Τι σημαίνει το c'est στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης c'est στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του c'est στο Γαλλικά.
Η λέξη c'est στο Γαλλικά σημαίνει είναι, αυτός είναι, 'ναι, αυτός είναι, είναι, τουλάχιστον, μισοτελειωμένος, δηλαδή, δηλαδή, με άλλα λόγια, με άλλα λόγια, έτσι ακριβώς, ευθύνη, υποχρέωση, είναι σίγουρο, είναι βέβαιο, εκνευριστικά, επόμενος, βιασύνη, προσωποποίηση, επιτομή, εμείς, αλήθεια, αργά ή γρήγορα, αξιοπρόσεκτα, αξιοσημείωτα, έτσι έχουν τα πράγματα, δεν κάνει καμία διαφορά, είναι απαραίτητο, είναι ασύλληπτο, δεν το χωράει νους μου, τυχερός, περίπου, πάνω-κάτω ίδιος, ομολογουμένως, σίγουρα, οπωσδήποτε, δηλαδή, δηλαδή, όπως έχουν τα πράγματα, σε αντιπαράθεση, επομένως, συνεπώς, επομένως, το λιγότερο, τουλάχιστον, αν ναι, αν σου λέει κάτι, αν έχει καμιά σημασία, δηλαδή, δυστυχώς, δεδομένης της κατάστασης, χαλαρός, Είναι αρκετή απόσταση, είναι δεδομένο, είναι παιχνιδάκι, και πολύ άργησε, δεν είναι τίποτα, τώρα ή ποτέ, ή τώρα ή ποτέ, όλα γίνονται για καλό, Είναι όλα στο μυαλό, Είναι της φαντασίας μου, είναι παιχνιδάκι, δεν είναι εύκολο, ευαγγέλιο, δεν πειράζει, ναι μεν, αλλά, ναι μεν, αλλά, Ο καλός ο φίλος στην ανάγκη φαίνεται., Άντε πάλι!, Έτσι είναι η ζωή., Χαρά μου!, Το αίμα νερό δεν γίνεται., Τι παίζει;, Τι τρέχει;, τόσο το καλύτερο, εν συντομία, είναι νωρίς, είναι νωρίς ακόμα, το θετικό του πράγματος είναι πως..., Ήρθε η ώρα, Έφτασε η ώρα, δεν υπάρχει λόγος να, για αυτό και, έτσι έχουν τα πράγματα, σώπα, τι μου λες, τι μας λες, δεν πειράζει, μπράβο, δεν πειράζει, με τίποτα, αυτό είναι άλλη ιστορία, αυτό είναι, έτσι είναι η ζωή, πάει και τελείωσε, αυτό είναι, ο χρόνος είναι χρήμα, Τι στο διάολο;, Τι στο διάβολο;, να είσαι σίγουρος, Αυτό ξαναπέστο!, όπως και να 'χει, ακόμα κι έτσι, έγινε, ξεκόλλα, δεν έχει σημασία, δεν πειράζει, παιχνιδάκι, σίγουρα, βεβαίως, βέβαια, έτσι είναι η ζωή, έτσι έχουν τα πράγματα, ακριβώς αυτό, ακριβώς έτσι, αυτό χρειάζεται, ακριβώς, σωστά, ακριβώς αυτό, ακριβώς έτσι, δεν υπάρχει αμφιβολία, τι κρίμα, κοιμήσου, κοιμήσου όρθιος, . Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης c'est
είναι(αυτό είναι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Attention, c'est chaud ! ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Είναι σχεδόν ώρα να φύγουμε. |
αυτός είναι(για αρσενικό) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Rick est toujours enjoué, c'est l'une des choses que j'aime chez lui. |
'ναι(σντμ του είναι, καθομ, λογοτεχνία) (βοηθητικό ρήμα: Συνδέει το υποκείμενο με ένα επίθετο ή ουσιαστικό που το χαρακτηρίζει, π.χ. είμαι, γίνομαι κλπ.) ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Είχε ζαλιστεί και έλεγε ό,τι να 'ναι. |
αυτός είναι
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
είναι(αυτή: γ' πρόσωπο) (βοηθητικό ρήμα: Συνδέει το υποκείμενο με ένα επίθετο ή ουσιαστικό που το χαρακτηρίζει, π.χ. είμαι, γίνομαι κλπ.) Elle est grande. |
τουλάχιστον
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) La moindre des choses serait que je paie la moitié des frais. Θα πρότεινα να αναλάβω το μισό κόστος, το λιγότερο. |
μισοτελειωμένος(κάτι λείπει) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
δηλαδή
(μόριο: Βοηθούν στον σχηματισμό της υποτακτικής και των μελλοντικών χρόνων, π.χ.να ήμουν πάλι παιδί, θα παντρευτώ, ή πρόκειται για άκλιτες λέξεις που δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως άλλο μέρος του λόγου.) Un seul pays, c'est-à-dire la Chine, a voté contre cette mesure. Μόνο μια χώρα, η Κίνα δηλαδή, ψήφισε κατά του μέτρου. |
δηλαδήlocution adverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Je suis désolé. C'est-à-dire que je ne le referai plus. Συγγνώμη. Με άλλα λόγια, δεν θα το ξανακάνω. |
με άλλα λόγιαadverbe (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
με άλλα λόγιαlocution conjonction (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
