Τι σημαίνει το cum στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης cum στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του cum στο Αγγλικά.
Η λέξη cum στο Αγγλικά σημαίνει χύνω, χύσι, και, έρχομαι, έρχομαι, έρχομαι, φτάνω, βγαίνω, καταλήγω, έρχομαι, έρχομαι, συμβαίνω, έρχομαι, έρχομαι, προέρχομαι, πηγαίνω, τελειώνω, έρχομαι, μένω, ζω, κατοικώ, έρχομαι, με έπαινο, σκηνή χυσίματος, με άριστα/έπαινο, με άριστα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης cum
χύνωintransitive verb (vulgar, slang (ejaculate) (αργκό, χυδαίο) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The man exclaimed that he was going to cum. Ο άνδρας φώναξε πως θα έχυνε. |
χύσιnoun (vulgar, slang (sperm, ejaculate) (σπέρμα: χυδαίο) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) There's a nasty cum stain on the back of your dress. Υπάρχει ένας άσχημος λεκές από χύσι στο πίσω μέρος του φόρεματός σου. |
καιpreposition (Latin (with, and) (σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.) He's got a job as translator-cum-admin assistant. Βρήκε δουλειά ως μεταφράστρια-βοηθός διαχειριστή. |
έρχομαιintransitive verb (move toward) (προχωρώ προς) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Come here and read this. Έλα εδώ να διαβάσεις κάτι. |
έρχομαιintransitive verb (arrive) (φτάνω) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) What time are they coming? Τι ώρα θα έρθουν; |
έρχομαιintransitive verb (approach in time) (χρόνος) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Winter is coming. Έρχεται ο χειμώνας. |
φτάνωintransitive verb (reach) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The bus line doesn't come this far. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Το λεωφορείο δεν έρχεται ως εδώ. |
βγαίνωintransitive verb (be available) (είμαι διαθέσιμος) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Shaving cream comes in a can. Ο αφρός ξυρίσματος διατίθεται σε μεταλλικό δοχείο. |
καταλήγωintransitive verb (reach a state, condition) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) How did you come to be a marine biologist? That shirt just won't come clean. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Πώς κατάντησες να ζητιανεύεις για να ζήσεις; |
έρχομαιintransitive verb (appear) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The rain came from nowhere. |
έρχομαι, συμβαίνωintransitive verb (occur, happen) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Good things come to those who wait. |
έρχομαιintransitive verb (occur in relation to [sth]) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Friday comes at the end of the week. |
έρχομαι, προέρχομαιintransitive verb (emanate) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) A great heat was coming from the fireplace. |
πηγαίνωintransitive verb (to fare, manage) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) How's that report coming? Πώς πάει η αναφορά; |
τελειώνω, έρχομαιintransitive verb (slang (have an orgasm) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) They came at the same time, crying out in joy. |
μένω, ζω, κατοικώintransitive verb (place: live currently) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I come from New York, although I grew up in Connecticut. |
έρχομαιintransitive verb (place: previous location) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I came from Chicago yesterday. |
με έπαινοadverb (academic degree: with honours) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Her resume says she graduated cum laud, which means she graduated with high honors from the university. |
σκηνή χυσίματοςnoun (vulgar, slang (pornography: ejaculation scene) (χυδαίο: σε τσόντα) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
με άριστα/έπαινοadverb (Latin, US (academic degree) (πτυχίο) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) She graduated magna cum laude from Harvard. |
με άρισταadverb (Latin, US (academic degree) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του cum στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του cum
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.