Τι σημαίνει το céder στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης céder στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του céder στο Γαλλικά.
Η λέξη céder στο Γαλλικά σημαίνει υποχωρώ, καταρρέω, ενδίδω, υποκύπτω, ενδίδω, υποχωρώ, ενδίδω, υποκύπτω, εκχωρώ, παραχωρώ, υποχωρώ, παραχωρώ, υποκύπτω, αλλάζω γνώμη, υποχωρώ, μεταβιβάζω, υποχωρώ, εξαντλούμαι, εκποιώ, εκχωρώ, υποχωρώ, ενδίδω, διαλύομαι, λυγίζω, κάνω πίσω, πέφτω, καταρρέω, υποκύπτω, παραδίδομαι, υποχωρώ, καταρρέω, παραδίδω, υποχωρώ, υποχωρώ, προδίδω, δίνω προτεραιότητα, δίνω προτεραιότητα σε κτ/κπ, παραδίνομαι σε κτ, κάνω το χατήρι, ενδίδω σε κτ, υποκύπτω σε κτ, εκχώρηση, μεταβίβαση, παραδίδω κτ/κπ σε κπ, αποφασιστικός, ανοίγω δρόμο για κπ/κτ, λυγίζω υπό την πίεση, δίνω προτεραιότητα, μένω αμετάπειστος, μένω ανυποχώρητος, μένω πίσω, ικανοποιώ, εκχωρώ, μεταβιβάζω, ενδίδω σε κπ, κάνω στην άκρη, παραδίδω τα ηνία, κάνω στην άκρη, παραδίδω τα ηνία, κάνω ένα βήμα πίσω, ενδίδω σε κτ, υποκίπτω σε κτ, ενδίδω σε κτ, υποκύπτω σε κτ, εκχωρώ, δίνω τον λόγο σε κπ, υποκλίνομαι, παραδίδω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης céder
υποχωρώ, καταρρέω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Les colonnes du pont n'ont pas résisté au courant et ont cédé. Οι κολόνες της γέφυρας δεν μπόρεσαν να αντέξουν το ισχυρό ρεύμα του νερού και στο τέλος υποχώρησαν. |
ενδίδωverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Nancy a supplié son mari d'arrêter de fumer et il a finalement cédé. |
υποκύπτω, ενδίδω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) J'ai finalement cédé et j'ai quitté l'organisation. Τελικά ενέδωσα και αποχώρησα από την οργάνωση. |
υποχωρώ, ενδίδωverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Malgré les preuves, il a refusé de céder. Παρά τις αποδείξεις αρνήθηκε να ενδώσει (or: να λυγίσει). |
υποκύπτωverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
εκχωρώ, παραχωρώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le pays a cédé la région à la fin de la guerre. |
υποχωρώ, παραχωρώverbe intransitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
υποκύπτωverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il céda sous la pression des autres et changea de chaîne. Υπέκυψε στην πίεση των άλλων και άλλαξε κανάλι. |
αλλάζω γνώμη
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le gouvernement a refusé de céder sur ce point. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Δεν έχει νόημα να προσπαθείς να αλλάξεις τη γνώμη του Τζωρτζ για την πολιτική. Δεν κάνει πίσω. |
υποχωρώ(μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Après une grève prolongée, le gouvernement a finalement cédé et a accepté toutes les demandes du syndicat. Στη συνέχεια μιας παρατεταμένης απεργίας, η κυβέρνηση τελικά υποχώρησε και συμφώνησε σε όλα τα αιτήματα των συνδικάτων. |
μεταβιβάζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Thomas a cédé la propriété à son frère Francis. Ο Τόμας μεταβίβασε την περιουσία του στον αδερφό του τον Φράνσις. |
υποχωρώverbe intransitif (figuré) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Alison était déterminée à n'en faire qu'à sa tête, alors Karen a fini par céder. |
εξαντλούμαιverbe intransitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il avait été malade depuis si longtemps que sa volonté avait finalement cédé. Ήταν άρρωστος για τόσο πολύ καιρό που η διάθεσή του να ζήσει τελικά εξαντλήθηκε. |
εκποιώ, εκχωρώverbe transitif (επιχείρηση) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ils ont cédé leurs intérêts en vendant toutes leurs parts de l'entreprise. |
υποχωρώ, ενδίδωverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Julie a fini par céder et a accepté de passer la journée au zoo. Η Τζούλι τελικά λύγισε και συμφώνησε να περάσει τη μέρα στον ζωολογικό κήπο. |
διαλύομαιverbe intransitif (chaise, toit,...) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La chaise a cédé sous son poids. |
λυγίζωverbe intransitif (sous un poids) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) On pouvait voir la poutre en acier céder sous le poids du bâtiment. |
κάνω πίσω(καθομ, μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Le père finit par céder et acheta de nouveaux jouets aux enfants. |
