Τι σημαίνει το bajar στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης bajar στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του bajar στο ισπανικά.

Η λέξη bajar στο ισπανικά σημαίνει κατεβαίνω, κατεβαίνω, πέφτω, κατεβάζω, χαμηλώνω, υποχωρώ, κατεβαίνω, κατεβαίνω, κατεβαίνω, κατεβάζω ρυθμούς, κόβω ταχύτητα, πέφτω, κατεβάζω, καταστρέφω, διαλύω, συνοδεύω φαγητό με ποτό, κατεβάζω, χαμηλώνω, πέφτω, υποχωρώ, χαμηλώνω, κατεβάζω, προς τα κάτω, κατεβάζω, κατεβάζω, ρίχνω, ρίχνω, κατεβάζω, πέφτω, πέφτω, κάτω, -, μείωση τιμής εξάσκησης, μείωση τιμής άσκησης οψιόν, βαθαίνω, ρηχαίνω, μειώνω, χαμηλώνω, ρηχαίνω, που υποχωρεί, καθυστερώ, κατεβαίνω, κατέρχομαι, κατηφορίζω, είμαι κατηφορικός, κατεβάζω, αφήνω, ακουμπώ, καίω, κατεβαίνω, κατεβαίνω, πέφτω, κατεβαίνω, εκτονώνομαι, μειώνομαι, λιγοστεύω, καταπραΰνομαι, ανακουφίζομαι, μειώνω, ελαττώνω, μειώνομαι, ελαττώνομαι, φθίνω, μειώνομαι, έχω κλίση, παίρνω κλίση, κατεβαίνω, κατέρχομαι, κατηφορίζω, χαμηλώνω, ρίχνω, μειώνομαι, ελαττώνομαι, κρυώνω, κατρακυλάω, κατρακυλώ, χαλάω, ρίχνω, σβήνω, καταλαγιάζω, κατεβαίνω από κτ, βάζω κπ στη θέση του, παίρνω πίπα, κάνω τσιμπούκι, χαλαρώνω, ξεφορτώνω, υποβαθμίζω, υποβιβάζω, χάνω βάρος, ρίχνω, αδυνατίζω, επιβραδύνω, άδεια εξόδου στη στεριά, σκύβω το κεφάλι, σκύβω το κεφάλι, κατεβάζω κπ από το καλάμι του, χάνω βάρος, ανταλλάσσω βρισιές, τα χώνω, χαμηλώνω την θερμοκρασία, κλείνω, βάζω λουκέτο σε, γλιστράω, γλιστρώ, χιμώ, βουτώ, αποβιβάζομαι, κάνω ησυχία, μιλάω πιο σιγά, κόβω δαπάνες, κόβω έξοδα, πηγαίνω στην κατηφόρα, μειώνω, ελαττώνω, περιορίζω, χαμηλώνω το βλέμμα μου, κάνω ησυχία, κατεβάζω ταχύτητα, χαλαρώνω, αδυνατίζω, χάνω βάρος, ρίχνω το επίπεδο, βάζω χαμηλότερη ταχύτητα, ξεκουμπώνω, ανοίγω, κατεβαίνω, κάνω δίαιτα, επισκέπτομαι, κάνω επίσκεψη, σκοτώνω, κλείνω, διακόπτω λειτουργία, βάζω λουκέτο, μετριάζω, απαλύνω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης bajar

κατεβαίνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Sigue bajando hasta que llegues a la base de la montaña.

κατεβαίνω

(escalera, colina, etc)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Si bajas estas escaleras, llegarás al sótano.

πέφτω

verbo intransitivo (figurado) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Los precios han bajado en esta tienda.
Οι τιμές έχουν πέσει σ' αυτό το μαγαζί.

κατεβάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Robert descargó una película para verla por la noche.
Ο Ρόπμπερτ κατέβασε να δει μια ταινία εκείνο το βράδυ. Ο Χάρυ κατέβασε τα αρχεία που χρειάζονταν απ' τον εταιρικό σέρβερ.

χαμηλώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
¡Ojalá bajaras el volumen de esa música!

υποχωρώ

verbo transitivo (στάθμη νερού)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Los vecinos podrán volver cuando baje el agua.
Θα επιτραπεί στους κατοίκους να επιστρέψουν όταν το νερό υποχωρήσει.

κατεβαίνω

verbo transitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El capitán dio las instrucciones y la tripulación y bajó a su cabina.

κατεβαίνω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Sube y dile a tu hermana que baje a cenar.
Πήγαινε επάνω και πες στην αδερφή σου να κατέβει για δείπνο.

