Τι σημαίνει το turn into στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης turn into στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του turn into στο Αγγλικά.
Η λέξη turn into στο Αγγλικά σημαίνει γυρίζω, γυρίζω, γυρίζω, στρίβω, γυρίζω προς κτ, γυρίζω, γίνομαι, στροφή, στροφή, περιστροφή, περιστροφή, γύρισμα, εξέλιξη, τροπή, σειρά, αλλαγή, περιστροφή, στριφογύρισμα, γυρίζω, στροφή, μεταβολή, γύρισμα, ύφος, βόλτα, τροπή, στροφή, αδιαθεσία, χάρη, τρομάρα, αγοραπωλησία, γύρισμα, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, γίνομαι, χαλάω, ξινίζω, αλλάζω, στρίβω, στρίβω, στριφογυρίζω, στρίβω, γίνομαι, μεταμορφώνομαι, στρέφομαι, στρίβω σε κτ, γυρίζω, δίνω σχήμα, ολοκληρώνω, τελειώνω, αναστατώνω, ταράζω, επηρεάζω, γίνομαι, γίνομαι, πουλάω, πουλώ, βγάζω, στρίβω, πηγαίνω, τορνεύω, τορνάρω, διατυπώνω, μεταστρέφω, κάνω, γίνομαι, κάνω, μετατρέπω κτ σε κτ, μεταφράζω, στρέφομαι εναντίον, εναντιώνομαι, αλλάζω τελείως, εκτελώ, αποστρέφω το βλέμμα μου, αποστρέφω το βλέμμα μου, στρέφω αλλού το βλέμμα μου, αποστρέφω το βλέμμα μου από κπ/κτ, διώχνω, απομακρύνω, αποστρέφω, αποστρέφω το βλέμμα μου, αποστρέφω, γυρίζω την πλάτη μου σε κτ, γυρίζω πίσω, απορρίπτω, αρνούμαι, χαμηλώνω, απορρίπτω, αρνούμαι, καταδίδω, πηγαίνω για ύπνο, πηγαίνω στο κρεβάτι, υποβάλλω, βγαίνω, βγαίνω, αηδιάζω, ανάβω, ανοίγω, ανάβω, ερεθίζω, φτιάχνω, στρέφομαι εναντίον, εναντιώνομαι, παρίσταμαι, παρευρίσκομαι, πηγαίνω, πηγαίνω, πάω, κλείνω, σβήνω, παράγω, αδειάζω, διώχνω, γυρίζω, στρέφομαι, αναποδογυρίζω, γυρίζω, στρέφω, αναποδογυρίζω, έχω τζίρο, γυροφέρνω, μεταβολή, μεταβολή, Μεταβολή!, κάνω μεταβολή, κάνω μεταβολή, συνεχώς, διαρκώς, αδιαλείπτως, αδιάκοπα, αλλαγή του καιρού προς το χειρότερο, στροφή ανύψωσης, στροφή ανόδου, κάνω μια καλή πράξη για κπ, γκριζάρω, γκριζάρω, ξινίζω, χαλάω, χάρη, κλειστή στροφή, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, με τη σειρά, εναλλάξ, με τη σειρά μου, πουθενά να στραφώ, ακατάλληλα, στροφή ενενήντα μοιρών, κλειστή/απότομη στροφή, στραμπουλώ τον αστράγαλό μου, δοκιμάζω, αλλάζω, χειροτερεύω, αναστροφή οχήματος σε στενό δρόμο με συνδυασμό έμπροσθεν και όπισθεν ταχύτητας, επηρεάζω κτ αποφασιστικά, στριφογυρίζω, κάνω τα στραβά μάτια, κάνω τα στραβά μάτια για κτ, στρίβω, κάνω στροφή 180 μοιρών, δεν ασχολούμαι, αγνοώ, φέρνω κέρδος, φέρνω χρήματα, στρέφω κπ εναντίον κπ, γυρίζω από την άλλη, περιστρέφομαι, περιστρέφομαι γύρω από κτ, παρεκκλίνω, εκτρέπομαι, απορρίπτω, αποφεύγω, αποφεύγω, φεύγω, απομακρύνομαι, αποστρέφομαι, απαγορεύω την είσοδο σε κπ, γυρίζω πίσω τον χρόνο, γυρίζω τον χρόνο πίσω, ετοιμάζω για τον ύπνο, ετοιμάζω για τη νύχτα, τραβώ την προσοχή, αναποδογυρίζω, στρίβω αριστερά, ελευθερώνω, αφήνω ελεύθερο, τροπή των γεγονότων, νοοτροπία, γύρισμα του λόγου, αλλαγή του αιώνα, κλείνω, σβήνω, προκαλώ απέχθεια σε κπ για κτ/κπ, κάνω στροφή 180 μοιρών, κάνω επιτόπου στροφή, ανάβω, ανοίγω, πάω καλά, αποδεικνύομαι ότι, γίνομαι, παραδίδω, γυρίζω σελίδα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης turn into
γυρίζωintransitive verb (rotate) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The man's head turned and he spotted me. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Αν γυρίσεις από την άλλη θα δεις το μαγαζί που σου έλεγα. |
γυρίζωintransitive verb (rotate on an axis) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) It is amazing how the world keeps on turning. |
γυρίζωintransitive verb (revolve) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Vinyl records turn on a turntable. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Καθώς ο δίσκος άρχισε να γυρίζει στο πικάπ, μουσική γέμισε το δωμάτιο. |
στρίβωintransitive verb (right or left) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) At the end of the block, turn left. Στο τέλος του τετραγώνου, στρίψε αριστερά. |
γυρίζω προς κτ(move to face: a direction) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Everyone, turn to your screens. Please turn to the right to see the monument. Γυρίστε όλοι προς τις οθόνες σας. Παρακαλώ γυρίστε προς τα αριστερά για να δείτε το μνημείο. |
γυρίζωtransitive verb (change position of, rotate) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He turned the vase to make it face the room. Γύρισε το βάζο ώστε να κοιτάει προς το δωμάτιο. |
