Τι σημαίνει το commencer στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης commencer στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του commencer στο Γαλλικά.
Η λέξη commencer στο Γαλλικά σημαίνει αρχίζω, ξεκινώ, αρχίζω, ξεκινάω, κάνω μια αρχή, ξεκινώ, ξεκινάω, αρχίζω, αρχίζω, ξεκινάω, ξεκινάω, αρχίζω, ξεκινάω, ξεκινώ, ξεκινάω, ξεκινώ, αρχίζω, αρχίζω, ξεκινάω, αρχίζω, αρχίζω, ξεκινάω, ξεκινώ, αρχίζω, ξεκινάω, ξεκινώ, ξεκινώ, αρχίζω, ξεκινάω, ξεκινώ, αρχίζω, αρχίζω, ξεκινάω, ξεκινώ, αρχίζω, ξεκινάω, ανοίγω με, ξεκινάω, ξεκινώ, αρχίζω, ξεκινάω, ξεκινώ, ξεκινώ, αρχίζω, ξεκινώ, ξεκινάω, ξεκινώ, αρχίζω, κάνω πρεμιέρα, ξεκινάω, ξεκινώ, ξεκινώ, αρχίζω, ξεκινώ να τρώω, ξεκινώ, αρχίζω, κάνω ντεμπούτο, αρχίζω, ξεκινάω, αρχίζω, τρώω, καταβροχθίζω, που βρίσκεται στην αρχή, αρχίζει να χαλάει, σε έλλειψη, πολύ νωρίς, σχολική ετοιμότητα, ξεκινάει ο τοκετός, αρχίζω να πίνω, ξεκινώ κτ κάνοντας κτ, αρχίζω κτ κάνοντας κτ, κτ μου αρέσει όλο και περισσότερο, αρχίζει να μου αρέσει κτ, αρχίζω κάνοντας κτ, ξεκινώ κάνοντας κτ, τσακίζω, κατασπαράζω, κάνω παρέα με κπ, ξεκινάω με κτ, ξεκινώ με κτ, τακιμιάζω, ξεκινώ να κάνω κτ, ορμάω σε κτ, ξεκινάω νωρίς, ξεκινάω κτ με κτ, ξεκινώ κτ με κτ, παλιώνω, ξεκινάω με κτ, ξεκινώ συζήτηση/να μιλάω για, αρχίζω, ξεκινάω, ξεκινώ, ξεκινάω, ξεκινώ, γεννιέμαι, φυτρώνω, γίνομαι φίλος, αρχίζω, ξεκινάω, είμαι πολύ μεγάλος για κτ, <div>αρχίζω να μιλάω για κτ</div><div>(<i>περίφραση</i>: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ.<i> από την Αθήνα, που ακολουθεί </i>κλπ.)</div>, κάνω παρέα, πρώτα απ' όλα, κατ' αρχάς, μου τελειώνει κτ, εξαντλούμαι, τελειώνω, εμφανίζω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης commencer
αρχίζω, ξεκινώverbe intransitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) On attend que le film commence. Περιμένουμε να αρχίσει (or: ξεκινήσει) η ταινία. |
αρχίζω, ξεκινάωverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Les prix des maisons ici commencent à environ 200 000 $. |
κάνω μια αρχήverbe intransitif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ξεκινώverbe intransitif (τη μουσική) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ξεκινάω, αρχίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) On ferait mieux de commencer avant qu'il fasse noir. Καλό θα ήταν να ξεκινήσουμε πριν αρχίσει να σκοτεινιάζει. |
αρχίζω, ξεκινάω(une activité) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Liz commence ses devoirs dès qu'elle arrive à la maison. Η Λιζ αρχίζει (or: ξεκινάει) τις εργασίες της για το σχολείο αμέσως μόλις γυρίζει σπίτι. |
ξεκινάω, αρχίζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Vince doit bientôt commencer son projet pour l'école car il doit le finir pour la semaine prochaine. |
ξεκινάω, ξεκινώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Commençons par un tour de table. |
ξεκινάω, ξεκινώ, αρχίζωverbe intransitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ce projet a l'air difficile, mais plus vite on commence, plus vite on le finit. Αυτή η εργασία φαίνεται δύσκολη, αλλά όσο συντομότερα ξεκινήσουμε, τόσο συντομότερα θα τελειώσουμε. |
αρχίζω, ξεκινάωverbe transitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) "Vous devez vous demander", commença l'inspecteur "pourquoi je vous ai tous emmenés ici." «Πρέπει να αναρωτιέστε», άρχισε (or: ξεκίνησε) ο ντετέκτιβ, «γιατί σας έχω φέρει όλους εδώ». |
αρχίζωverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
αρχίζω, ξεκινάω, ξεκινώverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Les festivités commenceront au coucher du soleil. Οι εορτασμοί θα ξεκινήσουν με τη δύση του ηλίου. |
αρχίζω, ξεκινάω, ξεκινώverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La réunion a commencé à 10 h. |
ξεκινώ, αρχίζωverbe intransitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je vais commencer par expliquer aux nouvelles recrues à quoi s'attendre ces prochaines semaines. |
