Τι σημαίνει το terreni στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης terreni στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του terreni στο Ιταλικό.

Η λέξη terreni στο Ιταλικό σημαίνει εγκόσμιος, γήινος, επίγειος, έδαφος, στη γη, έδαφος, γη, έδαφος, χώμα, γη, γήπεδο, κοσμικός, εγκόσμιος, επίγειος, θρεπτικό μέσο, θρεπτικό υλικό, υπόστρωμα, μεγάλη έκταση γης, χώμα, κοσμικός, έδαφος, λιβάδι, γήινος, εγκόσμιος, επίγειος, κομμάτι γης, κοσμικός, λαϊκός, βοσκότοπος, ελώδης περιοχή, νοικιασμένο χωράφι, χωράφι, υγρότοπος, άλσος, αναξιοποίητη περιοχή, αναξιοποίητη ζώνη, τοπογραφικό σχέδιο, καλλιεργήσιμη γη, οροπέδιο, χορταριασμένο έδαφος, έδαφος με γρασίδι, παιχνίδι με ρίξιμο μαχαιριών, περίχωρα, μικρό αγρόκτημα, βάλτος, βάλτος, καλλιεργήσιμη έκταση, ερημότοπος, έδαφος σε περίοδο αγρανάπαυσης, γερή βάση, ισόγειο, ουδέτερο έδαφος, χώρος αθλητικών εκδηλώσεων, χώρος δοκιμών, σιφόνι δαπέδου, μετόχι, περιοχή δοκιμής, μέσο καλλιέργειας, προετοιμάζω το έδαφος, προετοιμάζω το έδαφος, βολιδοσκοπώ την κατάσταση, μαζεύω γνώμες, μαζεύω απόψεις, κερδίζω έδαφος, acre, έικρ, πεδίο διαμάχης, ερημιά, πρόσφορο έδαφος, οργωμένος, έδαφος μπροστά από κτ άλλο, αποψιλωμένη έκταση, ξεχορταριάζω, αποχαρακτηρίζω, αποψιλωμένος, πρόσφορο έδαφος, πόροι, κάψιμο, διανομή αγροτεμαχίων με κλήρωση ανάμεσα στους δικαιούχους, είδος μισθώματος, δύσκολη πεζοπορία με πλήρη εξάρτυση, χερσότοπος, χάνω έδαφος, κάνω δύσκολη πεζοπορία. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης terreni

εγκόσμιος, γήινος, επίγειος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Frank è deliziato dal buon cibo e da altri piaceri terreni.

έδαφος

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Il terreno era irregolare e gli escursionisti ebbero qualche difficoltà ad attraversarlo.

στη γη

aggettivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La fede nell'aldilà gli ha permesso di sopportare i tormenti della vita terrena.

έδαφος

(επιφάνεια της γης)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La noce di cocco cadde sul terreno proprio accanto a noi.
Η καρύδα έπεσε στο έδαφος δίπλα μας.

γη

(χώμα, έδαφος)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Le fattorie funzionano perché qui c'è un terreno così ricco.
Οι φάρμες ευημερούν επειδή η γη εδώ είναι πολύ εύφορη.

έδαφος, χώμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il terreno qui è ricco di colore e di minerali.
Η γη εδώ είναι πλούσια σε χρώμα και μεταλλικά στοιχεία.

γη

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il terreno qui è ricco e fertile.
Το έδαφος (or: χώμα) εδώ είναι εύφορο και γόνιμο.

γήπεδο

sostantivo maschile (figurato) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Sicura di sé ora che era sul suo terreno, la ministra iniziò a spiegare i problemi che aveva esaminato con scrupolosità.
Έχοντας αυτοπεποίθηση τώρα που ήταν στα χωράφια της η υπουργός άρχισε να εξηγεί τα ζητήματα που είχε ερευνήσει τόσο διεξοδικά.

κοσμικός, εγκόσμιος, επίγειος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Al prete non importava delle cose terrene.

θρεπτικό μέσο, θρεπτικό υλικό, υπόστρωμα

sostantivo maschile (biologia: di coltura) (βιολογία)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Tutti i test sono stati condotti utilizzando un terreno di acqua di mare artificiale ricco di nutrienti.
Όλα τα τεστ έγιναν με χρήση ενός υψηλού σε θρεπτικά συστατικά τεχνητού υποστρώματος θαλασσινού νερού.

μεγάλη έκταση γης

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ho un bel pezzo di terra sulla costa, ma non è edificabile.

χώμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Lucy scavò la terra nel suo orto per prepararlo alla semina.
Η Λούσι έσκαψε το χώμα στο λαχανόκηπό της για να το προετοιμάσει για το φύτεμα.

κοσμικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

έδαφος

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
In molte parti dell'Ohio il territorio è pianeggiante.
Το έδαφος σε πολλά σημεία του Οχάιο είναι επίπεδο.

λιβάδι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I cani giocavano nel campo accanto alla casa.
Τα σκυλιά έπαιζαν στον αγρό δίπλα στο σπίτι.

γήινος, εγκόσμιος, επίγειος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Si comporta come se non avesse preoccupazioni terrene.

κομμάτι γης

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Stanno progettando la costruzione di un supermercato sul quel terreno (or: appezzamento di terreno).

