O que significa dar em Grego?
Qual é o significado da palavra dar em Grego? O artigo explica o significado completo, a pronúncia junto com exemplos bilíngues e instruções sobre como usar dar em Grego.
A palavra dar em Grego significa βλέπω σε κτ, δίνω, δίνω, δίνω, δίνω, δίνω, δίνω, δίνω, βγάζω, δίνω, κολλάω, κολλώ, δίνω, δίνω, δίνω, χαρίζω, δίνω, δίνω, δίνω, προσφορά, αναθέτω, δίνω, παρέχω, προσφέρω, παραδίδω κτ σε κπ, ισοδυναμώ με, βγάζω, δίνω, δίνω κρυφά κτ σε κπ, δίνω κτ σε κπ στα κρυφά, κάνω, διαθέτω, απονέμω, κάνω, πιάνω, εκδίδω, κάνω, διοργανώνω, δωρίζω, χαρίζω, προσφέρω, ξετυλίγω, προσφέρω τιμή αγοράς, παραδίδω, ρίχνω, δίνω, προσφέρω, ταιριάζω με κπ, δίνω, δίνω, επιπλήττω, ισχυρίζομαι, συμμετέχω σε κτ, πηδιέμαι με πολλά διαφορετικά άτομα, απολύω, ζωηρεύω, ζωντανεύω, κάνω μια εμφάνιση, κάνω ένα πέρασμα, έχω ένα κενό μνήμης, γυρίζω σελίδα, ρίχνω μια ματιά, αναπαράγομαι, αποχαιρετώ, κάνω δυνατό ήχο, βγάζω δυνατό ήχο, προκύπτω, συμβαίνω, τα πάω καλά, χτυπώ τη μπάλα, κάνω ούγια, πετάγομαι, πιάνω, απασχολώ, διδάσκω, μαλώνω, χτυπάω, χτυπώ, πλειοδοτώ, δένω, βάζω μπρος, θηλάζω, δίνω δικαίωμα ψήφου σε κπ, υποβάλλω μήνυση, δίνω το δικαίωμα, ρίχνω, τουμπάρω, στιλβώνω, λουστράρω, επιστρέφω, δίνω πίσω, διατάζω, καθαρίζω, που ναυάγησε, βαθμολόγηση, χαμηλού προφίλ, μπαίνω στον κόπο, κάνω τον κόπο, εξουσιοδοτώ, δίνω προτεραιότητα σε κτ/κπ, ρίχνω μια αγριεμένη ματιά σε κπ, μαλώνω, επιπλήττω κπ για κτ, επιπλήττω κπ που έκανε κτ, δίνω αναφορά, κλωτσάω, ψυχραίνομαι, κρυώνω, τραβάω, τραβώ, ανακάμπτω, διδάσκω, παραβλέπω, αγνοώ, εξαπατώ, ξαναδείχνω, θηλάζω. Para saber mais, veja os detalhes abaixo.
