Τι σημαίνει το consumi στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης consumi στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του consumi στο Ιταλικό.
Η λέξη consumi στο Ιταλικό σημαίνει καταναλώνω, φθείρω, λιώνω, καταναλώνω, καταστρέφω, εξαντλώ, ξοδεύω, δαπανώ, ολοκληρώνω, ολοκληρώνω, εξαντλώ, καίω, φθείρω, φθείρω, φθείρω, κατανάλωση, βράζω μέχρι εξαντλήσεως, εξαντλώ, τρώω, τρώω, καίω, χρησιμοποιώ, εξαντλώ, τελειώνω, φθείρω, βασανίζω, τρώγομαι, βασανίζομαι, χρησιμοποιώ, καταναλώνω, τρώω, δεδομένα καταναλωτών, στοιχεία καταναλωτών, πρόσληψη, κατανάλωση, κατανάλωση, κατανάλωση καυσίμου, κατανάλωση καυσίμου, χρήση ναρκωτικών, γρατζουνάω, γρατζουνίζω, φθείρω, διαβρώνω, τρώω, κάνω περίπατο για να κάψω κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης consumi
καταναλώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I nostri animali consumano parecchio foraggio ogni giorno. Τα ζώα μας καταναλώνουν αρκετή τροφή καθημερινά. |
φθείρωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Da bambino mi piaceva moltissimo quell'album. A furia di far girare il nastro l'ho consumato. |
λιώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I nostri figli hanno logorato le ginocchia dei pantaloni. Τα παιδιά μας έλιωσαν τα παντελόνια τους στα γόνατα. |
καταναλώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Questa app consuma molto la batteria del mio telefono. |
καταστρέφωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Purtroppo l'incendio ha completamente distrutto il museo. Δυστυχώς, η φωτιά κατέστρεψε ολοσχερώς το μουσείο. |
εξαντλώ, ξοδεύω, δαπανώ(πηγές, ενέργεια) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ολοκληρώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (matrimonio) (το γάμο (με συνουσία) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La coppia non consumò mai il proprio matrimonio. |
ολοκληρώνω(compiere) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
εξαντλώverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Per cortesia, smetti di parlare - stai consumando la mia pazienza. |
καίωverbo transitivo o transitivo pronominale (καταναλώνω καύσιμο) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) L'aeroplano deve aver consumato un migliaio di litri ormai. |
φθείρωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Consumò la lama a forza di usarla così spesso. Έφθειρε τη λεπίδα χρησιμοποιώντας τη τόσο συχνά. |
φθείρωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il continuo passaggio su questo pavimento ne consumerà lo strato di cera. |
φθείρωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il continuo camminare ha usurato le suole di queste scarpe. |
κατανάλωση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
βράζω μέχρι εξαντλήσεως
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
εξαντλώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il gruppo aveva esaurito le riserve di legna e tutti cominciavano ad avere freddo. Η ομάδα είχε εξαντλήσει τα εφόδια καυσόξυλων και όλοι είχαν αρχίσει να κρυώνουν. |
τρώω(figurato) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il fiume si mangia gli argini sabbiosi ogni volta che c'è una piena. |
τρώω(φαγητό) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
καίω, χρησιμοποιώ, εξαντλώverbo transitivo o transitivo pronominale (ενέργεια) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Questo allenamento è un buon modo per bruciare calorie. |
τελειώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Per questo pasto ho finito quasi tutto ciò che c'era in frigo. Mary mi ha consumato tutta la benzina e non ha fatto il pieno. Τελείωσα σχεδόν ό,τι είχε το ψυγείο γι' αυτό το γεύμα. Η Μαίρη τελείωσε όλη τη βενζίνη μου και δεν ξαναγέμισε το ντεπόζιτο. |
φθείρωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Col tempo il vento e la pioggia erodono la superficie degli edifici. |
βασανίζω(figurato) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il pensiero del mio prossimo appuntamento mi rodeva l'animo. Lo stress dovuto alle preoccupazioni finanziarie stava consumando Carl. Η σκέψη του επερχόμενου ραντεβού μου μου βασάνιζε το μυαλό. Το άγχος των οικονομικών ανησυχιών βασάνιζε τον Καρλ. |
τρώγομαι, βασανίζομαι(figurato) (ανησυχώ, μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) L'avvertimento dell'anziana signora mi consumava. |
χρησιμοποιώ, καταναλώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ho finito tutti i miei vestiti puliti per questa settimana! Χρησιμοποίησα όλα τα καθαρά ρούχα της εβδομάδας! |
τρώω(μεταφορικά:) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'amore di lei era stato annientato dalla crudeltà e dai maltrattamenti di lui. Η ικανότητά της να αγαπά καταστράφηκε από την σκληρότητά που της έδειξε και την κακομεταχείρισή στην οποία την υπέβαλε. |
δεδομένα καταναλωτών, στοιχεία καταναλωτώνsostantivo plurale maschile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πρόσληψηsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Fred ha deciso di fare una dieta e regolare il suo consumo di cibo. Ο Φρεντ αποφάσισε να κάνει δίαιτα και έτσι ξεκίνησε να ελέγχει την πρόσληψη φαγητού. |
κατανάλωσηsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ultimamente il consumo di beni usa e getta è aumentato. Η κατανάλωση προϊόντων μιας χρήσεως έχει αυξηθεί τελευταία. |
κατανάλωσηsostantivo maschile (economia) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Sally decise di mettere un freno ai suoi consumi. |
κατανάλωση καυσίμουsostantivo maschile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il consumo della mia auto è di 15 km con un litro. |
κατανάλωση καυσίμου
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Ciò che gran parte degli automobilisti cercano in un'auto è un basso consumo di carburante. |
χρήση ναρκωτικών
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
γρατζουνάω, γρατζουνίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
φθείρω, διαβρώνω, τρώω(μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le scogliere di gesso vengono lentamente erose dall'azione del mare. |
κάνω περίπατο για να κάψω κτverbo transitivo o transitivo pronominale (calorie in eccesso) (μτφ: λίπος, θερμίδες) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ho appena fatto un pasto pesante e credo che sarebbe se andassi a bruciarlo camminando. Έφαγα ένα βαρύ μεσημεριανό οπότε υποθέτω ότι θα είναι καλύτερα να πάω έναν περίπατο για να το κάψω. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του consumi στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του consumi
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.