Τι σημαίνει το brigar στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης brigar στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του brigar στο πορτογαλικά.

Η λέξη brigar στο πορτογαλικά σημαίνει τσακώνομαι, καβγαδίζω, παλεύω, παλεύω, αποκρούω, απομακρύνω, τσακώνομαι, καβγαδίζω, παλεύω, μαλώνω για κτ, τσακώνομαι για κτ, καβγαδίζω για κτ, νικάω, κερδίζω, παλεύω με κτ, διαφωνώ, βρίσκομαι σε διαμάχη, τσακώνομαι, καβγαδίζω, διαφωνώ, τσακώνομαι, μαλώνω, διαφωνώ, έρχομαι σε ρήξη, μαλώνω, έχω βεντέτα, έχω διαμάχη, μαλώνω για κτ, καβγαδίζω για κτ, τσακώνομαι για κτ, μαλώνω με κπ, καβγαδίζω με κπ, τσακώνομαι με κπ, έχω διαμάχη για κάτι, μαλώνω, καβγαδίζω, το παλεύω, κονταροχτυπιέμαι, μαλώνω με κπ, καβγαδίζω με κπ, τσακώνομαι με κπ, τσακώνομαι, μαλώνω, λογομαχώ, διαπληκτίζομαι, παλεύω, τσακώνομαι, συμπλέκομαι, παλεύω, διαλύω αρραβώνα, πιάνομαι στα χέρια με κπ, έρχομαι στα χέρια με κπ, τσακώνομαι σαν τον σκύλο με τη γάτα, πολεμώ κατά, μάχομαι κατά, αγωνίζομαι κατά, έρχομαι σε ρήξη, διαπληκτίζομαι, καυγαδίζω, μαλώνω, τσακώνομαι, επιπλήττω, τσακώνομαι με κπ, μαλώνω με κπ, διαφωνώ για μικροπράγματα, καυγαδίζω με κπ, τσακώνομαι με κπ, πολεμώ κατά, μάχομαι κατά, αγωνίζομαι κατά, τσακώνομαι για κτ, μαλώνω για κτ, παλεύω, διεκδικώ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης brigar

τσακώνομαι, καβγαδίζω

(με κάποιον)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ela está sempre brigando com o vizinho por causa do barulho.
Διαπληκτίζεται διαρκώς με τον γείτονά της για τον θόρυβο.

παλεύω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele teve de lutar com o atacante com um bastão.
Χρειάστηκε να απωθήσει τον επιτιθέμενο με ένα ξύλο.

παλεύω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Os dois lutaram de faca por dez minutos.
Οι δυο τους πάλεψαν με μαχαίρια για δέκα λεπτά.

αποκρούω, απομακρύνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A mulher de 26 anos brigou com os agressores com muitos chutes e socos.
Η 26χρονη γυναίκα απέκρουσε γενναία τους επιτιθέμενους με αρκετές κλωτσιές και μπουνιές.

τσακώνομαι, καβγαδίζω

(καθομιλουμένη: θορυβώδης διαμάχη)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Torcedores de equipes opostas brigaram depois de jogo.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Οι διαδηλωτές συνεπλάκησαν με τους αστυνομικούς.

παλεύω

(BRA, figurado) (μεταφορικά: με κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Estamos brigando com um déficit orçamentário bem catastrófico. Paul brigou com sua consciência após ter roubado o carro.
Παλεύουμε με ένα αρκετά καταστροφικό έλλειμμα στον προϋπολογισμό.

μαλώνω για κτ, τσακώνομαι για κτ, καβγαδίζω για κτ

νικάω, κερδίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Dannii brigou na competição para ganhar o prêmio.
Ο Ντάνι υπερίσχυσε των ανταγωνιστών του και κέρδισε το βραβείο.

παλεύω με κτ

locução verbal (figurado, ter dificuldade) (μεταφορικά)

Ele ainda está brigando com os verbos irregulares em francês.
Ακόμη παλεύει με τα ανώμαλα ρήματα της γαλλικής.

διαφωνώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
As duas eram grandes amigas, mas brigaram por gostos musicais.
Οι δυο τους ήταν καλοί φίλοι, αλλά διαφωνούσαν στις μουσικές τους προτιμήσεις.