γίνομαι(become) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The leaves turned to mush underfoot. Τα φύλλα μετατράπηκαν σε πολτό κάτω από τα πόδια μας. |
στροφήnoun (bend, curve in a road) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The road made a sharp turn to the left. |
στροφήnoun (change of direction) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The car shook off its pursuers with a sudden turn to the right. |
περιστροφήnoun (rotation) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) A few turns of the handle of the vice will give you a good grip. |
περιστροφήnoun (revolution) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Every turn of the wheel provides power to the mill. |
γύρισμαnoun (page: flip) (σελίδας) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The novel was over in a turn of the page. |
εξέλιξη, τροπήnoun (figurative (opportunity, change) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) This is a fortunate turn, which I am not going to waste. |
σειράnoun (game: go) (παιχνίδια) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) It is your turn, so roll the dice. Είναι η σειρά σου, ρίξε τα ζάρια. |
αλλαγήnoun (figurative (time, date: change) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) That car is from the turn of the century. |
περιστροφήnoun (single winding) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Another turn and the coil should be all wrapped around the reel. |
στριφογύρισμαnoun (change of position) (στο κρεβάτι) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) For all her turns, she just couldn't get comfortable. Παρά τα τόσα στριφογυρίσματα δεν μπορούσε να βολευτεί. |
γυρίζωnoun (turned position) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) A turn of that vase would allow us to see the pattern. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Μετά το γύρισμα τον μαξιλαριών, ο καναπές φαινόταν λιγότερο φθαρμένος. |
στροφήnoun (trend, direction) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) A turn in the conversation to political issues caught Dan's interest. Η στροφή της συζήτησης στα πολιτικά κέντρισε το ενδιαφέρον του Νταν. |
μεταβολήnoun (figurative (modification) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The forecast is warning of a turn in the weather next week. |
γύρισμαnoun (twist) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Another two turns of the cable around the pole should be enough. |
ύφοςnoun (figurative (style) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The stylist gave the dress a modern turn. |
βόλταnoun (short trip) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) A turn around the block will give us a break from work. |
τροπή, στροφήnoun (shift) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Another strange turn in our lives was when Grandma started seeing fairies at the bottom of the garden. |
αδιαθεσίαnoun (informal, figurative (period of illness) (αίσθημα) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The turn left him weak and disoriented. |
χάρηnoun (informal (service or disservice) (για κάτι καλό) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) His former partner did him a bad turn. |
τρομάραnoun (informal, dated (fright, shock) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) It was such a turn to see Bill when we all thought he was dead. |
αγοραπωλησίαnoun (finance: purchase and sale) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The trader lives on quick turns of volatile equities. |
γύρισμαnoun (music: embellishment) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) You are inserting too many turns. Try to keep it simple. |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>noun (military drill: change of position) The squad executed a turn. |
γίνομαιverbal expression (change shape) (κάτι άλλο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) With exercise, she turned herself from a couch potato into a honed running machine. |
χαλάω, ξινίζωintransitive verb (sour, ferment) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The milk has turned. Το γάλα έχει χαλάσει (or: ξινίσει). |
αλλάζωintransitive verb (change, become [sth] new) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The leaves have all turned. |
