Τι σημαίνει το cancellato στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης cancellato στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του cancellato στο Ιταλικό.
Η λέξη cancellato στο Ιταλικό σημαίνει ακυρώνω, ματαιώνω, διαγράφω, σβήνω, σβήνω, σβήνω, διαγράφω, σβήνω, ακυρώνω, σβήνω, διαγράφω, κόβω, απομακρύνω κτ τρίβοντάς το, διαγράφω, σβήνω, διαγράφω, σβήνω, αφανίζω, τρίβω, σβήνω, σβήνω, διαγράφω, ξεφορτώνομαι, ξεγράφω, διαγράφω, καθαρίζω, αφήνω, ξεχνάω, ξεχνώ, βγάζω, αφαιρώ, τρώω, καταργώ, ακυρώνω, διαγράφω, διαγράφω, μπλοκάρω, εμποδίζω, φράσσω, διαγράφω, ακυρώνω, ματαιώνω, σβήνω, διαγράφω, διαγράφω, σβήνω, εξαλείφω, εξαφανίζω, εξουδετερώνω,καταστρέφω, ανατρέπω, αναιρώ, αποσύρω, διορθώνω, επανορθώνω, αίρω, χαρίζω, αφήνω, ξεχνάω, ξεχνώ, διαψεύδω, γόμα, καλύπτω, γόμα, γομολάστιχα, σβήνω, διαγράφω, ξεγράφω, διαγράφω, διαγράφω, ξεγράφω, σβήνω κτ από κτ, διαγράφω κτ από κτ, σβήνω κτ από κτ, διαγράφω, σβήνω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης cancellato
ακυρώνω, ματαιώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (disdire) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I responsabili hanno cancellato la partita a causa della pioggia. Οι αρχές ακύρωσαν τον αγώνα λόγω της βροχής. |
διαγράφω, σβήνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'editore ha cancellato diversi paragrafi delle edizioni precedenti del libro. Σε επόμενες εκδόσεις του βιβλίου, οι εκδότες διέγραψαν (or: έσβησαν) αρκετές παραγράφους. |
σβήνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'insegnante ha cancellato la lista dei vocaboli dopo che gli studenti li avevano trascritti. |
σβήνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Se scrivi con la matita, è più facile cancellare gli errori. Άμα γράφεις με μολύβι είναι πιο εύκολο να σβήνεις τα λάθη σου. |
διαγράφω, σβήνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Devo assolutamente cancellare alcune delle mie vecchie e-mail. Πρέπει πραγματικά να διαγράψω (or: σβήσω) κάποια απ' τα παλιά μου email. |
ακυρώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
σβήνω, διαγράφωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Alison guardò ciò che aveva appena scritto, non le piacque e lo cancellò. Η Άλισον έριξε μια ματιά σ' αυτό που μόλις είχε γράψει, αποφάσισε πως δεν της άρεσε και το έσβησε. |
κόβωverbo transitivo o transitivo pronominale (programma TV) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'emittente televisiva ha cancellato il programma a causa dei bassi ascolti. |
απομακρύνω κτ τρίβοντάς το
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
διαγράφω, σβήνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le onde avevano rimosso il messaggio scritto nella sabbia. |
διαγράφω, σβήνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La corte fu d'accordo nel cancellare l'incidente dalla fedina di William. |
αφανίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il bombardamento ha cancellato il villaggio indifeso. |
τρίβω, σβήνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La professoressa cancellò la lista di termini che aveva scritto sulla lavagna. |
σβήνω, διαγράφω, ξεφορτώνομαι, ξεγράφωverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Non puoi pensare di cancellare i tuoi crimini passati come se fossero polvere al vento. |
διαγράφωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Harry ha cancellato per sbaglio il file su cui aveva lavorato tutto il giorno e ha dovuto ricominciare da capo. Ο Χάρυ διέγραψε κατά λάθος το αρχείο πάνω στο οποίο δούλευε όλη μέρα και έπρεπε να ξεκινήσει απ' την αρχή. |
καθαρίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'insegnante cancellò la lavagna. Ο δάσκαλος έσβησε τον πίνακα. |
αφήνω, ξεχνάω, ξεχνώverbo transitivo o transitivo pronominale (καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Allora, vediamoci martedì. Oh, in realtà martedì non va bene, cancellalo; facciamo mercoledì invece. Λοιπόν, ας συναντηθούμε την Τρίτη. Αλλά όχι δεν είναι καλά την Τρίτη, αφήστε το (or: ξεχάστε το). Θα το κάνουμε καλύτερα την Τετάρτη. |
βγάζω, αφαιρώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'insegnante prese il cancellino della lavagna e cancellò ciò che aveva scritto. |
τρώω(μεταφορικά:) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'amore di lei era stato annientato dalla crudeltà e dai maltrattamenti di lui. Η ικανότητά της να αγαπά καταστράφηκε από την σκληρότητά που της έδειξε και την κακομεταχείρισή στην οποία την υπέβαλε. |
