo στο ισπανικά.
Η λέξη de acuerdo στο ισπανικά σημαίνει σε συμφωνία, της ίδιας γνώμης, της ίδιας άποψης, σύμφωνος, συναινών, συμφωνία, σε συμφωνία, σαν ένα, μαζί, ομόφωνα, εντάξει, σύμφωνοι, σύμφωνος, σύμφωνος, συντρέχων, ευθυγραμμισμένος, Ωραία, συμφιλιωμένος, εντάξει, εποχιακά, εποχικά, σε συμφωνία με κτ, σύμφωνα, με βάση κτ, αποδοκιμάζω, συμφωνώ απόλυτα, είμαι σύμφωνος με κτ, σύμφωνα, συμφωνώ, συμφωνώ με κτ, στηρίζω, εγκρίνω, ενίσταμαι, συμφωνώ, συναινώ, συμφωνώ σε κτ, μέσα, χαλάλ, που δεν είναι κατάλληλος για κατανάλωση, σύμφωνα με τον εβραϊκό θρησκευτικό νόμο., σε αρμονία, με βάση το φύλο, δεν συμφωνώ με κπ, σύμφωνα με το νόμο, σύμφωνα με το γράμμα του νόμου, σύμφωνα με τους τύπους, όπως επιθυμείτε, σύμφωνα με το νόμο, διαφωνώ κατηγορηματικά, σύμφωνα με τους όρους του συμβολαίου, σύμφωνα με το μύθο, τηρώντας, συμφωνώ, Και πολύ καλά κάνεις!, γεια στο στόμα σου, ν' αγιάσει το στόμα σου, αμοιβή βάσει απόδοσης, συναινετική απόφαση, θέμα κοινής αποδοχής, αδυναμία συμφωνίας, σύμφωνα με, σε συμφωνία με, υπέρ, σε συμφωνία με, σε συμμόρφωση με, σύμφωνα με, σύμφωνα με, διαφωνώ με, βρίσκω μία συμβιβαστική λύση, προβαίνω σε συμβιβασμό, δίνω τα χέρια για κτ, διαφωνώ με κτ/κπ, έχω συμφωνηθεί, έχω την ίδια άποψη, οι πράξεις μου είναι συνεπείς προς τις πεποιθήσεις μου, κάνω μια συμφωνία, συμφωνώ, συμφωνώ, διαφωνώ, εγκρίνω, συμφωνώ σε κτ, συναινώ σε κτ, φόρος επί της αξίας, σε συμφωνία με κτ, <div>κρέας χαλάλ</div><div>(<i>φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο</i>: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ.<i> ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου </i>κλπ.)</div>, σε συμφωνία με, που συμφωνεί με, διαφωνώ με κπ, είμαι ευχαριστημένος με κτ, συμφωνώ με κάποιον, συμφωνώ με κπ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης de acuerdo
σε συμφωνίαlocución adjetiva (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Aparentemente todos estaban de acuerdo, nadie objetó la decisión. |
της ίδιας γνώμης, της ίδιας άποψηςlocución adjetiva (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) Todas las partes están de acuerdo en declarar nulas las actuaciones de la anterior comisión. |
σύμφωνος, συναινώνlocución adjetiva (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Las dos partes están de acuerdo y se levanta la huelga. |
συμφωνίαlocución adverbial (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Mis padres no siempre están de acuerdo en política. |
σε συμφωνίαlocución adjetiva (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Como estamos todos de acuerdo, la propuesta es aceptada. |
σαν ένα, μαζί, ομόφωναlocución adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
εντάξει, σύμφωνοι
(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) —¿Quieres probar el nuevo restaurante chino? —¡De acuerdo! «Να δοκιμάσουμε αυτό το νέο κινέζικο εστιατόριο;» «Ναι, σύμφωνοι!» |
σύμφωνος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
σύμφωνος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
συντρέχων
(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.) |
ευθυγραμμισμένος(figurado) (μεταφορικά) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
Ωραία
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Bueno... ¿quién va a hacer café? |
συμφιλιωμένος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Tras dos años de conflicto, los dos países viven en paz. Έπειτα από χρόνια σύγκρουσης οι δύο χώρες είναι πλέον συμφιλιωμένες. |
εντάξειlocución interjectiva (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Muy bien, vayamos al bar. Εντάξει, ας πάμε στην παμπ. |
εποχιακά, εποχικά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
σε συμφωνία με κτ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Siempre tómate tus medicinas según las instrucciones del laboratorio. Según la ley, debes pagar tus impuestos. |
σύμφωνα(alguien) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Según Ricardo, es demasiado tarde para ir al partido. Iremos la próxima vez. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Σύμφωνα με τον Ντέιβιντ, η συναυλία ήταν πολύ καλή. |
με βάση κτ
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Los candidatos serán evaluados según cómo lo hayan hecho en la entrevista. Οι υποψήφιοι θα κριθούν με βάση την επίδοσή τους στη συνέντευξη. |
αποδοκιμάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) No creo que tu madre se oponga, pero no le preguntes cuando esté de mal humor. Δεν πιστεύω ότι η μητέρα σου δεν θα το εγκρίνει, αλλά μην τη ρωτήσεις όταν έχει τις μαύρες της. |
συμφωνώ απόλυτα
|
είμαι σύμφωνος με κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Su vestimenta no se ajusta a las normas. |
σύμφωνα(alguien) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Según Ferdinand de Saussure, lingüista suizo, "la semiótica es la ciencia que estudia la vida de los signos en el seno de la vida social". ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Σύμφωνα με τον Προυντόν, η ιδιοκτησία συνιστά κλοπή! |
συμφωνώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Esperemos a que Peter acceda antes de activar el plan. |
συμφωνώ με κτ
Está convencida de que todos aceptarán su plan una vez lo entiendan. |
στηρίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Rachel está contenta de aceptar la sugerencia de Harry. Η Ρέιτσελ θα στηρίξει με χαρά την πρόταση του Χάρυ. |
εγκρίνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Leslie nunca aprobará la idea de fumar dentro de los restaurantes. Η Λέσλυ ποτέ δεν θα εγκρίνει την ιδέα του καπνίσματος μέσα σε εστιατόρια. |
ενίσταμαι(λόγιος) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) ¿Quieren construir una calle que atraviese la reserva natural? ¡Pues me opongo! Θέλεις να ανοίξεις δρόμο μέσα από το καταφύγιο άγριας ζωής; Λοιπόν, ενίσταμαι! |
συμφωνώ, συναινώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Estas medidas no cuadran; alguien cometió un error. |
συμφωνώ σε κτ
Ambos lados acordaron una tregua. |
μέσα(coloquial) (καθομιλουμένη) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Le contamos nuestros planes a Malcolm y se apuntó. |
χαλάλ
(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) El supermercado ahora vende carne de acuerdo con la ley islámica. |
που δεν είναι κατάλληλος για κατανάλωση, σύμφωνα με τον εβραϊκό θρησκευτικό νόμο.(literal) (τροφή) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Los judíos practicantes no comen cerdo porque no es kosher. |
σε αρμονία(figurado) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Tras la mediación me sentí en armonía con el mundo. |
με βάση το φύλο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
δεν συμφωνώ με κπ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
σύμφωνα με το νόμοlocución adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) El procedimiento no se realizó de acuerdo a la ley y por tanto el juicio se declaró nulo. |
σύμφωνα με το γράμμα του νόμουlocución adverbial (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) De acuerdo a la legislación vigente, hay un período de treinta días para apelar la sentencia. |
σύμφωνα με τους τύπουςlocución adverbial A mi jefe le gusta hacer las cosas de acuerdo con el procedimiento. |
όπως επιθυμείτε
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Puede pelar las patatas o no hacerlo, de acuerdo a su gusto. |
σύμφωνα με το νόμοlocución adverbial (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Ustedes no pueden hacer semejante ruido a las tres de la mañana, de acuerdo con la ley. |
διαφωνώ κατηγορηματικά
|
σύμφωνα με τους όρους του συμβολαίου
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) De acuerdo al contrato corresponden tres días de licencia por duelo cuando se te muere un tío, pero sólo uno cuando se te muere un sobrino. |
σύμφωνα με το μύθο(μυθολογία) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) De acuerdo con la leyenda, Rómulo y Remo fueron amamantados por una loba. |
τηρώντας
(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.) De acuerdo con la tradición, los miembros de la familia se pusieron prendas de color negro. Τηρώντας την παράδοση, τα μέλη της οικογένειας ντύθηκαν στα μαύρα. |
συμφωνώlocución interjectiva (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) "¡Estoy de acuerdo!" dijo Tom. "Tienes razón". «Συμφωνώ!» είπε ο Τομ. «Έχεις δίκιο!» |
Και πολύ καλά κάνεις!locución interjectiva (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
γεια στο στόμα σου, ν' αγιάσει το στόμα σουinterjección (μεταφορικά, καθομ) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) |
αμοιβή βάσει απόδοσης
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
συναινετική απόφασηlocución nominal masculina (δικαστήριο) |
θέμα κοινής αποδοχής
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αδυναμία συμφωνίας