στρίβωintransitive verb (set a course) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) We will be heading north after we turn. |
στρίβωintransitive verb (change course) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The boat is starting to turn. |
στριφογυρίζωintransitive verb (change position) (στο κρεβάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) She is constantly turning in bed. |
στρίβωintransitive verb (bend, curve) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The road turned. |
γίνομαι(become) (κάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) She turned into a fine young woman. |
μεταμορφώνομαι(change form) (σε κάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The caterpillar will turn into a butterfly. |
στρέφομαι(direct attention toward) (σε κάποιον/κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Let's turn to the agenda for next week's meeting. |
στρίβω σε κτ(enter by turning) At the end of the road, turn into the driveway. Στο τέλος του δρόμου στρίψε στο δρομάκι του σπιτιού. |
γυρίζωtransitive verb (flip) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) She turned the paper so that he couldn't see what was written on it. |
δίνω σχήμαtransitive verb (shape) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) That sculptor turns wood beautifully. |
ολοκληρώνω, τελειώνωtransitive verb (execute, finish) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) You should be able to turn this job in two hours. |
αναστατώνω, ταράζωtransitive verb (upset) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) His words turned her, and she began to cry. |
επηρεάζωtransitive verb (influence) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Are you trying to turn me to your point of view? |
γίνομαιtransitive verb (change colour) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) In autumn, the leaves turned brown. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Έπεσε μια κόκκινη κάλτσα μέσα στο πλυντήριο και όλα τα άσπρα ρούχα έγιναν ροζ. |
γίνομαιtransitive verb (change temperature) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The day turned hot. |
πουλάω, πουλώtransitive verb (sell) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) We can turn thirty cases of that item this week. |
βγάζωtransitive verb (profit: earn) (κέρδος) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Our business hopes to turn a profit. |
στρίβωtransitive verb (twist) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Turn the threads to make a rope. |
πηγαίνωtransitive verb (pass: a time) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) It's just turned twelve. Μόλις πήγε δώδεκα. |
τορνεύω, τορνάρωtransitive verb (shape on a lathe) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The carpenter turned four table legs. |
διατυπώνωtransitive verb (phrase well) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Shakespeare knew how to turn a phrase. |
μεταστρέφωtransitive verb (slang (cause to change allegiance) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) A foreign government turned one of our agents. |
κάνωtransitive verb (gymnastics: do, perform) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Marla turned somersaults across the lawn. |
γίνομαιtransitive verb (reach an age) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) My great-grandmother turned 99 last week. |
κάνω(transform) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) You turn my sadness to joy. Κάνεις τη λύπη μου χαρά. |
μετατρέπω κτ σε κτ(render) The brewer turns the grain and hops into beer. |
μεταφράζω(translate) (κάτι σε κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Please turn the English into French. |
στρέφομαι εναντίον, εναντιώνομαιphrasal verb, transitive, inseparable (become hostile to) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The dog inexplicably turned against his owner and had to be put down. |
αλλάζω τελείωςphrasal verb, transitive, separable (figurative (transform, reform) My sister has turned her life around. Η αδερφή μου έχει αλλάξει τελείως τη ζωή της. |
εκτελώphrasal verb, transitive, separable (figurative (provide or do [sth]) (παραγγελία) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The factory turns orders around within a week. The translator turned the project around in three days. Ο μεταφραστής παρέδωσε το πρότζεκτ σε τρεις μέρες. |
