Τι σημαίνει το buttato στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης buttato στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του buttato στο Ιταλικό.

Η λέξη buttato στο Ιταλικό σημαίνει πετάω, πετώ, ξεφορτώνομαι, πετάω, πετάω, πετώ, πετάω, πετώ, ρίχνω, ρίχνω, ρίχνω, πετάω, πετάω, πετάω, πετώ, αφήνω, πετάω, πετώ, αφήνω κτ με γδούπο, ρίχνω, πετάω, ρίχνω, πετάω, πετώ, πετάω, ξεφορτώνομαι, σπαταλώ, σκορπάω, χαλώ, χαραμίζω, πετάω, διαλυμένος, αδυνατίζω, χάνω βάρος, σπαταλώ, κατεβάζω ιδέες, ξεγραμμένος, τελειωμένος, γράφω πρόχειρα, γράφω βιαστικά, σπαταλώ, ξοδεύω, πετάω, σαράβαλο, βγάζω, φτιάχνω ένα προσχέδιο, λεφτά για πέταμα, πετάω, ρίχνω μια ματιά, βλέπω, βγάζω κτ από μέσα μου, έχω λεφτά για πέταμα, πετάω, πετώ, αποθαρρύνω, παίζω άσχημα, παίζω κακά, πετώ, πετάω, ξεφορτώνομαι, σημειώνω, πετάω, πετώ, διώχνω, κάνω έξωση, ρίχνω κάτω, σπαταλαώ, χαραμίζω, αποβάλλω, κατεδαφίζω, κατεδαφίζω, συντρίβω, ξεπετάω, κατεβάζω, πετάω, ξεφορτώνομαι, πετώ, διώχνω, πίνω γρήγορα, αναγκάζω να φύγει, διώχνω, ξοδεύω, σπαταλώ, σπαταλώ, ξοδεύω, πετάω, εκχύνω, ρίχνω κπ κάτω, φτιάχνω κτ στα γρήγορα, ρίχνω, γράφω βιαστικά, διώχνω, καταχωρώ, καταγράφω, κατεβάζω, κάνω έξωση, διώχνω κπ από κάπου, βγάζω κπ από κάπου, σπρώχνω έξω, απωθώ, αποκλείω, αποκλείω, εξαιρώ, δεν επιτρέπω την συμμετοχή, πετάω έξω, διώχνω, λέω, ξεστομίζω, ρίχνω, γκρεμίζω, ρίχνω, φθείρομαι, ρίχνω, ξεπετάω, ξεπετώ, φτιάχνω ένα προσχέδιο, -, ρίχνω κπ/κτ έξω από κτ, πετάω κπ/κτ έξω από κτ, ρίχνω ξανά την πετονιά, πίνω, ισοπεδώνω, πετάω στα σκουπίδια, πετάω, πετώ, πετάω, πετώ, κανονίζω, διώχνω, πασαλείβω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης buttato

πετάω, πετώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ξεφορτώνομαι

verbo transitivo o transitivo pronominale (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il mio zaino era troppo pesante, così ho buttato delle provviste.
Το σακίδιό μου ήταν πολύ βαρύ, έτσι ξεφορτώθηκα κάποιες προμήθειες.

πετάω

(κυριολεκτικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
È proibito buttare oggetti dai finestrini.

πετάω, πετώ

verbo transitivo o transitivo pronominale (rifiuti) (στα σκουπίδια)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Angela ha gettato il vecchio frigo quando ne ha preso uno nuovo.
Η Άντζελα πέταξε το παλιό της ψυγείο όταν πήρε καινούριο.

πετάω, πετώ, ρίχνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Butta quelle scartoffie sulla mia scrivania.

ρίχνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (figurato, informale) (μτφ, καθομ: ιδέα σε κπ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Butto lì l'idea al capo e ti poi faccio sapere.

ρίχνω, πετάω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
sbrigati a lanciare la palla!
Βιάσου και ρίξε την μπάλα!

πετάω

verbo transitivo o transitivo pronominale (informale: posare alla svelta)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ha buttato le chiavi sulla scrivania ed è crollato esausto sulla sedia.