Significado da palavra dar
βλέπω σε κτ(ter vista para) |
δίνω(passar objeto) (κάτι σε κάποιον) Você poderia me dar aquele livro lá, por favor? Θα μπορούσες να μου δώσεις εκείνο εκεί το βιβλίο, σε παρακαλώ; |
δίνω(presentear) (κάτι σε κάποιον) Ela me deu uma gravata de aniversário. Μου δώρισε (or: χάρισε) μια γραβάτα για τα γενέθλιά μου. |
δίνω(fornecer) (κάτι σε κάποιον) Você pode me dar algo para comer? Μπορείς να μου δώσεις κάτι να φάω; |
δίνω(designar) (κάτι σε κάποιον) Após três entrevistas, deram o emprego a ela. Μετά από τρεις συνεντεύξεις, της έδωσαν τη δουλειά. |
δίνω(contribuir) Por favor, dê generosamente. |
δίνω(apresentar) Ela vai dar um concerto de piano hoje à noite. |
δίνω(κάτι σε κάποιον) Eu dei as chaves da casa a eles para a semana. |
βγάζω(καθομιλουμένη) Ele deu um grito e correu para perto dela. |
δίνω(causar) (κάτι σε κάποιον) Dá-me um grande prazer recebê-los hoje à noite. |
κολλάω, κολλώ(infectar) (καθομ: κάτι σε κάποιον) Ela me deu um resfriado. |
δίνω(κάτι σε κάποιον) Dê a eles nossos melhores cumprimentos. |
δίνω(infligir) (κάτι σε κάποιον) Ele deu detenção para toda a turma. |
δίνω(κάτι σε κάποιον) Quanta aspirina devo dar a ela? |
χαρίζω(engravidar) (κάτι σε κάποιον) Seu marido deu a ela dois filhos três anos após o casamento. |
δίνω(κάτι σε/για κάτι) Ela devotou sua vida ao movimento de direitos humanos. |
δίνω
A fornalha provê calor para a casa inteira Η θερμάστρα παρέχει θερμότητα σε όλο το σπίτι. |
δίνω(κάτι σε κάποιον) Ele doou seu coração e pulmões à ciência. |
προσφορά
Dar presentes é uma tradição de Natal. |
αναθέτω(informal) O professor de história frequentemente dá grandes quantidades de trabalho de casa. Ο καθηγητής της ιστορίας συχνά αναθέτει απίστευτα πολλές εργασίες για το σπίτι. |
δίνω
|
παρέχω, προσφέρω(μεταφορικά) |
παραδίδω κτ σε κπ
|
ισοδυναμώ με(είμαι το ίδιο με) Difamação ou injúria dá no mesmo. ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Τα θύματα του σεισμού ανέρχονται στις πέντε χιλιάδες. |
βγάζω(καθομιλουμένη) Esta planta dá flores cor de rosa na primavera. ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Μετά από πολλά χρόνια ξηρασίας, η μηλιά παρήγαγε επιτέλους καρπούς. |
δίνω(συμβουλές) |
δίνω κρυφά κτ σε κπ, δίνω κτ σε κπ στα κρυφά(escondido) A avó deu um doce ao neto. O pai da Verônica deu uns reais para pagar a noitada. |
κάνω(dar à luz) A rainha deu três filhas ao seu esposo. Η βασίλισσα χάρισε στον άντρα της τρεις κόρες. |
διαθέτω(κάτι σε κάποιον) Você pode me dar cinco minutos do seu tempo? Μπορείς να μου διαθέσεις πέντε λεπτά από τον χρόνο σου; |
απονέμω(conceder) (κάτι σε κάποιον) É um grande prazer dar esse prêmio para você. Με μεγάλη μου χαρά σας απονέμω αυτό το βραβείο. |
κάνω(ser suficiente) (μεταφορικά) |
πιάνω(μεταφορικά: τιμή) Essas antiguidades devem dar um preço bom. |
εκδίδω(decisão jurídica: veredicto) |
κάνω(ginástica, performance) Marla deu cambalhotas pelo gramado. |
διοργανώνω(festa) Deram uma festa para celebrar a nova casa. |
δωρίζω, χαρίζω(de presente) A rainha deu de presente uma de suas propriedades ao neto. |