αποστρέφω το βλέμμα μουphrasal verb, intransitive (avert your gaze) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) She turned aside when their eyes met. |
αποστρέφω το βλέμμα μου(avert gaze from [sth]) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
στρέφω αλλού το βλέμμα μουphrasal verb, intransitive (face opposite way) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Vicky turned away and counted to fifty while the rest of us hid. |
αποστρέφω το βλέμμα μου από κπ/κτ(face opposite way) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Jane turned away from Peter after she told him to go to hell. Η Τζέιν απέστρεψε το βλέμμα της από τον Πίτερ, αφού του είπε να πάει στο διάολο. |
διώχνω, απομακρύνω, αποστρέφω(move further from [sth], [sb]) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I turned away from the town and set my eyes on new horizons. Απομακρύνθηκα από την πόλη και κάρφωσα το βλέμμα μου στον ορίζοντα. |
αποστρέφω το βλέμμα μουphrasal verb, intransitive (avert your gaze) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Kiera turned away whenever there was a violent scene in the movie. |
αποστρέφω(avert your gaze from [sth]) (βλέμμα/πρόσωπο/κεφάλι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Witnesses had to turn away from the grisly sight. Οι μάρτυρες αναγκάστηκαν να αποστρέψουν το πρόσωπό τους από το φρικιαστικό θέαμα. |
γυρίζω την πλάτη μου σε κτ(figurative (reject) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Don't turn away from my love. You must turn away from a life of crime if you want to stay out of jail. Μη γυρίζεις την πλάτη σου στον έρωτά μου για εσένα. Πρέπει να γυρίσεις την πλάτη σου στη ζωή του εγκληματία, αν θες να μείνεις εκτός φυλακής. |
γυρίζω πίσωphrasal verb, intransitive (retrace one's route) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The mountain climber was exhausted, but he refused to turn back. Ο ορειβάτης είχε εξαντληθεί αλλά αρνήθηκε να γυρίσει πίσω. |
απορρίπτω, αρνούμαιphrasal verb, transitive, separable (decline, refuse) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The bank turned down my application for a loan. Η τράπεζα απέρριψε την αίτησή μου για δάνειο. |
χαμηλώνωphrasal verb, transitive, separable (sound: reduce volume) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I wish you'd turn down that music! |
απορρίπτω, αρνούμαιphrasal verb, transitive, inseparable (figurative (reject) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
καταδίδωphrasal verb, transitive, separable (inform on to the police) (στην αστυνομία) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) She knew her brother had committed a crime, but she refused to turn him in. Ήξερε ότι ο αδερφός της είχε διαπράξει ένα έγκλημα, αλλά αρνήθηκε να τον καταδώσει. |
πηγαίνω για ύπνο, πηγαίνω στο κρεβάτιphrasal verb, intransitive (informal (go to bed) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) It's getting very late, I'm going to turn in. Έχει πάει αργά και θα πάω για ύπνο. |
υποβάλλωphrasal verb, transitive, separable (submit, hand in) (πχ αίτηση, αναφορά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Emma lost marks for turning in her homework a day late. |
βγαίνωphrasal verb, transitive, inseparable (exit: a road) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) We turned off the main road and drove into the country. Βγήκαμε από τον κεντρικό δρόμο και οδηγήσαμε προς την εξοχή. |
βγαίνωphrasal verb, intransitive (exit a road) (από τον δρόμο) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Evie's satnav told her to turn off at the next exit. |
αηδιάζωphrasal verb, transitive, separable (informal (disgust) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Men who smoke really turn me off. |
ανάβω, ανοίγωphrasal verb, transitive, separable (switch on) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Carl turned on the radio to listen to the news. |
ανάβω, ερεθίζω, φτιάχνωphrasal verb, transitive, separable (slang (excite sexually) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He turned me on and I just couldn't resist. Με άναψε και εγώ απλά δεν μπόρεσα να αντισταθώ. |