ξεκινάω, ξεκινώ, αρχίζωverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Les festivités commenceront (or: démarreront) cette après-midi. Οι εορτασμοί θα ξεκινήσουν σήμερα το απόγευμα. |
αρχίζω, ξεκινάω, ξεκινώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'heure est venue de débuter la célébration du mariage princier. Ας ξεκινήσουμε τον εορτασμό για τον γάμο της πριγκίπισσας. |
αρχίζω, ξεκινάωverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Les gens attendaient que le concert commence (or: débute). Το πλήθος περίμενε να αρχίσει (or: ξεκινήσει) η συναυλία. |
ανοίγω με(commencer) |
ξεκινάω, ξεκινώ, αρχίζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le match démarrera (or: commencera) dimanche à midi. Ο αγώνας θα ξεκινήσει το Σάββατο στις 12 το μεσημέρι. |
ξεκινάω, ξεκινώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Comme son père possédait l'entreprise, il n'a pas eu à débuter (or: commencer) au courrier. Ο πατέρας του ήταν ο ιδιοκτήτης της εταιρείας και έτσι δεν χρειαζόταν να ξεκινήσει από την αίθουσα της αλληλογραφίας. |
ξεκινώ, αρχίζωverbe intransitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ξεκινώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ξεκινάω, ξεκινώ, αρχίζωverbe intransitif (κτ ή να κάνω κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La campagne a démarré (or: débuté) en 1983. Η καμπάνια ξεκίνησε το 1983. |
κάνω πρεμιέρα(film) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Le film sortira (or: sortira au cinéma) à Noël. Η ταινία θα κάνει πρεμιέρα τα Χριστούγεννα. |
ξεκινάω, ξεκινώverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Commençons par nous présenter. Ας ξεκινήσουμε με τις συστάσεις. |
ξεκινώ, αρχίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ο Τομ και ο Σταν είχαν έναν έντονο καυγά σήμερα. Δεν ξέρω τι τον ξεκίνησε. |
ξεκινώ να τρώωverbe transitif (manger) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ξεκινώ, αρχίζωverbe transitif (για έργα, σχέδια) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) J'ai entrepris la traduction de la documentation technique. |
κάνω ντεμπούτο(personne) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αρχίζω(να κάνω κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Elle a commencé à éternuer au moment où elle a caressé le chat. Όταν χάιδεψε τη γάτα, άρχισε να φτερνίζεται. |
ξεκινάω, αρχίζωlocution verbale (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Commençons à peindre avant qu'il ne fasse trop sombre pour y voir quoi que ce soit. Ας ξεκινήσουμε (or: αρχίσουμε) να ζωγραφίζουμε πριν σκοτεινιάσει πολύ και δεν βλέπουμε τι κάνουμε. |
τρώω, καταβροχθίζω(familier) (φαγητό) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Φάτο πριν κρυώσει. |
που βρίσκεται στην αρχή(figuré) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αρχίζει να χαλάει
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
σε έλλειψη
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
πολύ νωρίς
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Le matin, je commence toujours par déjeuner. |
σχολική ετοιμότηταnom féminin (ωριμότητα παιδιού) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
ξεκινάει ο τοκετός
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αρχίζω να πίνω
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ξεκινώ κτ κάνοντας κτ, αρχίζω κτ κάνοντας κτlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κτ μου αρέσει όλο και περισσότερο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Au début, Rick détestait cette chanson, mais il commence à l'aimer. Ο Ρικ στην αρχή μισούσε αυτό το τραγούδι αλλά τώρα του αρέσει όλο και περισσότερο. |
αρχίζει να μου αρέσει κτ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ne t'inquiète pas. Tu commenceras bientôt à aimer cette idée. |