πετάω, πετώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Se fossi in te butterei via quelle vecchie scarpe: cominciano a puzzare.
Αν ήμουν εσύ, θα πετούσα αυτά τα παλιά παπούτσια. Αρχίζουν να μυρίζουν.

αφήνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (informale: mettere, lasciare)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
È arrivata la posta; ti butto la tua sul tavolo per dopo.

πετάω, πετώ

(στα σκουπίδια)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Pensi che questo latte sia ancora buono? No, faresti meglio a buttarlo via.
Πιστεύεις ότι αυτό το γάλα είναι ακόμη καλό; Όχι, καλύτερα να το πετάξεις.

αφήνω κτ με γδούπο

verbo transitivo o transitivo pronominale (informale: posare alla svelta)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ha mollato la spesa sul tavolo della cucina e se n'è andato di sopra senza dire una parola.

ρίχνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
È stato gettato a terra quando l'altro sciatore lo ha urtato.

πετάω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Vincent ha buttato via la sua vecchia bici e ne ha presa una nuova.

ρίχνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La burrasca lo scagliò a terra.

πετάω, πετώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πετάω, ξεφορτώνομαι

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ho dovuto buttare via molti libri vecchi che nessuno voleva.
Αναγκάστηκα να πετάξω πολλά παλιά βιβλία που δεν τα ήθελε κανείς.

σπαταλώ, σκορπάω, χαλώ, χαραμίζω, πετάω

verbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sarebbe un peccato buttare via il tuo talento non facendone niente.
Θα ήταν κρίμα να χαραμίσεις το ταλέντο σου με το να μην το αξιοποιήσεις.

διαλυμένος

aggettivo (da buttare)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Le mie gomme sono andate: dovrò procurarmene di nuove.

αδυνατίζω, χάνω βάρος

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σπαταλώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κατεβάζω ιδέες

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ξεγραμμένος, τελειωμένος

sostantivo maschile (informale, figurato) (μεταφορικά)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

γράφω πρόχειρα, γράφω βιαστικά

Ha scarabocchiato un bigliettino e me l'ha passato.
Έγραψε πρόχειρα μια σημείωση και μου την έδωσε.

σπαταλώ, ξοδεύω

(tempo) (χρόνο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Non sprecare il tuo tempo prezioso e fai qualcosa di produttivo.

πετάω

(καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Non mi piace il modo in cui ha abbozzato delle scuse.
Δεν μου άρεσε ο τρόπος που πέταξε μια γρήγορη συγγνώμη.

σαράβαλο

sostantivo maschile (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

βγάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Se vuoi vivere più a lungo, elimina lo stress dalla tua vita.
Αν θέλεις να ζήσεις περισσότερο, βγάλε το άγχος από τη ζωή σου.

φτιάχνω ένα προσχέδιο

(fare una bozza)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Vediamo se riesco ad abbozzare qualcosa per te.

λεφτά για πέταμα

(figurato, spregiativo: sprecato)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Gli arnesi da cucina costosi sono roba per chi ha soldi da spendere.

πετάω

verbo intransitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Devi buttare via quei pantaloni visto che non li usi mai.
Πρέπει να πετάξεις αυτό το παντελόνι, δεν το φοράς πια.

ρίχνω μια ματιά

(σε κτ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Poco prima che arrivassero gli ospiti, ha dato un'occhiata alla tavola per essere sicura che fosse tutto a posto.

βλέπω

verbo transitivo o transitivo pronominale (figurato, informale: guardare)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

βγάζω κτ από μέσα μου

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

έχω λεφτά για πέταμα

verbo transitivo o transitivo pronominale (figurato: ricchezza) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πετάω, πετώ

(στα σκουπίδια)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Πετάξαμε κάποια παλιά ρούχα.

αποθαρρύνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

παίζω άσχημα, παίζω κακά

(sport) (σε σπορ)

πετώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πετάω, ξεφορτώνομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Dopo il funerale, avevamo un sacco di roba di cui disfarci.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Μετά την κηδεία έχουμε να πετάξουμε ένα κάρο πράγματα από το σπίτι.

σημειώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Θα σημειώσω στα γρήγορα τη διεύθυνση.

πετάω, πετώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Kate ha deciso che era ora di buttare via le sue vecchie scarpe da corsa e di comprarne di nuove.
Η Κέιτ αποφάσισε ότι ήταν καιρός να πετάξει τα παλιά της αθλητικά παπούτσια και να πάρει καινούρια.

διώχνω, κάνω έξωση

verbo transitivo o transitivo pronominale (informale)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Se continui a comportarti da scemo, prima o poi il direttore dell'albergo ti butta fuori.

ρίχνω κάτω

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il grosso cane era così eccitato che è corso verso il ragazzino e l'ha buttato per terra.

σπαταλαώ, χαραμίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Non puoi continuare a sprecare il tuo tempo e sperare di concludere qualcosa.

αποβάλλω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'insegnante mi ha buttato fuori dalla lezione perché mi sono rifiutato di spegnere il mio iPod.
Ο δάσκαλος με έβγαλε έξω γιατί αρνήθηκα να κλείσω το iPod μου.

κατεδαφίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il vecchio palazzo degli uffici è stato buttato giù per far posto a un nuovo centro commerciale.
Το παλιό κτίριο γραφείων κατεδαφίστηκε ώστε να δημιουργηθεί χώρος για ένα νέο εμπορικό κέντρο.

κατεδαφίζω, συντρίβω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Prima di costruire il locale aggiuntivo della casa, hanno dovuto buttare giù il muro della cucina.

ξεπετάω

verbo transitivo o transitivo pronominale (informale) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mentre aspettavo che si preparasse buttai giù un tema sulla politica.
Ξεπέταξα μια εργασία για την πολιτική καθώς την περίμενα να ετοιμαστεί.

κατεβάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (informale: idee) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Gli scienziati si sono riuniti per buttare giù qualche idea.

πετάω, ξεφορτώνομαι

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πετώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ho fatto un repulisti delle mie cose e ho buttato via ciò che non mi serviva più.

διώχνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le lamentele della moglie hanno fatto andare il marito via di casa.

πίνω γρήγορα

verbo transitivo o transitivo pronominale (informale: inghiottire)

So che la medicina è cattiva, ma buttala giù e poi ti do un dolcetto.

αναγκάζω να φύγει

verbo transitivo o transitivo pronominale (από κάπου)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

διώχνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ξοδεύω, σπαταλώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σπαταλώ, ξοδεύω

(denaro) (χρήματα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Max non fa altro che sperperare i suoi soldi in cose frivole.

πετάω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Dovresti buttare via quell'orrenda macchina vecchia.

εκχύνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (colloquiale)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ρίχνω κπ κάτω

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

φτιάχνω κτ στα γρήγορα

(di disegno, testo, ecc.)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ρίχνω

verbo intransitivo (μεταφορικά: ψυχολογικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Se continui a criticare Michael lo butti solo giù di morale.
Αν συνεχίσεις να κατακρίνεις τον Μίχαελ, θα τον ρίξεις.

γράφω βιαστικά

verbo transitivo o transitivo pronominale (colloquiale: scrivere di fretta)

Se rimandi i compiti fino all'ultimo e poi butti giù il tema in mezz'ora, poi non lamentarti se prendi brutti voti.

διώχνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (informale: congedare)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La polizia ha buttato fuori gli squatter.
Η αστυνομία έδιωξε τους καταληψίες.

καταχωρώ, καταγράφω

verbo transitivo o transitivo pronominale (figurato: pensieri, frasi)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Se butti giù i tuoi pensieri su carta, poi le cose appariranno più chiare.
Το να καταγράψεις πρώτα τις σκέψεις σου σε χαρτί θα σε βοηθήσει να σκεφτείς τα πράγματα πιο καθαρά.

κατεβάζω

(informale, bevande) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ho seccato un whisky e ne ho ordinato subito un altro.