κατεβαίνω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El conductor bajó del camión para revisar las ruedas.
Ο οδηγός της νταλίκας κατέβηκε απ' την καμπίνα για να ελέγξει τα λάστιχα.

κατεβάζω ρυθμούς, κόβω ταχύτητα

(μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πέφτω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

κατεβάζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Bajó la caja del estante.
Κατέβασε το κουτί από το ράφι.

καταστρέφω, διαλύω

verbo transitivo (figurado, coloquial)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

συνοδεύω φαγητό με ποτό

verbo transitivo (coloquial)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Necesito leche para bajar las galletas.

κατεβάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Estela bajó la ventanilla del coche.

χαμηλώνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La tienda baja los precios para las rebajas.
Το μαγαζί χαμηλώνει τις τιμές για τις εκπτώσεις.

πέφτω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El precio de la gasolina volvió a bajar.
Η τιμή του πετρελαίου έπεσε περισσότερο από ποτέ.

υποχωρώ

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Un cangrejo se quedó varado en la arena a medida que la marea bajaba.
Ένα καβούρι ξέμεινε στην άμμο καθώς η παλίρροια υποχώρησε.

χαμηλώνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Por favor, ¡baja el volumen de la radio!
Χαμήλωσε τον ήχο στο ράδιο, σε παρακαλώ!

κατεβάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Una vez en el avión, bajó los reposabrazos y se ajustó el cinturón.
Στο αεροπλάνο, κατέβασε τα στηρίγματα του καθίσματος και έδεσε τη ζώνη του.

προς τα κάτω

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Bajaron la montaña.
Περπάτησαν προς τα κάτω στο βουνό.

κατεβάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Bárbara bajó las cortinas.

κατεβάζω, ρίχνω

(μεταφορικά: την τιμή)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le bajó el precio hasta los $45.
Ρίξαμε την τιμή στα 45 δολάρια.

ρίχνω, κατεβάζω

verbo transitivo (τιμή)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A este vestido le falta un botón. ¿Podías bajar un poco el precio?
Λείπει ένα κουμπί απ' αυτό το φόρεμα. Θα μπορούσατε να κάνετε δύο λίρες σκόντο;

πέφτω

(μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El nivel del agua bajará con la bajamar.
Η στάθμη των υδάτων θα πέσει την ώρα της άμπωτης.

πέφτω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Han bajado las existencias hoy.
Η μετοχή έπεσε σήμερα.

κάτω

(μεταφορικά: νότια)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Este año bajaremos a Italia para pasar las vacaciones.
Φέτος θα πάμε για διακοπές κάτω στην Ιταλία.

-

verbo intransitivo (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Los precios han bajado en las últimas semanas.
Οι τιμές έπεσαν τις τελευταίες εβδομάδες.

μείωση τιμής εξάσκησης, μείωση τιμής άσκησης οψιόν

verbo transitivo (οικονομία: δικαίωμα προαίρεσης)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

βαθαίνω

(μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El fondo marino baja a medida que te vas alejando de la costa.

ρηχαίνω

verbo intransitivo (agua)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

μειώνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Deberías bajar el nivel emocional de ese escrito.
Θα πρέπει να μειώσεις τη συναισθηματική φόρτιση σ' αυτό το κείμενο.

χαμηλώνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Puedes bajar el tono aflojando las cuerdas de la guitarra.
Μπορείς να χαμηλώσεις τον τόνο χαλαρώνοντας τις χορδές της κιθάρας.

ρηχαίνω

verbo transitivo (agua)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

που υποχωρεί

(nivel)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El nivel de las aguas del lago, que baja rápidamente, preocupa a la comunidad.

καθυστερώ

(producción)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El proyecto empezó bien, pero entonces se topó con problemas y empezó a decaer.
To πρότζεκτ ξεκίνησε καλά, αλλά προέκυψαν δυσκολίες και άρχισε να καθυστερεί.

κατεβαίνω, κατέρχομαι, κατηφορίζω

(πάω προς τα κάτω)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Empezó a nevar y decidimos descender.

είμαι κατηφορικός

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

κατεβάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Siempre cierro las cortinas en la noche.

αφήνω, ακουμπώ

(objeto)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Patsy puso los bolígrafos sobre la mesa.
Η Πάτσι ακούμπησε τα στιλό της στο γραφείο. Η μητέρα του παιδιού το άφησε στο έδαφος κι αυτό έτρεξε να κάνει κούνια.

καίω

(coloquial, figurado) (μεταφορικά: θερμίδες)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Caminar por el barrio debería ayudarme a bajar esa comida.
Μια βόλτα στη γειτονιά θα κάψει μερικές από τις θερμίδες αυτού του γεύματος.

