Τι σημαίνει το danneggiato στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης danneggiato στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του danneggiato στο Ιταλικό.
Η λέξη danneggiato στο Ιταλικό σημαίνει βλάπτω, υπονομεύω, οδηγώ κπ/κτ στην χρεωκοπία, καταστρέφω, καταστρέφω, βλάπτω, αλλοιώνω, λαβώνω, πλήττω, βλάπτω, προκαλώ βλάβη σε κτ, ζουλάω, ζουλώ, καταστρέφω, πειράζω, υπονομεύω, υπονομεύω, κατεστραμμένος, φθαρμένος, χαλάω, χαλώ, με προβλήματα, κατεστραμμένος, προβληματικός, χαλασμένος, θιγμένος, προσβεβλημένος, αλλοιωμένος, κατεστραμμένος, που έχει καθυστερήσει, κάνω μεγάλη ζημιά, κάνω κακό στον εαυτό μου, βλάπτω τον εαυτό μου, βανδαλίζω, βλάπτω, προκαλώ κρυοπάγημα σε κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης danneggiato
βλάπτωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'incendio nel garage non ha danneggiato la casa. Η φωτιά μέσα στο γκαράζ δεν έβλαψε το σπίτι. |
υπονομεύω(επίσημο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ha nuociuto alle sue stesse argomentazioni ammettendo di avere spesso fatto il contrario. Έκανε κακό στη θέση του όταν παραδέχτηκε ότι συχνά κάνει το αντίθετο. |
οδηγώ κπ/κτ στην χρεωκοπία
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Gli affari sono stati danneggiati dalla crisi economica. Η επιχείρηση οδηγήθηκε στην καταστροφή λόγω της άσχημης οικονομικής κατάστασης. |
καταστρέφω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'albero ha danneggiato la macchina cadendoci sopra. Το δέντρο προξένησε ζημιά (or: προκάλεσε ζημιά) στο αυτοκίνητο όταν έπεσε πάνω του. |
καταστρέφωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ha danneggiato la sua carriera politica quando ha raccontato della loro relazione. Η γυναίκα κατέστρεψε την καριέρα του πολιτικού όταν μίλησε για τη σχέση τους. |
βλάπτω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le notizie sulla corruzione del suo assistente hanno danneggiato la sua reputazione. Τα νέα της δωροδοκίας του βοηθού του έβλαψαν (or: έκαναν κακό, κατέστρεψαν) τη φήμη του. |
αλλοιώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Un virus ha danneggiato i dati ed ora sono inutilizzabili. Ένας ιός έχει καταστρέψει τα δεδομένα και τώρα είναι άχρηστα. |
λαβώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (λόγιος) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La lama ha soltanto danneggiato il braccio del soldato. |
πλήττω, βλάπτωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La cancellazione dell'accordo danneggerebbe il rapporto fra la società e il fornitore. Η ακύρωση της συμφωνίας θα έπληττε τη σχέση της εταιρείας με τον προμηθευτή. |
προκαλώ βλάβη σε κτverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La forte luce del Sole riduceva la vista di Frank. Το λαμπερό φως του ηλίου προκάλεσε βλάβη στην όραση του Φρανκ. |
ζουλάω, ζουλώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Danneggerai (or: guasterai) le pesche se le maneggi in quel modo. |
καταστρέφω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il gatto ha rovinato il divano. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Οι επιδημίες ρημάξανε τον τόπο. |
πειράζω(μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Non manomettere il dispositivo antifurto. Μην πειράξεις τον αντικλεπτικό μηχανισμό. |
υπονομεύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I combattimenti si scatenarono durante il cessate il fuoco danneggiando le trattative di pace. Μάχες ξέσπασαν κατά τη διάρκεια της εκεχειρίας υπονομεύοντας τις ειρηνευτικές συνομιλίες. |
υπονομεύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Se dico ai bambini che non possono fare qualcosa, ti prego di non indebolirmi lasciandoglielo fare! Όταν λέω στα παιδιά ότι δεν μπορούν να κάνουν κάτι, μην με υπονομεύεις σε παρακαλώ αφήνοντάς τα να το κάνουν! |
κατεστραμμένος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Nick ha perso tutto il suo lavoro dopo aver aperto un file danneggiato. Ο Νικ έχασε όλη τη δουλειά που είχε κάνει όταν άνοιξε ένα κατεστραμμένο αρχείο. |
φθαρμένοςaggettivo (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
χαλάω, χαλώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Richard era infelice per via dei suoi programmi rovinati. Ο Ρίτσαρντ ήταν στενοχωρημένος γιατί χάλασαν τα σχέδιά του. |
με προβλήματαaggettivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) L'operaio ha ricevuto un risarcimento dopo essere stato danneggiato fisicamente a causa di un incidente sul lavoro. Ο εργάτης πήρε εργατική αποζημίωση καθώς είχε υποστεί σωματική βλάβη από έναν τραυματισμό στη δουλειά. |
κατεστραμμένοςaggettivo (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Il meccanico dell'officina sostituì il parabrezza danneggiato. |
προβληματικόςaggettivo (η μηχανή ή η λειτουργία της) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il funzionamento del motore era compromesso da una una guarnizione guasta. Η λειτουργία της μηχανής ήταν προβληματική λόγω ενός χαλασμένου παρεμβύσματος. |
χαλασμένος(macchinari) (μηχανή) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Dovremo andare a piedi perché il motore è guasto. |
θιγμένος, προσβεβλημένοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
αλλοιωμένοςaggettivo (file) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
κατεστραμμένοςaggettivo (figurato) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) L'azienda cercò di porre rimedio al danno alla propria reputazione. |
που έχει καθυστερήσειaggettivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) L'avanzamento dell'accordo finanziario è stato compromesso da problemi burocratici in entrambi i paesi. Η πρόοδος στην εμπορική συμφωνία έχει παρακωλυθεί λόγω θεμάτων γραφειοκρατίας και στις δυο χώρες. |
κάνω μεγάλη ζημιά
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κάνω κακό στον εαυτό μου, βλάπτω τον εαυτό μου
|
βανδαλίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La polizia ha arrestato due giovani che hanno danneggiato una statua. |
βλάπτωverbo transitivo o transitivo pronominale (κάποιον άλλο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I fiori sono stati rovinati leggermente dalla brina. |
προκαλώ κρυοπάγημα σε κτverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Le temperature sotto lo zero hanno danneggiato il naso di Nick. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του danneggiato στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του danneggiato
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.