στρέφομαι εναντίον, εναντιώνομαιphrasal verb, transitive, inseparable (become hostile to) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) We were getting along well and then suddenly he turned on me. Τα πηγαίναμε καλά μεταξύ μας και μετά ξαφνικά στράφηκε εναντίον μου. |
παρίσταμαι, παρευρίσκομαι, πηγαίνωphrasal verb, intransitive (be present, attend [sth]) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Not many people turned out to vote on election day. Δεν πήγαν πολλοί να ψηφίσουν την ημέρα των εκλογών. |
πηγαίνω, πάωphrasal verb, intransitive (conclude: well, badly) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The forecast is good, but it is too soon to say how it will turn out. Η πρόγνωση είναι καλή, αλλά είναι πολύ νωρίς για να πούμε πως θα πάει. |
κλείνω, σβήνωphrasal verb, transitive, separable (light: switch off) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ana put down her book and turned out the bedside light. |
παράγωphrasal verb, transitive, separable (company, etc.: produce) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) This factory turns out 20,000 toothbrushes every day. |
αδειάζωphrasal verb, transitive, separable (tip out contents of) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Gina turned out her handbag and rummaged through her things for the car keys. |
διώχνωphrasal verb, transitive, separable (expel) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
γυρίζω, στρέφομαι, αναποδογυρίζωphrasal verb, intransitive (roll, flip over) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) If you can't sleep turn over onto your other side and try again. Εάν δεν μπορείς να κοιμηθείς γύρισε στο άλλο σου πλευρό και δοκίμασε ξανά. |
γυρίζω, στρέφω, αναποδογυρίζωphrasal verb, transitive, separable (roll or flip over) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
έχω τζίροphrasal verb, transitive, inseparable (earn) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The company turns over 3 million dollars a year. Η εταιρεία έχει τζίρο 3 εκατομμύρια δολάρια τον χρόνο. |
γυροφέρνωphrasal verb, transitive, separable (figurative (ponder) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) She turned the idea over in her mind. Η ιδέα κλωθογύριζε στο μυαλό της. |
μεταβολήnoun (figurative (policy, opinion: reversal) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Following a strong public outcry, the politician did an about-face regarding his position on global warming. Σε συνέχεια της ισχυρής κοινωνικής κατακραυγής, ο πολιτικός έκανε μεταβολή σε ότι αφορά την θέση του για την υπερθέρμανση του πλανήτη. |
μεταβολήnoun (military: turn) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
Μεταβολή!interjection (military: turn) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Company halt! About-face! Forward march! Λόχος αλτ! Μεταβολή! Εμπρός μαρς! |
κάνω μεταβολήintransitive verb (military: perform a turn) |
κάνω μεταβολήintransitive verb (turn in opposite direction) |
συνεχώς, διαρκώς, αδιαλείπτως, αδιάκοπαadverb (constantly, repeatedly) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
αλλαγή του καιρού προς το χειρότεροnoun (change to unpleasant weather) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The meteorologists are predicting a bad turn in the weather this weekend. |
στροφή ανύψωσης, στροφή ανόδουnoun (aircraft: type of ascent) (αεροσκάφος) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
κάνω μια καλή πράξη για κπverbal expression (perform a kind act) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
γκριζάρω(person: have graying hair) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) He began to turn grey in his early 40s. |
γκριζάρω(hair: be graying) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
ξινίζω(milk, etc.: turn bad) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) If you leave milk out in a warm place, it will go sour. |
χαλάω(figurative (friendship, etc: turn bad) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Their relationship quickly turned sour. |
χάρηnoun (favor, kind act) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
κλειστή στροφήnoun (road: sharp bend) That mountain road is full of hairpin turns next to sheer cliffs. |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>noun (UK, regional, informal (stroke of work) |
