Τι σημαίνει το bizzarro στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης bizzarro στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του bizzarro στο Ιταλικό.
Η λέξη bizzarro στο Ιταλικό σημαίνει περίεργος, παράξενος, αλλόκοτος, αλλόκοτος, παράξενος, αλλόκοτος, παράδοξος, φανταστικός, πλασματικός, φάνκι, funky, παράξενος, περίεργος, αλλόκοτος, εκκεντρικός, ιδιαίτερος, διαφορετικός, ξεκαρδιστικός, κωμικός, αστείος, χαζός, τρελός, ανισόρροπος, τρελός, εκκεντρικός, ιδιόρυθμος, ασταθής, περίεργος, παράξενος, ιδιόρρυθμος, ιδιαίτερος, τρελός, παλαβός, ευφάνταστος, τερατώδης, αλλόκοτος, παράξενος, παράξενος, περίεργος, αλλόκοτος, τρελός, ακραίος, υπερβολικός, εξωφρενικός, παράλογος, αλλόκοτος, παράξενος, μυστήριος, εξωφρενικός, ασυνήθιστος, εκκεντρικός, περίεργος, παράξενος, αλλόκοτος, περίεργος, παράξενος, τρελός, παράξενος, απαίσιος, περίεργος, ιδιαίτερος, ιδιόρρυθμος τύπος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης bizzarro
περίεργος, παράξενος, αλλόκοτοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Di dessert c'era un piatto bizzarro (or: curioso) a base di pesce. Το επιδόρπιο ήταν ένα περίεργο πιάτο που είχε και ψάρι ανάμεσα στα συστατικά. |
αλλόκοτος, παράξενοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Mi sono vergognato quando mio figlio è arrivato in chiesa con degli abiti bizzarri. |
αλλόκοτος, παράδοξοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Un gatto a tre zampe? Che strano! Μια γάτα με τρία πόδια; Αυτό είναι αλλόκοτο (or: παράδοξο)! |
φανταστικός, πλασματικόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Sono stufo delle storie stravaganti di Marvin; non credo a una singola cosa di quello che dice. |
φάνκι, funky(μοντέρνο, χρωματιστό) (άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Kelsey aveva uno stile bizzarro. |
παράξενος, περίεργος, αλλόκοτος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Quel ragazzo era un po' strano: continuava a chiedere l'ora. Αυτός ο τύπος ήταν πολύ παράξενος. Ρωτούσε συνέχεια την ώρα. |
εκκεντρικός, ιδιαίτερος, διαφορετικόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) A Laura piacevano le mode eccentriche ed era sempre alla ricerca delle ultime novità. |
ξεκαρδιστικόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Richard dice delle cose divertentissime: è proprio originale! |
κωμικός, αστείος, χαζόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
τρελός(μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il film racconta le folli avventure di due adolescenti. |
ανισόρροπος, τρελός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
εκκεντρικός, ιδιόρυθμος(colloquiale: strano) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Quel tizio, Howard Hughes è proprio fuori! |
ασταθής
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La sua inaffidabile capacità di giudizio lo renderebbe un pessimo direttore. |
περίεργος, παράξενος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Uno dei pasticcini aveva una forma strana. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Ήταν πολύ ασυνήθιστη η συμπεριφορά του σήμερα. |
ιδιόρρυθμος, ιδιαίτερος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Tasmin mi piace perché è particolare: fa sempre cose strane. Συμπαθώ την Τάμσιν επειδή είναι ιδιόρρυθμη - κάνει πάντοτε παράξενα πράγματα. |
τρελός, παλαβός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Mi è successo qualcosa di stravagante oggi venendo al lavoro. |
ευφάνταστος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Τα ποιήματα του Έντουαρντ Λίαρ είναι υπερβολικά ευφάνταστα για τα γούστα μου. |
τερατώδης, αλλόκοτος, παράξενος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La voglia sulla gamba di Betty ha un colore strano. |
παράξενος, περίεργος, αλλόκοτος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Toby fa sempre cose strane: è molto bizzarro. Ο Τόμπυ πάντα κάνει περίεργα πράγματα. Είναι πολύ ιδιόρρυθμος. |
τρελόςaggettivo (persona, idea) (καθομιλουμένη) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Da dove ti è venuta l'idea balzana che ce lo possiamo permettere? Πώς σου ήρθε η τρελή ιδέα πως μας παίρνει οικονομικά; |
ακραίος, υπερβολικός, εξωφρενικός, παράλογος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Non prenderlo alla lettera, fa sempre affermazioni stravaganti. |
αλλόκοτος, παράξενος, μυστήριος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Si occupa di qualche strano affare con macchine usate. Ασχολείται με μια παράξενη δουλειά με μεταχειρισμένα αμάξια. |
εξωφρενικόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Alison si mette i vestiti più bizzarri. Η Άλισον φορά τα πιο εξωφρενικά ρούχα. |
ασυνήθιστος, εκκεντρικόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Keith ha proposto delle idee assurde durante la sessione di brainstorming. |
περίεργος, παράξενος, αλλόκοτοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Le opere d'arte sono affascinanti, ma l'esposizione è strana. Τα έργα τέχνης είναι εξαιρετικά, αλλά η έκθεσή τους είναι περίεργη. |
περίεργος, παράξενος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) C'è uno strano tipo con un costume da clown per strada. Υπάρχει ένας περίεργος άνδρας που φορά ένα κουστούμι κλόουν στο δρόμο. |
τρελός, παράξενοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Porta sempre dei vestiti colorati, stravaganti. Εκείνη πάντα φοράει κάτι παράξενα χρωματιστά ρούχα. |
απαίσιοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Soffriva di tremendi incubi bizzarri. |
περίεργος, ιδιαίτεροςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Dorothy aveva delle maniere piuttosto bizzarre e non era chiaramente abituata a stare con gente raffinata. |
ιδιόρρυθμος τύποςsostantivo maschile |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του bizzarro στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του bizzarro
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.