βρίσκομαι σε διαμάχη

(BRA)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Os sindicatos e a administração têm brigado sobre o pagamento por muitos meses.
Τα εργατικά συνδικάτα και η διοίκηση βρίσκονται σε διαμάχη σχετικά με τους μισθούς εδώ και πολλούς μήνες.

τσακώνομαι, καβγαδίζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
O professor pegou Neil e Tim brigando.

διαφωνώ

verbo transitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

τσακώνομαι, μαλώνω, διαφωνώ, έρχομαι σε ρήξη

(amigos)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Eles brigaram e não estão mais falando um com o outro.
Τσακώθηκαν και δεν μιλιούνται πλέον.

μαλώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

έχω βεντέτα, έχω διαμάχη

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
As duas tribos estavam constantemente brigando.
Οι δυο φυλές ήταν συνεχώς στα μαχαίρια.

μαλώνω για κτ, καβγαδίζω για κτ, τσακώνομαι για κτ

μαλώνω με κπ, καβγαδίζω με κπ, τσακώνομαι με κπ

έχω διαμάχη για κάτι

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

μαλώνω, καβγαδίζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

το παλεύω

(competir fortemente por) (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κονταροχτυπιέμαι

(μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

μαλώνω με κπ, καβγαδίζω με κπ, τσακώνομαι με κπ

τσακώνομαι, μαλώνω

(ter um argumento)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Eles discutiram para ver quem iria primeiro.

λογομαχώ, διαπληκτίζομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Até mesmo os recém-casados às vezes discutem.
Ακόμα και οι νιόπαντροι λογοφέρνουν καμιά φορά.

παλεύω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ele e o irmão dele estavam brigando no chão lamacento.
Με τον αδελφό του πάλευαν πάνω στο λασπωμένο χώμα.

τσακώνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
As meninas lutaram (or: brigaram) até que um professor as separasse.

συμπλέκομαι, παλεύω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

διαλύω αρραβώνα

(namoro, noivado)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πιάνομαι στα χέρια με κπ, έρχομαι στα χέρια με κπ

verbo transitivo (fisicamente)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τσακώνομαι σαν τον σκύλο με τη γάτα

expressão

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Aqueles três garotos brigavam como cão e gato.

πολεμώ κατά, μάχομαι κατά, αγωνίζομαι κατά

(μεταφορικά: με γενική)

Ele lutou (or: batalhou) em vão contra o fechamento das fábricas.

έρχομαι σε ρήξη

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Se você não parar de fofocar, todos os seus amigos vão brigar com você.
Αν δεν σταματήσεις το κουτσομπολιό, όλοι σου οι φίλοι θα έρθουν σε ρήξη μαζί σου.

διαπληκτίζομαι, καυγαδίζω, μαλώνω, τσακώνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Τα χρήματα τους έλειπαν πάντα και έτσι το ζευγάρι καβγάδιζε συνεχώς για τους λογαριασμούς.

επιπλήττω

(BRA, informal) (επαναφέρω στην τάξη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A velha senhora deu bronca no jovem por ele furar fila.
Η ηλικιωμένη γυναίκα επέπληξε τον νεαρό γιατί χώθηκε μπροστά στην ουρά.

τσακώνομαι με κπ, μαλώνω με κπ

verbo transitivo (discutir)

διαφωνώ για μικροπράγματα

expressão verbal

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

καυγαδίζω με κπ, τσακώνομαι με κπ

verbo transitivo (discutir)

πολεμώ κατά, μάχομαι κατά, αγωνίζομαι κατά

(μεταφορικά: με γενική)

τσακώνομαι για κτ, μαλώνω για κτ

expressão verbal (με κπ)

παλεύω

(figurado) (μεταφορικά: με κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Jack lutou com a garrafa de suco por vários minutos, mas a tampa não saía.
Ο Τζακ πάλευε για αρκετά λεπτά με το μπουκάλι του χυμού αλλά το καπάκι δεν έλεγε να βγει.

διεκδικώ

expressão verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του brigar στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.