προσφέρω(κάτι σε κάποιον) Pelos seus anos de serviço, deram a ele um relógio de ouro. |
ξετυλίγω(figurado, corda) |
προσφέρω τιμή αγοράς(fazer oferta para compra) |
παραδίδω(objeto) O policial persuadiu Taylor a entregar a faca. |
ρίχνω(propor) (καθομιλουμένη, μεταφορικά) Μια ιδέα ρίχνω: τι θα έλεγες να μάθαινε η Λιζ να οδηγεί; |
δίνω(exemplo) (παράδειγμα) Este escritor estabeleceu a forma para este gênero de poesia. |
προσφέρω(κάτι σε κάποιον) Eles deram um buquê de flores ao vencedor. |
ταιριάζω με κπ
Sarah e sua nova colega de quarto se dão bem. Η Σάρα και η καινούρια συγκάτοικός της ταίριαξαν από την πρώτη στιγμή που γνωρίστηκαν. |
δίνω(passar objeto) (κάτι σε κάποιον) Você pode dar aquele livro para mim? Μπορείς να μου δώσεις εκείνο το βιβλίο; |
δίνω(pagar) (κάτι σε κάποιον) Eu vou te dar quinhentos dólares pelo carro. Θα σου δώσω πεντακόσια δολάρια για εκείνο το αυτοκίνητο. |
επιπλήττω(repreender ou censurar alguém) |
ισχυρίζομαι(ότι είμαι κάτι) A pesquisa de Amber pretende mostrar que comer chocolate é bom para você. Η έρευνα της Άμπερ ισχυρίζεται πως αποδεικνύει πως η κατανάλωση της σοκολάτας κάνει καλό. |
συμμετέχω σε κτ(informal: estar envolvido) |
πηδιέμαι με πολλά διαφορετικά άτομα(inf., fazer sexo com muitas pessoas) (αργκό) |
απολύω
|
ζωηρεύω, ζωντανεύω(figurado) (μεταφορικά) |
κάνω μια εμφάνιση, κάνω ένα πέρασμα(aparecer, estar presente por pouco tempo) |
έχω ένα κενό μνήμης
|
γυρίζω σελίδα(μεταφορικά) |
ρίχνω μια ματιά
|
αναπαράγομαι
Alguns mamíferos só procriam uma vez. Ορισμένα θηλαστικά αναπαράγονται μόνο μία φορά. |
αποχαιρετώ
|
κάνω δυνατό ήχο, βγάζω δυνατό ήχο
|
προκύπτω, συμβαίνω
A ideia de Dave de começar seu próprio negócio surgiu após ele perder o emprego. Η ιδέα του Ντέιβ να ξεκινήσει τη δική του επιχείρηση προέκυψε αφότου έχασε τη δουλειά του. |
τα πάω καλά
Eu e meus amigos nos entendemos. Οι φίλοι μου κι εγώ τα πάμε πολύ καλά. |
χτυπώ τη μπάλα(golfe) (γκολφ) |
κάνω ούγια(costura) (ζαργκόν) |
πετάγομαι(ir apressadamente) (καθομ, μεταφορικά: κάπου ή σε κτ) Μπορείς να πεταχτείς μέχρι του Γιάννη για να παραδώσεις αυτή την κάρτα; |
πιάνω(καθομιλουμένη, μεταφορικά) Fiz um erro nos meus cálculos, mas ninguém percebeu. Έκανα ένα λάθος στους υπολογισμούς μου, αλλά κανένας δεν το κατάλαβε. |
απασχολώ(pessoas) Esta empresa emprega cem funcionários. Η εταιρεία αυτή απασχολεί πάνω από εκατό άτομα. |
διδάσκω(educar alguém) |
μαλώνω
Beth repreendeu Amy por sair na chuva sem um casaco. Η Μπεθ μάλωσε την Έιμι επειδή βγήκε στη βροχή χωρίς να φορέσει παλτό. |
χτυπάω, χτυπώ
|
πλειοδοτώ(em uma licitação) |
δένω(με σχοινί) |
βάζω μπρος(motocicleta) |
θηλάζω
|
δίνω δικαίωμα ψήφου σε κπ
|
υποβάλλω μήνυση
|
δίνω το δικαίωμα(σε κπ για κτ) Ser a chefe dá a Linda direito ao maior escritório. Επειδή είναι το αφεντικό, η Λίντα δικαιούται το μεγαλύτερο γραφείο. |
ρίχνω, τουμπάρω(καθομιλουμένη, μεταφορικά) Você não vai conseguir me enrolar com bajulação. Você não vai ganhar uma bicicleta de natal e ponto final. Δεν μπορείς να με τουμπάρεις (or: να με καταφέρεις) με κολακείες. Δεν θα πάρεις ποδήλατο για τα Χριστούγεννα κι αυτή είναι η τελική μου απόφαση. |