κοσμικός, λαϊκός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Quando gli fu chiesto se aveva interessi terreni, il prete non disse niente.
Όταν ρώτησα αν είχε καθόλου κοσμικά ενδιαφέροντα, ο ιερέας δεν είπε τίποτα.

βοσκότοπος

(terreno) (μέρος)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
La maggior parte del terreno che possediamo è buona solo per il pascolo.
Το μεγαλύτερο μέρος της γης που έχουμε στην ιδιοκτησία μας είναι κατάλληλο μόνο για βοσκή.

ελώδης περιοχή

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

νοικιασμένο χωράφι

sostantivo femminile

Sandy ha piantato fagioli e cavoli nella sua porzione di terreno in affitto.

χωράφι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
L'aereo volò sopra al terreno coltivato e alle foreste.

υγρότοπος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

άλσος

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

αναξιοποίητη περιοχή, αναξιοποίητη ζώνη

sostantivo maschile (επίσ)

τοπογραφικό σχέδιο

sostantivo maschile

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

καλλιεργήσιμη γη

sostantivo maschile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

οροπέδιο

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il borgo pittoresco è situato su terreno collinoso.

χορταριασμένο έδαφος, έδαφος με γρασίδι

sostantivo maschile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

παιχνίδι με ρίξιμο μαχαιριών

sostantivo maschile (gioco)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

περίχωρα

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Ο Τάκης μένει κάπου στα πέριξ των Αθηνών.

μικρό αγρόκτημα

sostantivo maschile (proprietà terrena)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

βάλτος

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

βάλτος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

καλλιεργήσιμη έκταση

sostantivo maschile

ερημότοπος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

έδαφος σε περίοδο αγρανάπαυσης

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Si lascia il terreno a maggese per farlo arricchire nuovamente di sostanze.

γερή βάση

sostantivo maschile (figurato) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Nella decisione di combattere strenuamente l'evasione fiscale, il presidente si muove su un terreno sicuro perché sa che tutti sono dalla sua parte.

ισόγειο

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il palco per il concerto è tre metri al di sopra del livello del terreno.

ουδέτερο έδαφος

sostantivo maschile (figurato) (μεταφορικά)

χώρος αθλητικών εκδηλώσεων

sostantivo maschile (sport)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

χώρος δοκιμών

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

σιφόνι δαπέδου

sostantivo maschile

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Uno scarico a pavimento nell'atrio è molto utile per strizzare lo spazzolone.
Ένα σιφόνι δαπέδου στο χωλ είναι βολικό για να στίβουμε τη σφουγγαρίστρα.

μετόχι

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

περιοχή δοκιμής

sostantivo maschile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

μέσο καλλιέργειας

sostantivo maschile

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

προετοιμάζω το έδαφος

verbo transitivo o transitivo pronominale (figurato) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Non lavarsi le mani prima di mangiare significa preparare il terreno a possibili infezioni.

προετοιμάζω το έδαφος

(figurato)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Gli accordi economici furono usati per preparare il terreno per una piena collaborazione politica.
Η οικονομική συμφωνία προετοίμασε το έδαφος για πλήρη πολιτική συνεργασία.

βολιδοσκοπώ την κατάσταση

verbo transitivo o transitivo pronominale (figurato)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μαζεύω γνώμες, μαζεύω απόψεις

verbo transitivo o transitivo pronominale (figurato)

κερδίζω έδαφος

verbo intransitivo (figurato)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Poco a poco stiamo guadagnando terreno.

acre, έικρ

sostantivo plurale maschile (figurato: grande proprietà) (μονάδα εμβαδού)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
I miei nonni possiedono una fattoria di cento acri di terreno.
Οι παππούδες μου έχουν ένα αγρόκτημα έκτασης εκατό acre.

πεδίο διαμάχης

sostantivo maschile (figurato) (για κάποιο θέμα)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

ερημιά

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il Deserto del Sahara è per la maggior parte terreno abbandonato.

πρόσφορο έδαφος

sostantivo maschile

Quello stagno è un terreno fertile per le zanzare.

οργωμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

έδαφος μπροστά από κτ άλλο

sostantivo maschile

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

αποψιλωμένη έκταση

sostantivo maschile

ξεχορταριάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (κυριολεκτικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Prima che potessero anche solo pensare di costruire dei ripari, hanno dovuto ripulire il terreno da centinaia di grandi massi.

αποχαρακτηρίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (UK) (δάσος, δασική έκταση)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αποψιλωμένος

sostantivo maschile

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

πρόσφορο έδαφος

sostantivo maschile (figurato)

Le condizioni economiche disagiate crearono un perfetto terreno di coltura per la rivoluzione.

πόροι

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι Ολυμπιακοί (αγώνες), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

κάψιμο

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Si vedeva il terreno bruciato nel campo, causato dal fulmine.

διανομή αγροτεμαχίων με κλήρωση ανάμεσα στους δικαιούχους

sostantivo femminile

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

είδος μισθώματος

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

δύσκολη πεζοπορία με πλήρη εξάρτυση

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

χερσότοπος

sostantivo maschile (μη καλλιεργημένος)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Il terreno sterile si estende per miglia.

χάνω έδαφος

verbo transitivo o transitivo pronominale (figurato) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κάνω δύσκολη πεζοπορία

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του terreni στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.