κάνω έξωση

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mia madre mi ha buttato fuori di casa.

διώχνω κπ από κάπου, βγάζω κπ από κάπου

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σπρώχνω έξω, απωθώ, αποκλείω

verbo transitivo o transitivo pronominale (figurato: licenziare)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il partito fece fronte comune contro la ribelle e la cacciò.

αποκλείω, εξαιρώ, δεν επιτρέπω την συμμετοχή

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il suo gruppo l'ha estromessa quando ha fatto una gaffe enorme.
Η κλίκα της την απέκλεισε όταν έκανε μια σημαντική, κοινωνική, άστοχη ενέργεια.

πετάω έξω

verbo transitivo o transitivo pronominale (figurato, informale: cacciare) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I genitori di Alan lo hanno buttato fuori quando si è rifiutato di pagare l'affitto.
Οι γονείς του Άλαν τον έδιωξαν, όταν αυτός αρνήθηκε να πληρώσει το ενοίκιο.

διώχνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (figurato: licenziare)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Quando è subentrato il nuovo capo mio nonno è stato rimosso dal suo incarico.
Ο παππούς μου αποπέμφθηκε από τη δουλειά του, όταν ανέλαβε τα καθήκοντά του το καινούργιο αφεντικό.

λέω, ξεστομίζω

(informale, figurato: dire) (λόγια)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Anna cacciò un urlo quando il gatto le saltò addosso così dal nulla.

ρίχνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (informale: suggerire) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Butto lì un suggerimento: e se Liz imparasse a guidare?
Μια ιδέα ρίχνω: τι θα έλεγες να μάθαινε η Λιζ να οδηγεί;

γκρεμίζω, ρίχνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La polizia ha buttato giù la porta durante il blitz nella casa.
Η αστυνομία έριξε την πόρτα όταν έκανε έφοδο στο σπίτι.

φθείρομαι

(figurato) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Era un grande atleta, ma ora è da buttare.
Ήταν ένας κορυφαίος αθλητής, αλλά τώρα έχει φθαρεί εντελώς.

ρίχνω

(καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Doris ha ammesso che la vita la stava demoralizzando.
Η Ντόρις παραδέχτηκε ότι η ζωή την έκανε να χάσει τις ελπίδες της.

ξεπετάω, ξεπετώ

verbo transitivo o transitivo pronominale (informale: scrivere) (αργκό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ben ha buttato giù il tema velocemente.
Ο Μπεν ξεπέταξε την εργασία.

φτιάχνω ένα προσχέδιο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Fammi abbozzare una lettera e te la mostrerò prima di mandarla.
Άσε με να συντάξω ένα προσχέδιο της επιστολής και θα σου το δείξω πριν το στείλω.

-

(informale: scrivere) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
L'hai già buttato giù?
Το σημείωσες ή όχι ακόμα;

ρίχνω κπ/κτ έξω από κτ, πετάω κπ/κτ έξω από κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I passeggeri del treno non devono gettare immondizia fuori dal finestrino.

ρίχνω ξανά την πετονιά

verbo transitivo o transitivo pronominale (pesca)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πίνω

(colloquiale: bere)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ha tracannato la sua birra e se n'è andato

ισοπεδώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mentre scendevo lungo il pendio, un altro sciatore mi ha colpito da dietro buttandomi a terra.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Ο σκιέρ ισοπεδώθηκε όταν χτυπήθηκε από έναν άλλον σκιέρ.

πετάω στα σκουπίδια

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Helen buttò via le vecchie scarpe da ginnastica perché avevano dei buchi.

πετάω, πετώ

(στα σκουπίδια)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La maglietta sembrava malconcia, quindi Amanda la buttò via.

πετάω, πετώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Odio quel vaso orrendo; penso che dovremmo buttarlo via.

κανονίζω

(figurato: programma, data)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Prima di acquistare i materiali, stabiliamo un programma di lavoro.

διώχνω

(κπ από κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πασαλείβω

(informale) (κάτι με κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Harriet ha buttato lì un po' di vernice sul muro.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του buttato στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.