με τη σειράadverb (one at a time, in rotation) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) He looked at all the horses in turn until he found one he wanted to ride. Κοίταξε όλα τ' άλογα με τη σειρά μέχρι που βρήκε ένα που ήθελε να καβαλήσει. |
εναλλάξadverb (by turns, alternately) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The two of us drank from the bottle in turn until it was empty. Οι δυο μας πίναμε εναλλάξ απ' το μπουκάλι μέχρι που άδειασε. |
με τη σειρά μουadverb (connector: subsequently) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) John gave me the book and I, in turn, gave it to Sandy. Ο Τζον μού έδωσε το βιβλίο, κι εγώ, με τη σειρά μου, το έδωσα στη Σάντι. |
πουθενά να στραφώnoun (no help or support available) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) When he lost his job, his insurance, and his wife, he had nowhere to turn. |
ακατάλληλαadverb (inappropriately) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Julie admitted she had spoken out of turn and apologised. |
στροφή ενενήντα μοιρώνnoun (90-degree rotation) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
κλειστή/απότομη στροφήnoun (abrupt curve in a road) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The house is located just past the sharp turn in the road. |
στραμπουλώ τον αστράγαλό μουverbal expression (suffer injury: twisted ankle) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
δοκιμάζωverbal expression (have one's chance, have a go) (κάτι, να κάνω κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The teacher said the kids had to wait if they wanted to take a turn on the rides. Ο δάσκαλος είπε στα παιδιά ότι πρέπει να περιμένουν, εάν θέλουν να δοκιμάσουν να κάνουν μια βόλτα με το τρενάκι του λούνα παρκ. |
αλλάζωverbal expression (change) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
χειροτερεύωverbal expression (deteriorate) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) His condition remained stable for three days, then suddenly he took a turn for the worse. |
αναστροφή οχήματος σε στενό δρόμο με συνδυασμό έμπροσθεν και όπισθεν ταχύτηταςnoun (three-stage vehicle turn) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
επηρεάζω κτ αποφασιστικάverbal expression (figurative (cause [sth] to be more likely) |
στριφογυρίζωverbal expression (lie in bed awake and agitated) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
κάνω τα στραβά μάτιαverbal expression (figurative (pretend not to see [sth]) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I knew exactly what she was up to but decided to turn a blind eye. |
κάνω τα στραβά μάτια για κτverbal expression (figurative (pretend not to see) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The corrupt inspector agreed to turn a blind eye to the safety violations. |
στρίβωverbal expression (turn into next road) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
κάνω στροφή 180 μοιρώνverbal expression (figurative (enter a new phase) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Scientists believe they have turned a corner in their search for a cure for cancer. |
δεν ασχολούμαιverbal expression (figurative (be unwilling to listen) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αγνοώverbal expression (figurative (be unwilling to listen to) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He needs to believe in himself and turn a deaf ear to his critics. |
φέρνω κέρδος, φέρνω χρήματαverbal expression (make money, generate income) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
στρέφω κπ εναντίον κπ(prejudice [sb] against [sb]) (με γενική) The family turned her against me. Η οικογένεια την έστρεψε εναντίον μου. |
γυρίζω από την άλλη(move to face away) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) If you turn around, you'll see a beautiful sunset. Εάν γυρίσεις από την άλλη θα δεις ένα όμορφο ηλιοβασίλεμα. |
περιστρέφομαι(spin, rotate, revolve) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The record turns around at 33 rpm. |
περιστρέφομαι γύρω από κτ(rotate around [sth]) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The Earth turns around its axis. Η γη γυρίζει γύρω από τον άξονά της. |
παρεκκλίνω, εκτρέπομαι(deflect) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
