Τι σημαίνει το administración στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης administración στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του administración στο ισπανικά.

Η λέξη administración στο ισπανικά σημαίνει διαχείριση εγγράφων, διοίκηση, διακυβέρνηση, χορήγηση, απονομή, διοίκηση, διοίκηση επιχειρήσεων, διαχείριση, διοίκηση, διοικητικό συμβούλιο, οικονομικό τμήμα, διοικητική δομή, διοικητική υπηρεσία, MBA, Οργανισμός Τροφίμων και Φαρμάκων, ΤΔΝ, Αρχή Επαγγελματικής Ασφάλειας και Υγείας, χορήγηση φαρμάκων, θέση του θεματοφύλακα, αξίωμα του θεματοφύλακα, κακοδιοίκηση, κακοδιαχείριση, διοικητικό συμβούλιο, εφορία, Υπηρεσία Εσωτερικού Εισοδήματος, τοπικό συμβούλιο, συλλογική κυριότητα, θεραπεία που χορηγείται ενδοφλέβια, υπεύθυνος διαχείρισης λογαριασμών, διαχείριση περιουσιακών στοιχείων, διοίκηση επιχειρήσεων, διοίκηση επιχειρήσεων, διαχείριση χρόνου, Διοίκηση Επιχειρησιακών Διεργασιών, διαχείριση χρημάτων, διαχείριση οικονομικών, Aρχή Πρωτοβάθμιας Περίθαλψης, διαχείριση ακινήτων, διαχείριση προσφοράς, στοχευμένη χορήγηση φαρμάκων, διευθύνον όργανο, πτυχίο στην διοίκηση επιχειρήσεων, ορός, δημόσια διοίκηση, επιχειρησιακές σπουδές, πτυχιούχος διοίκησης επιχειρήσεων, εξάρτημα στάγδην τροφοδοσίας, διοικητικό συμβούλιο, ομοσπονδιακή κυβέρνηση, Οργανισμός Κοινωνικής Ασφάλισης, δημόσια διοίκηση, έξοδα διαχείρισης, σπουδές διοίκησης. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης administración

διαχείριση εγγράφων

nombre femenino

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
El detective fue transferido a administración durante 30 días como castigo por su mala conducta.
Ο αστυνομικός μεταφέρθηκε στη διαχείριση εγγράφων για 30 μέρες ως τιμωρία για την κακή συμπεριφορά του.

διοίκηση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La administración va a discutir el asunto con la junta directiva.
Η διοίκηση θα συζητήσει το θέμα με το διοικητικό συμβούλιο.

διακυβέρνηση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Muchas cosas eran diferentes durante la administración de Reagan.
Πολλά πράγματα ήταν διαφορετικά κατά τη διακυβέρνηση του Ρήγκαν.

χορήγηση

(formal)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Después de la administración de los medicamentos, el paciente no debe comer por 12 horas.

απονομή

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Para el nuevo oficial es muy importante la administración de la justicia.

διοίκηση

nombre femenino (χρονική διάρκεια)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Durante su administración como presidente de la universidad, realizó varias mejoras en el campus.

διοίκηση επιχειρήσεων

(ES)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
El estudiante recibió su diploma en Dirección de Empresas.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Πήρε πτυχίο στo management.

διαχείριση, διοίκηση

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Su administración durante la crisis salvó a la compañía de la quiebra.
Η διαχείρισή της κατά τη διάρκεια της κρίσης έσωσε την εταιρεία από την καταστροφή.

διοικητικό συμβούλιο

nombre femenino (MX)

οικονομικό τμήμα

La junta consultó la idea del proyecto con la administración para ver si se podía financiar.
Το συμβούλιο παρουσίασε την ιδέα του πρότζεκτ στο οικονομικό τμήμα για να δουν αν η χρηματοδότηση ήταν εφικτή.

διοικητική δομή, διοικητική υπηρεσία

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Los registros de propiedad del país los maneja la burocracia central.
Τα αρχεία με την ιδιόκτητη περιουσία του κράτους διατηρούνται σε κεντρική διοικητική υπηρεσία.

MBA

(sigla en inglés, Master of Business Administration)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Bobby trabaja durante el día y estudia su MBA por la noche.

Οργανισμός Τροφίμων και Φαρμάκων

(των ΗΠΑ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ΤΔΝ

(αρκτικόλεξο: Τμήμα Δίωξης Ναρκωτικών)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

Αρχή Επαγγελματικής Ασφάλειας και Υγείας

(acrónimo, voz inglesa)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

χορήγηση φαρμάκων

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

θέση του θεματοφύλακα, αξίωμα του θεματοφύλακα

(θέση)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κακοδιοίκηση, κακοδιαχείριση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

διοικητικό συμβούλιο

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
La junta directiva debe aprobar cualquier cambio en la constitución de la empresa.
Το διοικητικό συμβούλιο πρέπει να εγκρίνει οποιαδήποτε αλλαγή στο καταστατικό της εταιρείας.

εφορία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Engañar a Hacienda Pública es un delito grave.

Υπηρεσία Εσωτερικού Εισοδήματος

(EE. UU.) (στις ΗΠΑ)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
El Servicio de Impuestos Internos recauda billones de dólares al año.

τοπικό συμβούλιο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

συλλογική κυριότητα

nombre femenino (España Econ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

θεραπεία που χορηγείται ενδοφλέβια

(ιατρική)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La administración por vía intravenosa es la manera más rápida y efectiva de ingresar fluidos y medicinas al cuerpo.

υπεύθυνος διαχείρισης λογαριασμών

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Vamos a contratar un gerente de administración para la industria de telecomunicaciones.

διαχείριση περιουσιακών στοιχείων

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

διοίκηση επιχειρήσεων

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Mi primo es licenciado en Administración de Empresas.

διοίκηση επιχειρήσεων

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

διαχείριση χρόνου

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
No pude terminar el trabajo a tiempo debido a una mala administración del tiempo.

Διοίκηση Επιχειρησιακών Διεργασιών

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

διαχείριση χρημάτων, διαχείριση οικονομικών

locución nominal femenina

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La administración del dinero debe de ser más austera desde ahora.

Aρχή Πρωτοβάθμιας Περίθαλψης

locución nominal femenina (sanidad)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

διαχείριση ακινήτων

nombre femenino

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

διαχείριση προσφοράς

locución nominal femenina

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

στοχευμένη χορήγηση φαρμάκων

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

διευθύνον όργανο

locución nominal masculina

πτυχίο στην διοίκηση επιχειρήσεων

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ορός

nombre femenino (equipamiento médico)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

δημόσια διοίκηση

επιχειρησιακές σπουδές

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Quería hacer una licenciatura en Ciencias Económicas pero terminé haciendo un grado en Administración de Empresas.

πτυχιούχος διοίκησης επιχειρήσεων

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εξάρτημα στάγδην τροφοδοσίας

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

διοικητικό συμβούλιο

(empresa)

Los consejeros se van reunir para decidir cómo asignar los fondos del próximo año.

ομοσπονδιακή κυβέρνηση

Οργανισμός Κοινωνικής Ασφάλισης

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

δημόσια διοίκηση

έξοδα διαχείρισης

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

σπουδές διοίκησης

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του administración στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.