έτσι ακριβώςadverbe (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ευθύνη, υποχρέωση(obligation) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il est de ton devoir de t'occuper du chien. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Η προστασία των παιδιών είναι καθήκον των γονέων. |
είναι σίγουρο, είναι βέβαιο
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ce garçon est si bagarreur qu'il finira forcément en prison. Εκείνο το αγόρι είναι τόσο απερίσκεπτο. Είναι σίγουρο (or: είναι βέβαιο) ότι θα καταλήξει στη φυλακή. Το βάζο που ισορροπούσε στην άκρη του τραπεζιού έπεσε, πράγμα που ήταν βέβαιο ότι θα γίνει. |
εκνευριστικά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Ma connexion Internet est désespérément lente aujourd'hui. |
επόμενοςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ποιος έχει σειρά; |
βιασύνηnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Η σπουδή του υπουργού να επιλύσει το θέμα δημιούργησε πολλά ερωτηματικά. |
προσωποποίηση, επιτομήnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Carlos est la personnification de la bonté. |
εμείςpronom (αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) Nous ne ferions jamais cela nous-mêmes. Εμείς δεν θα το κάναμε αυτό. |
αλήθεια
(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Tu es enceinte ? Vraiment (or: Réellement) ? Είσαι έγκυος; Αλήθεια; |
αργά ή γρήγορα(καθομιλουμένη: κτ θα γίνει) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Tu avais laissé ton portefeuille sur la table alors, forcément, on te l'a volé. Άφησες το πορτοφόλι σου στο τραπέζι· ήταν σίγουρο ότι κάποιος θα το έκλεβε. |
αξιοπρόσεκτα, αξιοσημείωτα(soutenu) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
έτσι έχουν τα πράγματα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Tu peux penser que ce n'est pas juste de ne pas avoir eu le poste, mais c'est comme ça. |
δεν κάνει καμία διαφορά
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Je peux soit aller à la fête, soit rester à la maison. Ça m'est égal. |
είναι απαραίτητο
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Je pourrais acheter mes billets à l'avance mais je ne crois pas que ce soit nécessaire. |
είναι ασύλληπτο, δεν το χωράει νους μου(καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) C'est inconcevable qu'il rate ses examens après tout ce qu'il a investi en travail. |
τυχερός(κατάσταση) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Είναι τυχερό που έχει και άλλους συγγενείς και τη βοηθούν. |
περίπου
Adriana a une amie, enfin, si on veut, qu'elle ne voit que quand ses autres amies sont occupées. Η Αντριάνα έχει μια φίλη, ή περίπου φίλη, με την οποία βρίσκεται όταν οι άλλοι φίλοι της είναι απασχολημένοι. |
πάνω-κάτω ίδιος(chose) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
ομολογουμένως
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Il est vrai que je t'ai caché des choses. |
σίγουρα, οπωσδήποτε(populaire) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
δηλαδή
|
δηλαδήlocution adverbiale (σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.) |
όπως έχουν τα πράγματα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Όπως έχουν τα πράγματα, θα είμαστε τυχεροί αν φτάσουμε πριν σκοτεινιάσει! |
σε αντιπαράθεση
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
επομένως, συνεπώς
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Elle est toujours très drôle aux soirées. C'est pourquoi je regrette son absence ce soir. |
επομένως
(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.) |
το λιγότερο, τουλάχιστον
(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Ces commentaires étaient déplacés, c'est le moins que l'on puisse dire. Ήταν τουλάχιστον λίγο ξαφνιασμένος. |
αν ναι
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Πας για ψώνια; Αν ναι, μπορώ να έρθω μαζί σου; |