κατεβαίνω

(αριθμοί)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La tasa de infecciones de VIH finalmente ha empezado a decrecer.

κατεβαίνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Si el gato se subió al árbol, seguro que también puede bajarse.

πέφτω

(μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El precio de las acciones cayó a mitad de la tarde.

κατεβαίνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Una avalancha les impidió descender de la montaña.
Μια χιονοστιβάδα δεν τους άφησε να κατέβουν το βουνό.

εκτονώνομαι, μειώνομαι, λιγοστεύω, καταπραΰνομαι, ανακουφίζομαι

(AR, coloquial)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Sos muy duro con tu hijo. ¿Por qué no aflojás un poco?

μειώνω, ελαττώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El banco ha reducido el interés de nuestra hipoteca.

μειώνομαι, ελαττώνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La venta de computadoras de escritorio ha disminuido con los años porque todos prefieren las portátiles.
Οι πωλήσεις των επιτραπέζιων υπολογιστών μειώνονται (or: πέφτουν) τα τελευταία χρόνια καθώς ο περισσότερος κόσμος προτιμάει τους φορητούς.

φθίνω, μειώνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La fuerza de Susan empezó a decaer cuando vio la línea de meta.
Η αντοχή της Σούζαν είχε αρχίσει να πέφτει όταν αντίκρισε τη γραμμή του τερματισμού.

έχω κλίση, παίρνω κλίση

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
El terreno subía levemente lejos de la casa.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Ο δρόμος παίρνει ξαφνικά απότομη κλίση, οπότε να οδηγείς προσεκτικά.

κατεβαίνω, κατέρχομαι, κατηφορίζω

(πάω προς τα κάτω)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Empecé a descender por la colina y me di cuenta de que no tenía frenos.

χαμηλώνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Las luces en el teatro se atenuaron cuando se abrió el telón.
Τα φώτα στο θέατρο χαμήλωσαν καθώς άνοιξε η αυλαία.

ρίχνω

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La cadena de supermercados reducirá sus precios para atraer a más clientes.
Το σουπερμάρκετ ρίχνει τις τιμές του για να προσελκύσει περισσότερους πελάτες.

μειώνομαι, ελαττώνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El número de turistas en este pueblo se ha reducido en los últimos años.

κρυώνω

(για καιρό)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El clima refrescó de repente.

κατρακυλάω, κατρακυλώ

(acciones) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Los precios de la vivienda han caído tras la crisis financiera.

χαλάω, ρίχνω

(figurado) (ηθικό, κέφι, διάθεση)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La lluvia enfrió las ganas de todos de ir a caminar.

σβήνω, καταλαγιάζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Los gritos fueron apagándose cuando la estrella de rock empezó a cantar.
Οι φωνές καταλάγιασαν όταν ο αστέρας της ροκ ξεκίνησε να τραγουδά.

κατεβαίνω από κτ

Aquí es común que los pasajeros le agradezcan al conductor cuando se bajan del bus.

βάζω κπ στη θέση του

locución verbal (coloquial) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Frank era un poco pedante al principio, pero el nuevo maestro le bajó los humos.
Ο Φρανκ ήταν λίγο επιδεικτικός στην αρχή, αλλά ο δάσκαλος τον έβαλε στη θέση του.

παίρνω πίπα, κάνω τσιμπούκι

(vulgar; a una mujer) (χυδαίο: σε άντρα)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ella no quiere tener sexo con él, pero lo deja que le coma el coño.
Δεν κάνει σεξ μαζί του, αλλά τον αφήνει να της κάνει γλειφομούνι.

χαλαρώνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ξεφορτώνω

(un vehículo)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
¿Alguien está disponible para ayudarme a descargar la camioneta?
Μπορεί κάποιος να με βοηθήσει να ξεφορτώσω το φορτηγό;

υποβαθμίζω, υποβιβάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Degradaron al oficial por conducta inmoral.

χάνω βάρος

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Si quieres adelgazar, come menos y haz más ejercicios.
Αν θέλεις να χάσεις βάρος, να τρως λιγότερο και να ασκείσαι περισσότερο.

ρίχνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La chica tiró una cuerda y su novio trepó hasta su habitación.
Το κορίτσι έριξε ένα σκοινί και το αγόρι της σκαρφάλωσε στο δωμάτιό της.

αδυνατίζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

επιβραδύνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Frenó el coche para ver el accidente.

άδεια εξόδου στη στεριά

(ES)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Todos los marineros tendrán un franco de ría en Dover.

