Τι σημαίνει το una volta στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης una volta στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του una volta στο Ιταλικό.

Η λέξη una volta στο Ιταλικό σημαίνει μια φορά, μία φορά, μόλις, όταν, μόλις, όταν, μια φορά, μία φορά, στο παρελθόν, κάποτε, κάποτε, άλλοτε, στο παρελθόν, τον παλιό καιρό, που ανήκει/αναφέρεται στο παρελθόν, αρχαϊκός, μια φορά, τον παλιό καιρό, άλλοτε, κάποτε, πρωτύτερα, κάποτε, σε μία συγκεκριμένη περίπτωση, συνήθιζα να κάνω κτ, στα αρχαία χρόνια, τα παλιά τα χρόνια, κάποτε, συνηθίζω, μόλις, όταν, ετησίως, μια φορά, για μια φορά, μια και καλή, μια φορά κι έναν καιρό, τις πιο πολλές φορές, μια στο τόσο, μια στις τόσες, οριστικά, περιστασιακά, άλλη μια φορά, μόνο μια φορά, πάλι από την αρχή, από την αρχή, για αλλαγή, πρώτη φορά, για μία φορά, μία φορά την εβδομάδα, εβδομαδιαίως, σε εβδομαδιαία βάση, ξανά, πάλι, για αλλαγή, μια άλλη φορά στο παρελθόν, και μια άλλη φορά παλιότερα, και μια άλλη φορά, μια φορά στα χίλια χρόνια, YOLO, μια-δυο φορές, πολύ μαζί στα ξαφνικά, προβατάκι, παλιά χρόνια, δοκιμάζομαι σε, πειραματίζομαι με, μοναδικός, ετησίως, μόνο μια φορά. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης una volta

μια φορά, μία φορά

sostantivo femminile

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Ho bevuto il caffè solo una volta perché lo detestavo.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Έχω καπνίσει μαριχουάνα μόνο μια φορά (or: μία φορά).

μόλις, όταν

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
Una volta provato il cibo tailandese, ne vorrai ancora.
Άπαξ και δοκιμάσεις Ταϊλανδέζικο φαγητό, θα θέλεις κι άλλο.

μόλις, όταν

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
Puoi pagarlo una volta arrivato qui.
Μπορείς να το πληρώσεις αφού πρώτα έρθεις.

μια φορά, μία φορά

sostantivo femminile

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Una volta è abbastanza per me. Non sono interessato a farlo di nuovo.
Μια φορά (or: μία φορά) μου είναι αρκετή. Δε με ενδιαφέρει να το ξανακάνω.

στο παρελθόν

avverbio

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Una volta andavo al lavoro in bicicletta, ma ora abito troppo lontano e non mi è più possibile.
Στο παρελθόν πήγαινα με το ποδήλατο στη δουλειά, τώρα όμως μένω πολύ μακριά.

κάποτε

locuzione avverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Una volta sapevo cucire.
Κάποτε ήξερα να ράβω.

κάποτε, άλλοτε

locuzione avverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
L'uomo che una volta era sposato, ha ottenuto il divorzio.

στο παρελθόν, τον παλιό καιρό

avverbio

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
In passato, molto prima della moderna industrializzazione, tutti i lavori venivano fatti a mano.
Τον παλιό καιρό, πολύ πριν τη σημερινή εκβιομηχάνιση, όλες οι δουλειές γίνονταν με τα χέρια.

που ανήκει/αναφέρεται στο παρελθόν, αρχαϊκός

avverbio

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μια φορά

locuzione avverbiale

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Mi ricordo che una volta mio fratello è tornato a casa ubriaco.
Θυμάμαι μια φορά που ο αδερφός μου ήρθε σπίτι μεθυσμένος.

τον παλιό καιρό

locuzione avverbiale

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Una volta le cose si facevano diversamente.

άλλοτε, κάποτε, πρωτύτερα

locuzione avverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

κάποτε

avverbio

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
L'inverno scorso una volta ha nevicato tantissimo.
Ήταν μια φορά πέρυσι τον χειμώνα που χιόνισε πάρα πολύ.

σε μία συγκεκριμένη περίπτωση

avverbio

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

συνήθιζα να κάνω κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Quando ero giovane andavo alla chiesa del quartiere.
Συνήθιζα να πηγαίνω στην εκκλησία της γειτονιάς όταν ήμουν νέος.