αρχίζω κάνοντας κτ, ξεκινώ κάνοντας κτ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Quand tu apprends une nouvelle recette, c'est mieux de commencer par la lire toute entière. Όταν μαθαίνεις μια καινούρια συνταγή το καλύτερο που έχεις να κάνεις είναι να ξεκινήσεις διαβάζοντάς την ολόκληρη. |
τσακίζω, κατασπαράζωverbe intransitif (μεταφορικά: φαγητό) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je me suis mis à saliver en sentant la tarte aux pommes de ma mère et étais prêt à manger. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Έπεσε με τα μούτρα στα κρουασανάκια. |
κάνω παρέα με κπlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ses notes ont dégringolé quand il a commencé à fréquenter les mauvaises personnes. |
ξεκινάω με κτ, ξεκινώ με κτ
Je crois que je vais commencer par une entrée, et puis je prendrai un plat principal. |
τακιμιάζω(αργκό) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
ξεκινώ να κάνω κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ορμάω σε κτ(καθομιλουμένη, μεταφορικά) |
ξεκινάω νωρίς
Je suis allé au travail à huit heures pour pouvoir commencer plus tôt. |
ξεκινάω κτ με κτ, ξεκινώ κτ με κτverbe transitif J'aime commencer ma journée par un jogging de 4,5 km. |
παλιώνωlocution verbale (blague, histoire) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
ξεκινάω με κτ
Nous avons commencé avec les trois points sur lesquels nous étions d'accord. |
ξεκινώ συζήτηση/να μιλάω για
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il a commencé à me raconter ses problèmes au travail. |
αρχίζω, ξεκινάω, ξεκινώ(να κάνω κάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Dès les premières notes, la foule commença à danser. Μόλις ξεκίνησε η μουσική, το πλήθος ξεκίνησε να χορεύει. |
ξεκινάω, ξεκινώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le chef a commencé à éplucher les légumes. Ο σεφ ξεκίνησε το καθάρισμα των λαχανικών. |
γεννιέμαι, φυτρώνωlocution verbale (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Une idée se mit à germer dans l'esprit de Lacey. Η ιδέα άρχισε να γεννιέται στο μυαλό της Λέισι. |
γίνομαι φίλος(φιλική σχέση) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ma femme et moi avons commencé à nous fréquenter au lycée. Η γυναίκα μου κι εγώ τα πρωτοφτιάξαμε όταν ήμασταν στο γυμνάσιο. |
αρχίζω, ξεκινάωlocution verbale (να κάνω κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'eau a commencé à bouillir dans la casserole. Το νερό άρχισε (or: ξεκίνησε) να βράζει στο κατσαρολάκι. |
είμαι πολύ μεγάλος για κτ(endroit : changement de sujet) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
<div>αρχίζω να μιλάω για κτ</div><div>(<i>περίφραση</i>: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ.<i> από την Αθήνα, που ακολουθεί </i>κλπ.)</div>
Une fois que Dave a commencé à parler politique, il ne s'arrête plus. |
κάνω παρέα
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il a commencé à fréquenter un tas d'individus louches et je crains qu'ils n'aient une mauvaise influence sur lui. |
πρώτα απ' όλα
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Tout d'abord, je voudrais vous remercier d'être venus. |
κατ' αρχάς
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Frank serait un très mauvais professeur de grammaire. Tout d'abord, il déteste les enfants. De plus, il n'apprécie pas la lecture. |
μου τελειώνει κτlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
εξαντλούμαι, τελειώνωlocution verbale (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Je vois qu'on commence à manquer de sucre : on ferait mieux d'en acheter la prochaine fois qu'on va faire les courses. |
εμφανίζωlocution verbale (un problème) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La voiture a commencé à faire comme un bruit de ferraille. Après le rude hiver, le bitume a commencé à se couvrir d'un grand nombre de nids-de-poule. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του commencer στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του commencer
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.