καταργώ, ακυρώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il nostro divorzio è ufficiale, ma ciò non cancella il mio diritto di ricevere una parte del patrimonio del mio ex marito. |
διαγράφω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
διαγράφω(με γραμμή) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Se usi una matita puoi cancellare; se usi una penna devi depennare i tuoi errori. Με το μολύβι μπορείς να σβήσεις, με το στυλό πρέπει να τραβήξεις μια γραμμή για να διαγράψεις στα λάθη σου. |
μπλοκάρω, εμποδίζω, φράσσω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tutto d'un tratto ci fu una raffica di vento e una nuvola scura offuscò il sole. |
διαγράφωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ακυρώνω, ματαιώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La scampagnata cittadina annuale è stata annullata per pioggia. Το ετήσιο πικ νικ της πόλης ακυρώθηκε (or: ματαιώθηκε) εξαιτίας της βροχής. |
σβήνω, διαγράφωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Non mi stanno più simpatici; depennali dalla lista degli invitati. |
διαγράφω, σβήνωverbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il ministero ha cancellato l'incidente dai propri registri. Η δημόσια υπηρεσία διέγραψε το συμβάν από τα μητρώα. Η Σάλυ δεν μπορούσε να σβήσει την ανάμνηση των σκληρών λόγων του Νηλ. |
εξαλείφω, εξαφανίζω, εξουδετερώνω,καταστρέφω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Spostarono gli abitanti e sradicarono il villaggio. |
ανατρέπω, αναιρώ, αποσύρωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il governo ha annullato il suo provvedimento sulla tassazione degli alcolici. Η κυβέρνηση πήρε πίσω την πολιτική της για τη φορολόγηση των οινοπνευματωδών. |
διορθώνω, επανορθώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Se Tom è arrabbiato è colpa tua: sei stato tu, quindi ora sei tu che devi trovare un modo per tornare indietro! Εσύ φταις που ο Τομ είναι αναστατωμένος· εσύ το έκανες οπότε τώρα πρέπει να βρεις τρόπο να επανορθώσεις! |
αίρωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Nel 2008 la California ha abolito il suo divieto di contrarre matrimoni gay. Η Καλιφόρνια ήρε την απαγόρευση του γάμου μεταξύ ομοφυλοφίλων το 2008. Η κυβέρνηση ήρε τον αποκλεισμό των ξένων προϊόντων έπειτα από τρεις μέρες. |
χαρίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il creditore condonerà il debito. |
αφήνω, ξεχνάω, ξεχνώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Quindi, se potessimo vederci martedì... No, aspetta, cancellalo, facciamo giovedì. |
διαψεύδωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il fallimento dell'azienda ha distrutto ogni speranza di Sally in una vita migliore. |
γόμαsostantivo femminile (για μολύβι) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La gomma per cancellare sulla mia matita è tutta consumata. Η γόμα του μολυβιού μου έχει φθαρεί τελείως. |
καλύπτω(κείμενο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ho cancellato il nome dello studente dal compito prima di farne copie da distribuire alla classe. |
γόμα, γομολάστιχαsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Betty ha usato una gomma per correggere l'errore. |
σβήνωverbo transitivo o transitivo pronominale (με διορθωτικό υγρό) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
διαγράφω, ξεγράφωverbo transitivo o transitivo pronominale (da un'iscrizione) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
διαγράφω(μεταφορικά, ανεπίσημο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Quando è agitato si dimentica tutto. |
διαγράφω, ξεγράφωverbo transitivo o transitivo pronominale (da un'iscrizione) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
σβήνω κτ από κτverbo transitivo o transitivo pronominale L'insegnante cancellò l'elenco di parole dalla lavagna. Il tirocinante cancellò diversi dati registrati dal database. Ο δάσκαλος έσβησε τη λίστα με το λεξιλόγιο από τον πίνακα. |
διαγράφω κτ από κτ, σβήνω κτ από κτverbo transitivo o transitivo pronominale (dimenticare) (μεταφορικά) Alison cercò di rimuovere il terribile evento dalla sua memoria. Η Άλισον προσπάθησε να διαγράψει το απαίσιο γεγονός από τη μνήμη της. |
διαγράφω, σβήνωverbo transitivo o transitivo pronominale (κάτι από κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Cancella quella frase dal tuo articolo. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του cancellato στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του cancellato
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.