σκύβω το κεφάλι

locución verbal (κυριολεκτικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Bajé la cabeza para no dármela contra el dintel.

σκύβω το κεφάλι

locución verbal (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
El acusado bajó la cabeza cuando el juez pronunció la sentencia.

κατεβάζω κπ από το καλάμι του

locución verbal (figurado) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Perder apenas empezado el campeonato lo bajó de la nube.

χάνω βάρος

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
El doctor le recomendó que bajara de peso.

ανταλλάσσω βρισιές

locución verbal (ES) (καθομιλουμένη)

τα χώνω

expresión (ES, coloquial) (αργκό, μτφ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Los trabajadores despedidos pusieron a bajar de un burro a su ex jefe ante la prensa.

χαμηλώνω την θερμοκρασία

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los médicos siempre tratarán de bajar la temperatura de los pacientes con fiebre.

κλείνω, βάζω λουκέτο σε

locución verbal (coloquial, figurado) (επιχειρήσεις)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Tuvimos que bajar la persiana por falta de ventas.

γλιστράω, γλιστρώ

(μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Los niños bajaron a hurtadillas durante la madrugada del día de Navidad para ver si Papá Noel había llegado.
Τα παιδιά γλίστρησαν στο κάτω σπίτι νωρίς το πρωί των Χριστουγέννων για να δουν αν είχε έρθει ο Άγιος Βασίλης.

χιμώ, βουτώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El águila bajó en picada hacia el conejo.
Ο αετός χίμηξε προς το κουνέλι.

αποβιβάζομαι

(από αεροπλάνο)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

κάνω ησυχία, μιλάω πιο σιγά

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Mejor hablemos más bajo o vamos a despertar al bebé.

κόβω δαπάνες, κόβω έξοδα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Estamos buscando alternativas para bajar los costos, y así poder venderlo a menor precio.

πηγαίνω στην κατηφόρα

locución verbal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Cualquier pelota que se suelte en un plano inclinado, bajará la pendiente.

μειώνω, ελαττώνω, περιορίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Si no puedes dejar de fumar, al menos podrías tratar de reducir el consumo.
Αν δεν μπορείς να κόψεις τελείως το κάπνισμα προσπάθησε τουλάχιστον να το μειώσεις.

χαμηλώνω το βλέμμα μου

(ντροπή)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Gary miraba para abajo (or: miraba hacia abajo) avergonzado mientras la maestra lo regañaba.
Ο Γκάρυ χαμήλωσε το βλέμμα του ντροπιασμένος, καθώς τον μάλωνε ο δάσκαλος.

κάνω ησυχία

verbo transitivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Por favor, bajad la voz, que no se oye nada.

κατεβάζω ταχύτητα

(AR)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los conductores de camiones bajan un cambio cuando bajan una colina para evitar que el camión vaya demasiado rápido.

χαλαρώνω

(CL, coloquial) (καθομιλουμένη)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

αδυνατίζω, χάνω βάρος

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
¡Tendré que bajar de peso si quiero volver a usar ese vestido!

ρίχνω το επίπεδο

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Hoy en día las noticias están bajando el nivel, con más fotos de celebridades que noticias reales.
Τα μέσα ενημέρωσης ρίχνουν το επίπεδό τους στις μέρες μας προβάλλοντας περισσότερες φωτογραφίες διασήμων παρά αληθινές ειδήσεις.

βάζω χαμηλότερη ταχύτητα

(vehículo) (οδήγηση οχήματος)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ξεκουμπώνω, ανοίγω

(ES) (φερμουάρ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Louise abrió la cremallera de su chaqueta y se la quitó.

κατεβαίνω

(μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Baja por Elm Street y luego gira a la izquierda en la esquina.
Κατέβα την οδό Έλμ και μετά στρίψε αριστερά στη γωνία.

κάνω δίαιτα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

επισκέπτομαι, κάνω επίσκεψη

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Miles de detractores bajaron a la capital a manifestarse contra el gobierno.

σκοτώνω

locución verbal (AR, coloquial)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El policía bajó de a uno a los ladrones del banco.
Ο ελεύθερος σκοπευτής της αστυνομίας σκότωσε έναν έναν τους ληστές της τράπεζας.

κλείνω, διακόπτω λειτουργία, βάζω λουκέτο

locución verbal (figurado, coloquial) (επιχειρήσεις)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Pienso bajar la cortina el mes que viene.
Σκοπεύω να κλείσω την επιχείρηση τον επόμενο μήνα.

μετριάζω, απαλύνω

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Έκανα πιο απαλά τα χρώματα στις φωτογραφίες επειδή ήταν πολύ φωτεινές.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του bajar στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.