Τι σημαίνει το bacchetta στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης bacchetta στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του bacchetta στο Ιταλικό.

Η λέξη bacchetta στο Ιταλικό σημαίνει μπαγκέτα, δείκτης, πηχάκι, μπαγκέτα, ξύλο με τη βίτσα, ξύλο με το ραβδί, ξύλο με τη ράβδο, ραβδί, χάρακας, ραβδί, δέρνω με χάρακα, μαγικό ραβδί, ραβδοσκόπος, μαγικό ραβδί, κούφωμα παραθύρου που φέρει βιτρό, φέρομαι αυταρχικά, σέρνω από τη μύτη, δίνω εντολές σε κπ, διατάζω, διατάζω, ραβδοσκόπιο, βίτσα, βέργα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης bacchetta

μπαγκέτα

sostantivo femminile (percussioni) (μουσική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il batterista faceva volteggiare le sua bacchette tra una canzone e l'altra.

δείκτης

sostantivo femminile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Il presentatore ha usato una bacchetta per indicare sul grafico alla parete.

πηχάκι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

μπαγκέτα

sostantivo femminile (musica)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Sollevò la bacchetta e il pubblico numeroso trattenne il fiato.
Σήκωσε την μπαγκέτα και το κοινό που είχε γεμίσει τον χώρο κράτησε την ανάσα του.

ξύλο με τη βίτσα, ξύλο με το ραβδί, ξύλο με τη ράβδο

(di legno)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La bacchetta era il tipo di punizione più frequente per chi si comportava male a scuola.
Το ξύλο με τη βίτσα ήταν παλιά η συνήθης τιμωρία για την κακή συμπεριφορά στο σχολείο.

ραβδί

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
L'insegnante puntò ogni sillaba con una bacchetta mentre leggeva ad alta voce le parole.

χάρακας

sostantivo femminile (τιμωρίας)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ραβδί

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Jack usò una bacchetta di legno per far cadere la palla dall'albero.
Ο Τζακ χρησιμοποίησε μια ξύλινη βέργα για να κατεβάσει τη μπάλα από το δέντρο.

δέρνω με χάρακα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μαγικό ραβδί

sostantivo femminile

Il mago agitò la bacchetta magica e il principe si trasformò in un rospo.

ραβδοσκόπος

(συσκευή)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

μαγικό ραβδί

sostantivo femminile

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La fata toccò la zucca con la bacchetta magica e la trasformò in una sontuosa carrozza.

κούφωμα παραθύρου που φέρει βιτρό

sostantivo femminile (di finestra)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

φέρομαι αυταρχικά

(figurato)

Charles è un tipo autoritario a cui piace farla da padrone.

σέρνω από τη μύτη

verbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά)

δίνω εντολές σε κπ

verbo transitivo o transitivo pronominale (informale)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

διατάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (informale)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Non comandarmi a bacchetta, non sei il mio capo!

διατάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (figurato)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Al mio capo piace comandare le persone a bacchetta.
Στο διευθυντή μου αρέσει να δίνει διαταγές σε όλους.

ραβδοσκόπιο

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

βίτσα, βέργα

sostantivo femminile (punizione corporale)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Una volta a scuola i bambini cattivi venivano puniti con la bacchetta.
Παλαιότερα, έδερναν τα άτακτα παιδιά με βίτσα (or: βέργα) στο σχολείο.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του bacchetta στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.