στα αρχαία χρόνια

locuzione avverbiale

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
In tempi antichi c'era una necropoli su quella collina.

τα παλιά τα χρόνια

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ai vecchi tempi, i bambini dell'età di sette anni dovevano lavorare in fabbrica.

κάποτε

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Un tempo si poteva comprare il latte direttamente dal contadino.

συνηθίζω

avverbio

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Una volta andava in bicicletta, ma adesso si muove in macchina.
Συνήθιζε να πηγαίνει με το ποδήλατο, αλλά τώρα οδηγεί.

μόλις, όταν

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
Una volta che le prove diventeranno pubbliche, ci sarà una protesta.

ετησίως

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Facciamo controllare il nostro allarme antincendio una volta all'anno.

μια φορά, για μια φορά

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Mi piacerebbe che per una volta chiedessi le cose in modo educato. Farò un'eccezione una volta sola.

μια και καλή

avverbio

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Mi hai detto di sì, poi di no. Una volta per tutte, vuoi sposarmi?

μια φορά κι έναν καιρό

(fiabe)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
C'era una volta, in un paese lontano lontano, un'orfanella che viveva con la matrigna cattiva.
Μια φορά κι έναν καιρό σε μια μακρινή χώρα ζούσε ένα ορφανό κορίτσι με την κακιά μητριά του.

τις πιο πολλές φορές

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Non so se oggi ci sarà. Viene la metà delle volte.

μια στο τόσο, μια στις τόσες

(informale: lungo tempo) (καθομ: πολύ σπάνια)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Telefona una volta ogni morte di papa.

οριστικά

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Con l'ultimo grave incidente la sua carriera sportiva è finita una volta per tutte.
Ο σοβαρός του τραυματισμός έβαλε οριστικά τέλος στην καριέρα του ως αθλητής.

περιστασιακά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Sento qualcuno dei miei vecchi compagni di scuola una volta ogni tanto.
Περιστασιακά μαθαίνω νέα από παλιούς μου φίλους από το σχολείο.

άλλη μια φορά

avverbio

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Per favore, può ripetere di nuovo la domanda?

μόνο μια φορά

avverbio

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πάλι από την αρχή, από την αρχή

avverbio

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Quella smorfia era troppo buffa, ti prego falla di nuovo.

για αλλαγή, πρώτη φορά, για μία φορά

avverbio (contrariamente al solito)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Forse dovrei cominciare a lavorare una buona volta, invece di rimandare all'infinito.

μία φορά την εβδομάδα, εβδομαδιαίως, σε εβδομαδιαία βάση

locuzione avverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I nostri bidoni della spazzatura vengono raccolti una volta alla settimana.

ξανά, πάλι

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Non ci credo, sei arrivato di nuovo in ritardo! È arrivato ancora una volta in ritardo con scuse ancor più frivole.
Δε μπορώ να πιστέψω ότι έφτασες αργά πάλι! Ήρθε ξανά με περισσότερα αναποτελεσματικά επιχειρήματα.

για αλλαγή

(contrariamente al solito)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
mi fa piacere vedere che sorride, una volta tanto.

μια άλλη φορά στο παρελθόν, και μια άλλη φορά παλιότερα, και μια άλλη φορά

(nel passato)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μια φορά στα χίλια χρόνια

locuzione avverbiale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Un'opportunità come questa capita solo una volta nella vita.

YOLO

(αργκό)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

μια-δυο φορές

locuzione avverbiale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πολύ μαζί στα ξαφνικά

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

προβατάκι

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

παλιά χρόνια

sostantivo plurale maschile

Ai tempi di una volta, si misurava confrontando gli oggetti con parti del corpo umano.

δοκιμάζομαι σε, πειραματίζομαι με

Mia cugina si è sempre dilettata con la pittura, anche se lavora in banca.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Αν και περιστασιακά πειραματίστηκε με την ποίηση, η λογοτεχνική της φήμη βασίστηκε εντελώς στη δουλειά της ως μυθιστοριογράφος.

μοναδικός

verbo intransitivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I fratelli pensavano che il viaggio intorno al mondo fosse un'opportunità che capitava solo una volta nella vita.

ετησίως

(μία φορά το χρόνο)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Le persone sopra i 60 anni dovrebbero fare l'esame una volta l'anno.
Οι ενήλικες άνω των 60 καλό είναι να κάνουν το τεστ ετησίως.

μόνο μια φορά

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του una volta στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.