στιλβώνω, λουστράρω(limpar para brilhar) |
επιστρέφω, δίνω πίσω(retornar, dar resultado) Ο υπάλληλος του τμήματος μετανάστευσης επέστρεψε το διαβατήριο χωρίς σχόλιο. Ο δάσκαλος επέστρεψε τα διορθωμένα διαγωνίσματα. |
διατάζω
Στο διευθυντή μου αρέσει να δίνει διαταγές σε όλους. |
καθαρίζω
|
που ναυάγησε(μεταφορικά) O acordo ficou comprometido quando ela disse alguma coisa que os ofendeu. Η συμφωνία ναυάγησε όταν είπε κάτι που τους πρόσβαλλε. |
βαθμολόγηση
|
χαμηλού προφίλ
|
μπαίνω στον κόπο, κάνω τον κόπο(να κάνω κάτι) Ele nem se preocupou em responder ao e-mail. Δεν μπήκε στον κόπο να απαντήσει στο email. |
εξουσιοδοτώ(κπ να κάνει κτ) |
δίνω προτεραιότητα σε κτ/κπ(direção: dar prioridade) |
ρίχνω μια αγριεμένη ματιά σε κπ(informal, olhar de forma crítica) |
μαλώνω
|
επιπλήττω κπ για κτ, επιπλήττω κπ που έκανε κτ(formal) |
δίνω αναφορά
Karen valoriza que sua equipe se reporte a ela regularmente. |
κλωτσάω(όπλο, μεταφορικά) Ela se machucou quando a arma recuou. Αυτοτραυματίστηκε όταν κλότσησε το όπλο. |
ψυχραίνομαι, κρυώνω(μεταφορικά) O Amor de Selena pelo Eric esfriou. |
τραβάω, τραβώ(com força) (απότομα, με δύναμη) |
ανακάμπτω
A empresa vai recuperar-se da instabilidade financeira porque seus produtos estão sendo procurados. Η εταιρεία θα ανακάμψει από την οικονομική αστάθεια, καθώς τα προϊόντα της έχουν ζήτηση. |
διδάσκω
Brian quer ensinar Física. Ο Μπράιαν θέλει να κάνει μαθήματα φυσικής. |
παραβλέπω, αγνοώ
A empresa subestimou a importância de um logo marcante. Η εταιρεία παρέβλεψε τη σημασία ενός λογοτύπου που μένει εύκολα στη μνήμη. |
εξαπατώ
O vigarista defraudou muitas pessoas com um investimento em uma empresa falsa. Ο απατεώνας εξαπάτησε πολλούς ανθρώπους, οι οποίοι επένδυσαν σε μια εικονική εταιρεία. |
ξαναδείχνω
|
θηλάζω
|
Vamos aprender Grego
Então, agora que você sabe mais sobre o significado de dar em Grego, você pode aprender como usá-los através de exemplos selecionados e como lê-los. E lembre-se de aprender as palavras relacionadas que sugerimos. Nosso site está em constante atualização com novas palavras e novos exemplos para que você possa pesquisar o significado de outras palavras que não conhece em Grego.
Palavras atualizadas de Grego
Você conhece Grego
O grego é uma língua indo-européia, falada na Grécia, oeste e nordeste da Ásia Menor, sul da Itália, Albânia e Chipre. Tem a história mais longa registrada de todas as línguas vivas, abrangendo 34 séculos. O alfabeto grego é o principal sistema de escrita para escrever grego. O grego tem um lugar importante na história do mundo ocidental e do cristianismo; A literatura grega antiga teve obras extremamente importantes e influentes na literatura ocidental, como a Ilíada e a Odýsseia. O grego é também a língua em que muitos textos são fundamentais na ciência, especialmente na astronomia, matemática e lógica, e na filosofia ocidental, como os de Aristóteles. O Novo Testamento na Bíblia foi escrito em grego. Esta língua é falada por mais de 13 milhões de pessoas na Grécia, Chipre, Itália, Albânia e Turquia.