Τι σημαίνει το curl στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης curl στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του curl στο Αγγλικά.

Η λέξη curl στο Αγγλικά σημαίνει μπούκλα, μπούκλες, κάνω κτ μπούκλες, είμαι τυλιγμένος, γυρίζω, στροβιλισμός, την πέφτω, τυλίγομαι, κουλουριάζομαι, σγουραίνω, κατσαρώνω, ρολό σοκολάτας. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης curl

μπούκλα

noun (curled lock of hair)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Grace tucked a curl behind her ear.
Η Γκρέις έβαλε μια μπούκλα πίσω από το αυτί της.

μπούκλες

plural noun (wavy or frizzy hairstyle)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Shirley Temple was famous for her curls when she was a child.
Η Σίρλεϋ Τεμπλ ήταν διάσημη για τα σγουρά μαλλιά της όταν ήταν παιδί.

κάνω κτ μπούκλες

transitive verb (hair: make wavy)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Can you curl my hair before I go to the dance?
Μπορείς να μου κάνεις τα μαλλιά μπούκλες πριν πάω στον χορό;

είμαι τυλιγμένος

intransitive verb (spiral)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
The garden hose curls along the ground.
Το λάστιχο του κήπου είναι τυλιγμένο στο έδαφος.

γυρίζω

intransitive verb (page edge, etc.: turn upwards)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The book was so old that the pages were curling at the corners.
Το βιβλίο ήταν τόσο παλιό που οι σελίδες γύριζαν στις γωνίες.

στροβιλισμός

noun (mathematics) (μαθηματικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

την πέφτω

phrasal verb, intransitive (make yourself cozy) (μεταφορικά, αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
On a winter's evening, I like to curl up in front of the fire with a good book.
Τα απογεύματα του χειμώνα μου αρέσει να αράζω μπροστά στο τζάκι με ένα καλό βιβλίο.

τυλίγομαι, κουλουριάζομαι

phrasal verb, intransitive (fold self into a ball)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The hedgehog curled up into a ball.
Ο σκαντζόχοιρος κουλουριάστηκε σε σχήμα μπάλας.

σγουραίνω, κατσαρώνω

phrasal verb, intransitive (turn upwards at the edge)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The leaves of the plant went brown and began to curl up.
Τα φύλλα του φυτού έγιναν καφέ και άρχισαν να κατσαρώνουν (or: να σγουραίνουν).

ρολό σοκολάτας

noun (shaving of chocolate) (για διακόσμηση)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The slice of cheesecake was decorated with a chocolate curl on top.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του curl στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του curl

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.