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
σύμφωνα με, σε συμφωνία με
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Los policías registraron la casa conforme a la orden judicial. |
υπέρlocución adverbial (άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Yo estaba absolutamente de acuerdo con la idea de tomar un helado al acabar las clases. |
σε συμφωνία μεlocución preposicional (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Estoy de acuerdo con Juan en la mayoría de los asuntos. |
σε συμμόρφωση με
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) El informe financiero se preparó de acuerdo con los estándares de informes internacionales. |
σύμφωνα μεlocución preposicional (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) De acuerdo con muchos mayores, los jovencitos tienen excesiva libertad hoy en día. |
σύμφωνα μεlocución preposicional (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) De acuerdo con su petición, he incluido la información necesaria en este memo. Σύμφωνα με το αίτημά σας έχω συμπεριλάβει τις απαραίτητες πληροφορίες σε αυτό το υπόμνημα. |
διαφωνώ μεlocución verbal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) No estoy de acuerdo con tu respuesta. Διαφωνώ με την απάντησή σου. |
βρίσκω μία συμβιβαστική λύση, προβαίνω σε συμβιβασμόlocución verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Es difícil ponerse de acuerdo cuando los objetivos de cada uno son tan diferentes. |
δίνω τα χέρια για κτlocución verbal (επισφράγιση συμφωνίας) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
διαφωνώ με κτ/κπ
Ella no estuvo de acuerdo con su alegato de inocencia. |
έχω συμφωνηθείlocución verbal Parece que todos estamos de acuerdo sobre la necesidad de una reforma del sistema sanitario, pero disentimos completamente en el modo de llevarla a cabo. |
έχω την ίδια άποψηlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) No siempre estamos de acuerdo. Δεν έχουμε πάντα την ίδια άποψη. |
οι πράξεις μου είναι συνεπείς προς τις πεποιθήσεις μουlocución verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κάνω μια συμφωνία
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
συμφωνώlocución verbal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Yo creo que deberíamos irnos, ¿estás de acuerdo? Νομίζω πως πρέπει να φύγουμε, συμφωνείς; |
συμφωνώlocución verbal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) El cirujano estuvo de acuerdo con la evaluación de la enfermera. |
διαφωνώ(opiniones, argumentos) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Mis padres difieren constantemente; ¡no se me ocurre por qué se casaron! Οι γονείς μου διαρκώς διαφωνούν· δεν μπορώ να φανταστώ γιατί παντρεύτηκαν! |
εγκρίνωlocución verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Lo siento pero no estoy de acuerdo con esa actitud. Συγγνώμη, αλλά δεν ανέχομαι αυτήν τη συμπεριφορά. |
συμφωνώ σε κτ, συναινώ σε κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) El paciente accedió al tratamiento. |
φόρος επί της αξίας(impuesto) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
σε συμφωνία με κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
<div>κρέας χαλάλ</div><div>(<i>φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο</i>: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ.<i> ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου </i>κλπ.)</div>
Toda la carne que se servirá será carne se servirá de acuerdo con la ley islámica. |
σε συμφωνία μεlocución preposicional (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Todo se llevó a cabo de acuerdo con la normativa vigente. |
που συμφωνεί μεlocución preposicional (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Sus acciones no están de acuerdo con sus prédicas. |
διαφωνώ με κπlocución verbal Mi padre y yo verdaderamente no nos ponemos de acuerdo sobre la inmigración. |
είμαι ευχαριστημένος με κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
συμφωνώ με κάποιονlocución verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
συμφωνώ με κπlocución verbal Le pregunté a Juana su opinión y ella está de acuerdo conmigo. Ζήτησα τη γνώμη της Τζέιν κι εκείνη ήταν της ίδιας άποψης με εμένα. |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του de acuerdo στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του de acuerdo
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.