πέφτω, καταρρέωverbe intransitif (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Lorsque l'armée est arrivée, la résistance a cédé. |
υποκύπτω, παραδίδομαιverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Elle était tellement enthousiaste à l'idée d'y aller que j'ai fini par céder (or: craquer). Ήθελε τόσο πολύ να πάει, που τελικά υπέκυψα. |
υποχωρώverbe intransitif (personne) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Quelqu'un doit céder ou bien nous allons passer la nuit ici. |
καταρρέωverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il y avait tant de neige que le toit a cédé. |
παραδίδω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Damas a donné jusqu'à mardi aux ravisseurs de huit ouvriers syriens pour leur remettre les otages. |
υποχωρώ(κυριολεκτικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Όταν υποχώρησαν τα στηρίγματα της οροφής, το ορυχείο κατέρρευσε και οι πάντες παγιδεύτηκαν μέσα. |
υποχωρώ(métal) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) J'adore regarder le métal se déformer sous la chaleur. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Τα πόδια του ηλικιωμένου λύγισαν ξαφνικά και κρατήθηκε από το κάγκελο για να ισορροπήσει. |
προδίδω(μεταφορικά: κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Sa santé a lâché (or: cédé) après des années de labeur. Η υγεία του κατέρρευσε μετά από τόσα χρόνια μόχθου. |
δίνω προτεραιότηταlocution verbale (Automobile) Les automobilistes cèdent toujours la priorité quand il y a des piétons. Οι οδηγοί πρέπει πάντα να δίνουν προτεραιότητα όταν υπάρχουν πεζοί τριγύρω. |
δίνω προτεραιότητα σε κτ/κπ(Automobile) |
παραδίνομαι σε κτ(à la tentation) (συναίσθημα) Les enfants voulaient rester éveillés jusqu'à minuit, mais un par un, ils ont cédé au sommeil. Τα παιδιά ήθελαν να μείνουν ξύπνια μέχρι τα μεσάνυχτα, αλλά το ένα μετά το άλλο, υπέκυψαν. |
κάνω το χατήρι(σε κάποιον) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ενδίδω σε κτ, υποκύπτω σε κτ
Après le dernier scandale, le maire a cédé à la pression et a démissionné. Μετά το τελευταίο σκάνδαλο, ο δήμαρχος υπέκυψε στις πιέσεις και παραιτήθηκε. |
εκχώρηση, μεταβίβαση(vente) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
παραδίδω κτ/κπ σε κπ
|
αποφασιστικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ανοίγω δρόμο για κπ/κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
λυγίζω υπό την πίεσηlocution verbale (figuré) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
δίνω προτεραιότηταlocution verbale (Automobile) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Tu dois céder le passage à l'intersection pour laisser les autres passer. Πρέπει να δώσεις προτεραιότητα σε αυτήν τη διασταύρωση και να αφήσεις το άλλο ρεύμα να περάσει. |
μένω αμετάπειστος, μένω ανυποχώρητοςverbe transitif (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
μένω πίσωlocution verbale (Sports,...) (μεταφορικά) |
ικανοποιώlocution verbale (τα αισθήματα κάποιου) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
εκχωρώ, μεταβιβάζω(εγγράφως, με υπογραφή) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ce ne sera pas sa propriété tant que vous ne l'aurez pas cédée légalement. |
ενδίδω σε κπ
Wilson cède trop facilement à sa femme. |
κάνω στην άκρη, παραδίδω τα ηνίαlocution verbale (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κάνω στην άκρη, παραδίδω τα ηνία, κάνω ένα βήμα πίσω(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ενδίδω σε κτ, υποκίπτω σε κτ
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Comme c'était une occasion spéciale, j'ai décidé de céder à mon désir d'une coupe de champagne. Καθώς ήταν μια ειδική περίσταση, αποφάσισα να ενδώσω στην επιθυμία μου για ένα ποτήρι σαμπάνια. |
ενδίδω σε κτ, υποκύπτω σε κτ
Evan a finalement cédé aux demandes de son chef. |
εκχωρώ(Droit) (κάτι σε κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
δίνω τον λόγο σε κπ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Je cède la parole à l'honorable sénateur du Colorado. |
υποκλίνομαι(μεταφορικά: σε κτ) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Les guerriers se soumirent aux bandits plus puissants qui les encerclaient. |
παραδίδω(κάτι σε κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του céder στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του céder
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.