αν σου λέει κάτι, αν έχει καμιά σημασία
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ça vaut ce que ça vaut, mais cette voiture me semble trop puissante pour toi. |
δηλαδήadverbe (μόριο: Βοηθούν στον σχηματισμό της υποτακτικής και των μελλοντικών χρόνων, π.χ.να ήμουν πάλι παιδί, θα παντρευτώ, ή πρόκειται για άκλιτες λέξεις που δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως άλλο μέρος του λόγου.) |
δυστυχώς(en début de phrase) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
δεδομένης της κατάστασηςconjonction (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il ne s'est pas présenté devant le juge, c'est la raison pour laquelle sa demande de caution a été rejetée. |
χαλαρός(άτομο) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
Είναι αρκετή απόσταση
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
είναι δεδομένο
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Tous les tickets vont être vendus dans la journée : c'est une évidence ! |
είναι παιχνιδάκι
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) C'est tellement facile à faire, c'est un jeu d'enfant, vraiment. |
και πολύ άργησε(familier) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) On dirait que le printemps est enfin arrivé et c'est pas trop tôt ! |
δεν είναι τίποτα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) - Quel est le problème ? - Oh, ce n'est rien. |
τώρα ή ποτέ, ή τώρα ή ποτέ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
όλα γίνονται για καλό
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) J'ai perdu mon boulot, mais c'est mieux ainsi parce que maintenant, je peux monter une entreprise, comme je le voulais. |
Είναι όλα στο μυαλό, Είναι της φαντασίας μου
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Certaines personnes estiment avoir été guéries par des guérisseurs, mais c'est psychologique. |
είναι παιχνιδάκι(καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
δεν είναι εύκολο(plus familier) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) De nos jours, c'est dur de rencontrer l'âme sœur. |
ευαγγέλιο(μεταφορικά: αδιαμφισβήτητος) (ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.) |
δεν πειράζει(familier) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Le concert est complet ? C'est pas grave, on n'a qu'à aller au cinéma. Δεν υπάρχουν εισιτήρια για τη συναυλία; Δεν πειράζει. Θα πάμε στο σινεμά. |
ναι μεν, αλλά
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Tout cela est très intéressant, mais cela n'explique toujours pas pourquoi tu n'as pas fini le travail. |
ναι μεν, αλλά(familier) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
Ο καλός ο φίλος στην ανάγκη φαίνεται.
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Quand j'ai été malade, tu t'es montré à la hauteur de l'adage : "C'est dans le besoin que l'on reconnaît ses amis." |
Άντε πάλι!
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
Έτσι είναι η ζωή.
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
Χαρά μου!
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) - Merci de nous avoir cuisiné un si bon repas. - Tout le plaisir est pour moi. «Σ' ευχαριστούμε που μας ετοίμασες ένα τόσο υπέροχο δείπνο!».«Χαρά μου!» |
Το αίμα νερό δεν γίνεται.(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Neil soutiendra toujours la position de son frère sur ce sujet parce que la famille, c'est sacré. |
Τι παίζει;, Τι τρέχει;(μεταφορικά, καθομ) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Δεν δουλεύει καθόλου και τώρα ορίστηκε διευθύντριά μας. Πώς έγινε αυτό; |
τόσο το καλύτερο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
εν συντομία
Tout ça pour dire que je suis enceinte. |
είναι νωρίς, είναι νωρίς ακόμα
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
το θετικό του πράγματος είναι πως...
