Τι σημαίνει το comparire στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης comparire στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του comparire στο Ιταλικό.

Η λέξη comparire στο Ιταλικό σημαίνει εμφανίζομαι ενώπιον, παρουσιάζομαι ενώπιον κάποιου, εμφανίζομαι, λάμπω, αστράφτω, εμφανίζομαι, εμφανίζομαι, εμφανίζομαι, εμφανίζομαι, μπαίνω, φαίνομαι, κάνω μια εμφάνιση, εμφανίζομαι, φαίνομαι, δημιουργούμαι, προκύπτω, παρουσιάζομαι, εμφανίζομαι, εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι, πηγαίνω, φαίνομαι, εξανθώ, εμφανίζομαι, εμφανίζομαι, φαίνεται το κεφάλι, βγαίνει το κεφάλι, εμφανίζομαι, εμφανίζω, ξεσπάω, κλήτευση, κλήση, παρίσταμαι στο δικαστήριο, πετάγομαι από κτ, δεν εμφανίζομαι στη δική, αφού απελευθερώθηκα με εγγύηση, κλητεύω, κλητεύω κπ να εμφανιστεί, αντιπροσωπεύω, εκπροσωπώ, βγαίνω σε κτ, κλητεύω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης comparire

εμφανίζομαι ενώπιον

verbo intransitivo (in tribunale) (δικαστήριο)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
L'imputato è comparso in tribunale per la sentenza.

παρουσιάζομαι ενώπιον κάποιου

verbo intransitivo (di fronte al giudice) (με γενική)

Miller è comparso davanti al giudice due mesi dopo essersi dichiarato colpevole di aggressione.

εμφανίζομαι

verbo intransitivo (diritto)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Comparirà davanti alla corte domani per rispondere delle accuse.

λάμπω, αστράφτω

verbo intransitivo (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La speranza comparve sul volto di Ben.

εμφανίζομαι

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Improvvisamente due bus sono arrivati nello stesso momento.
Ξαφνικά, κατέφτασαν δύο λεωφορεία την ίδια στιγμή.

εμφανίζομαι

(emergere, farsi conoscere)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I Beatles comparirono sulla scena musicale nei primi anni 60.

εμφανίζομαι

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La peste nera comparve in Inghilterra per la prima volta nel 1348.

εμφανίζομαι, μπαίνω

(figurato)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ήμουν 30 χρονών, όταν εμφανίστηκε στη ζωή μου ο Τζέισον και την άλλαξε μια για πάντα.

φαίνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Si vedeva la macchia sulla sua camicia.
Ο λεκές φαινόταν στο πουκάμισό της.

κάνω μια εμφάνιση

(sul palco)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il cantante si è esibito al concerto di beneficenza.

εμφανίζομαι, φαίνομαι

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Finalmente sono apparsi in fondo alla spiaggia.
Τελικά, εμφανίστηκαν (or: φάνηκαν) στην άλλη άκρη της παραλίας.

δημιουργούμαι, προκύπτω, παρουσιάζομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Prevediamo che non si verificheranno inconvenienti.
Δεν περιμένουμε να δημιουργηθούν προβλήματα.

εμφανίζομαι

(μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Υποτίθεται ότι θα βρισκόμασταν για τσάι στις πέντε, αλλά δεν εμφανίστηκε.

εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι, πηγαίνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Non mi aspettavo che arrivasse alla mia festa dato che non l'avevo invitato. Non si poteva mai dire quando sarebbe arrivato perché non era mai puntuale.
Δεν περίμενα να εμφανιστεί στο πάρτι μου αφού δεν τον είχα καλέσει. Κανείς δεν έλεγε πότε θα εμφανιστεί (or: παρουσιαστεί). Πάντα αργούσε.

φαίνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Un tumore a volte non è visibile ai raggi x.
Μερικές φορές ένας καρκινικός όγκος δεν είναι ορατός στις ακτινογραφίες.

εξανθώ

verbo intransitivo (εξάνθημα, επίσημο)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Mi spuntò uno sfogo sulle braccia appena mangiai il pesce.

εμφανίζομαι

verbo intransitivo (essere pubblicato)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La foto è apparsa su molti giornali.
Η εικόνα εμφανίστηκε σε πολλές εφημερίδες.

εμφανίζομαι

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Se premi questo pulsante l'immagine apparirà sullo schermo.
Αν πιέσεις αυτό το πλήκτρο πρέπει να εμφανιστεί η εικόνα στην οθόνη σου.

φαίνεται το κεφάλι, βγαίνει το κεφάλι

verbo transitivo o transitivo pronominale (testa di neonato)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Tom era lì quando comparve la testa del bimbo.

εμφανίζομαι

verbo intransitivo (ξαφνικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
All'improvviso è comparsa nella stanza la figlia di Sally.

εμφανίζω

(informale)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La macchina ha iniziato a fare un rumore di ferraglia.

ξεσπάω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

κλήτευση, κλήση

(diritto)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Al medico che ha eseguito l'operazione è stato notificato un mandato di comparizione.

παρίσταμαι στο δικαστήριο

verbo intransitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il pubblico ministero del caso Smith comparirà in giudizio per accuse legate all'etica.

πετάγομαι από κτ

verbo intransitivo

Un topo comparve all'improvviso fuori dal buco e sgattaiolò per la cucina.

δεν εμφανίζομαι στη δική, αφού απελευθερώθηκα με εγγύηση

verbo

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

κλητεύω

verbo transitivo o transitivo pronominale (diritto)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il pubblico ministero ha chiamato a comparire tre agenti di polizia.

κλητεύω κπ να εμφανιστεί

verbo transitivo o transitivo pronominale (davanti al giudice) (επίσημο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Karen è stata chiamata a comparire presso l'Alta Corte.
Η Κάρεν κλήθηκε να εμφανιστεί ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

αντιπροσωπεύω, εκπροσωπώ

verbo intransitivo (diritto) (κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Vostro Onore, sono James Alfred III e compaio a nome dell'imputato.
Κύριε Πρόεδρε, λέγομαι Τζέιμς Άλφρεντ Ιλ και αντιπροσωπεύω (or: εκπροσωπώ) τον κατηγορούμενο.

βγαίνω σε κτ

verbo intransitivo (καθομιλουμένη)

Il disastro è apparso sul telegiornale serale.
Η καταστροφή βγήκε στο νυχτερινό δελτίο ειδήσεων.

κλητεύω

verbo transitivo o transitivo pronominale (in tribunale)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Un ufficiale era alla porta con un mandato che citava Paul e un altro uomo. L'uomo è stato invitato a comparire per eccesso di velocità.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του comparire στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.