απορρίπτω(figurative (reject) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The judge turned aside the company's argument that the court had no jurisdiction over the case. Ο δικαστής απέρριψε το επιχείρημα της εταιρείας ότι το δικαστήριο δεν είχε καμία δικαιοδοσία στην υπόθεση. |
αποφεύγωverbal expression (figurative (avoid involvement in) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αποφεύγωverbal expression (figurative (avoid involvement) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He turns away from dealing with beggars. Αποφεύγει να έχει επαφές με ζητιάνους. |
φεύγω, απομακρύνομαι, αποστρέφομαι(cause to move away) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) It was hard to turn the cattle away from the broken fence. Ήταν δύσκολο να απομακρύνω τα βοοειδή από τον χαλασμένο φράκτη. |
απαγορεύω την είσοδο σε κπ(deny entry) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Turn them away at the gate. Μην τους αφήσετε να μπουν μέσα! |
γυρίζω πίσω τον χρόνο, γυρίζω τον χρόνο πίσωverbal expression (figurative (restore youth) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) When she reached the age of 80 she became desperate to turn back the clock. Nora hoped that plastic surgery would turn back the clock for her. |
ετοιμάζω για τον ύπνο, ετοιμάζω για τη νύχτα(fold back: blankets on bed) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The hotel cleaner had turned down the sheets and left a chocolate on the pillow. Η καθαρίστρια του ξενοδοχείου είχε ετοιμάσει τα σεντόνια για τη νύχτα και είχε αφήσει ένα σοκολατάκι στο μαξιλάρι. |
τραβώ την προσοχήverbal expression (figurative (attract a lot of attention) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αναποδογυρίζωverbal expression (reverse or invert) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
στρίβω αριστεράintransitive verb (go round a left-hand corner) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
ελευθερώνω, αφήνω ελεύθερο(release, set free) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The dogs were making such a noise that I turned them loose in the paddock. |
τροπή των γεγονότωνnoun (new occurrence) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
νοοτροπίαnoun (inclination, bent) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) He's of a generally pessimistic turn of mind. |
γύρισμα του λόγουnoun (expression, wording) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) He read over the letter, savouring every turn of phrase. |
αλλαγή του αιώναnoun (point when one century becomes another) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) At the turn of the century Queen Victoria was still on the throne. |
κλείνω, σβήνω(switch off, extinguish) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Before I go to sleep I turn off the T.V. Πριν πάω για ύπνο κλείνω την τηλεόραση. |
προκαλώ απέχθεια σε κπ για κτ/κπverbal expression (informal (cause to dislike) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Getting drunk on whisky turned Ben off alcohol completely. |
κάνω στροφή 180 μοιρών, κάνω επιτόπου στροφήverbal expression (US, informal, figurative (change direction quickly) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ανάβω, ανοίγωverbal expression (switch the light on) (φως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I always turn on the light when I walk into the room. |
πάω καλάverbal expression (informal (end well) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Annie hoped her project would turn out right so she'd get a good grade. Η Άννυ ήλπιζε να πάει καλά η εργασία για να πάρει καλό βαθμό. |
αποδεικνύομαι ότιverbal expression (be discovered to be) The man convicted of the crime turned out to be innocent. |
γίνομαιverbal expression (become) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Your son has turned out to be a hardworking young man; you must be proud of him. |
παραδίδωverbal expression (deliver, surrender [sth]) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) She turned the money over to her boss. Παρέδωσε τα χρήματα στο αφεντικό της. |
γυρίζω σελίδαverbal expression (figurative (reform your behaviour) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του turn into στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του turn into
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.