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
Ήρθε η ώρα, Έφτασε η ώρα
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
δεν υπάρχει λόγος να
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
για αυτό και
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
έτσι έχουν τα πράγματα
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
σώπα, τι μου λες, τι μας λεςinterjection (ironique) (ειρωνικό) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) |
δεν πειράζει
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) - Je n'ai pas eu le temps d'appeler Peter. - C'est pas grave. Je le verrai probablement ce soir de toute façon. |
μπράβοinterjection (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Tu as déjà perdu 5 kg ! C'est bien ! |
δεν πειράζει
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) – Le repas est raté ! – Ce n'est pas grave. On va prendre à emporter. «Το δείπνο καταστράφηκε!» «Δεν πειράζει. Θα πάρουμε απέξω.» |
με τίποτα(familier, jeune) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Θέλεις να έρθω μαζί σου στην ντίσκο; Με την καμία! Μισώ τον χορό! |
αυτό είναι άλλη ιστορίαinterjection (familier) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Chanter de la pop est plutôt facile, mais chanter de l'opéra, c'est une autre paire de manches ! |
αυτό είναιinterjection (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) C'est ça ! Cette pièce va au centre du puzzle. Αυτό είναι! Αυτό το κομμάτι είναι το κέντρο του παζλ. |
έτσι είναι η ζωήinterjection (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) J'ai raté le dernier train. Eh bien, c'est la vie ! |
πάει και τελείωσε
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Tu n'épouseras pas ce garçon, point final ! Tu n'iras pas à la fête, point final ! |
αυτό είναιinterjection (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) C'est exactement ce qu'il fallait ! Maintenant, tu es assurée de gagner le concours de science. |
ο χρόνος είναι χρήμαinterjection (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Dépêchez-vous un peu, les gars ! Le temps, c'est de l'argent ! |
Τι στο διάολο;, Τι στο διάβολο;interjection (familier) (καθομιλουμένη, προσβλητικό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
να είσαι σίγουρος
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Αυτό ξαναπέστο!(familier) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) - Ce nouveau gadget est génial. - Tu l'as dit ! |
όπως και να 'χει, ακόμα κι έτσι
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
έγινεinterjection (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Vous voulez le rapport avant ce soir : c'est comme si c'était fait ! |
ξεκόλλα(αργκό) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) D'accord, il t'a larguée. Passe à autre chose ! Il y a plein d'autres hommes mieux que lui de toute façon. Σε άφησε λοιπόν. Ξέχνα το. Έτσι κι αλλιώς υπάρχουν πολλοί καλύτεροι άντρες. |
δεν έχει σημασία, δεν πειράζει
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Δεν έχει σημασία τι λες. Θα κάνω αυτό που θέλω. |
παιχνιδάκι(familier) (καθομιλουμένη, μτφ) (ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.) Je pense que ce problème d'arithmétique n'est pas difficile. C'est du gâteau ! Δε νομίζω πως αυτό το πρόβλημα στα μαθηματικά είναι δύσκολο. Είναι παιχνιδάκι! |
σίγουρα, βεβαίως, βέβαιαinterjection (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Cette opération va soulager votre douleur à l'abdomen, ça c'est sûr ! |
έτσι είναι η ζωή, έτσι έχουν τα πράγματαinterjection (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Je n'ai pas été pris pour le boulot, c'est comme ça ! Δεν πήρα τη δουλειά αλλά έτσι είναι η ζωή. Ξέρω ότι δεν είναι δίκαιο αλλά έτσι είναι η ζωή. |
ακριβώς αυτό, ακριβώς έτσι
(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) |
αυτό χρειάζεται
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) De l'aspirine ? Voilà ce qu'il faut pour une vilaine migraine. Πάρε μια ασπιρίνη - αυτό χρειάζεται για τον πονοκέφαλο. |
ακριβώς, σωστάinterjection (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) C'est vrai, il est venu ici hier soir. |
ακριβώς αυτό, ακριβώς έτσι
(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) C'est ce que Rodolphe avait en tête. |
δεν υπάρχει αμφιβολία
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) C'est un homme malfaisant, cela ne fait aucun doute (or: il n'y a pas de doute là-dessus). |
τι κρίμαinterjection (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Ah, c'est trop bête ! Je ne peux pas partir à cette soirée parce que j'ai un mauvais rhume. |
κοιμήσου, κοιμήσου όρθιος
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) "Je serai millionnaire un jour", dit Kate. "Tu rêves", lui répliqua Sarah ! |
locution verbale (cela est) C'est une phrase d'exemple. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του c'est στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του c'est
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.