Τι σημαίνει το staresti στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης staresti στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του staresti στο Ιταλικό.
Η λέξη staresti στο Ιταλικό σημαίνει -, είμαι, βρίσκομαι, να είσαι, να είστε, χωράω, είμαι, εφαρμόζω, να είσαι, ταιριάζω, μένω, έγκειται, είμαι σε θέση να κάνω κτ, είμαι, στέκομαι, μένω, μένω, αναπαύομαι, κείμαι, κείτομαι, κάνω σε κπ, χωράω σε κτ, επικείμενος, επαπειλούμενος, ακολουθώ το παράδειγμα κάποιου, ανησυχώ, αιωρούμαι, ταιριάζω, καλύτερα, κολλάω πίσω από το μπροστινό αμάξι, είμαι απλωμένος, ζευγάρι, κολλάω πίσω από κπ/κτ, είμαι κολλητός, το βουλώνω, το ράβω, ταιριάζω, χωρώ σε κτ, χαλαρώνω, ακολουθώ, παρακολουθώ, υγιέστερος, πιο υγιής, φυσιολάτρης, άσχημα, άσχημα, περδίκι, περδίκι, σε καλύτερη οικονομική κατάσταση, έτοιμος να βάλει τα κλάμματα, εντός θέματος, που τελειώνει, ετοιμοθάνατος, όπου να' ναι, θα, στην καρδιά σου, στοιχηματίζω ότι, πάω στοίχημα ότι, είμαι κατενθουσιασμένος, είμαι στο όριο του, μην ανησυχείς, μείνε ήσυχος, άσε με ήσυχο, παράτα με, σημειωτέον δε, πρόσεχε!, άστο, παράτα το, διανυκτέρευση ενός παιδιού στο σπίτι ενός φίλου, αεικίνητος, το να κοιμάμαι μέχρι αργά, εντολή παραμονή κατ' οίκον, το να κάθομαι με τα πόδια ανοιχτά, μου αρέσει, δεν έχω δουλειά να κάνω κτ, δεν έχω καμία δουλειά να κάνω κτ, απλά κάνε κτ, μένω κοντά σε κπ/κτ, μου φέρνει ναυτία, μου φέρνει αναγούλα, παίζω εκ του ασφαλούς, πάω εκ του ασφαλούς, έρχομαι δεύτερος, παίζω το παιχνίδι, πάω με τα νερά, στέκομαι προσοχή, αποφεύγω, χαλαρώνω, προσέχω το βάρος μου, που πρόκειται να γίνει, που πρόκειται να συμβεί, ό,τι στοίχημα θες, ακολουθώ, δεν αντέχω κπ/κτ, αισθάνομαι ωραία, υπακούω τους κανόνες, κάνω έρευνα, ψαρεύω για στοιχεία, είμαι καλοντυμένος, είμαι ωραίος, δίνω προσοχή, προσέχω, προσέχω, κάθομαι σπίτι, μένω στο σπίτι, αποφεύγω, υπακούω κανονισμούς, κρατώ το κεφάλι μου πάνω από την επιφάνεια του νερού κουνώντας τα άκρα, προσέχω, τα πηγαίνω καλά, τα πάω καλά, πηγαίνω καλά, πάω καλά, έρχομαι κοντά στη φύση, είμαι όλα τα λεφτά, τα σπάω, σηκώνω αστεία, περιμένω υπομονετικά την κατάλληλη ευκαιρία, αφήνω κτ ήσυχο, μετρώ τα λόγια μου, αισθάνομαι περήφανος, αφήνω κπ στην ησυχία του. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης staresti
-verbo intransitivo (ausiliare) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Teresa in questo momento sta cenando. Αυτή τη στιγμή, η Τερέζα τρώει το βραδινό της. |
είμαι, βρίσκομαι(trovarsi) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il burro è sul tavolo. Το βούτυρο είναι (or: βρίσκεται) πάνω στο τραπέζι. |
να είσαι, να είστε(προστακτική) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Sii ragionevole! |
χωράωverbo intransitivo (di dimensioni) (διαστάσεις) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Quel pezzo non ci sta perché non è della misura giusta. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Αυτό το τραπέζι δεν χωράει στο μικρό δωμάτιο. |
είμαιverbo intransitivo (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Sta meglio di ieri? Τα πάει καθόλου καλύτερα από χτες; |
εφαρμόζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Quel vestito ti sta molto bene. Αυτό το φόρεμα σου πέφτει πολύ ωραία. |
να είσαιverbo intransitivo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Stai sicuro che ci sarò. Μείνε ήσυχος, θα έρθω. |
ταιριάζω(indumenti) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Quel cappotto ti sta molto bene. Το παλτό κάθεται πολύ καλά πάνω σου. |
μένωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Stai qui e non muoverti. Μείνε εδώ και μην κουνηθείς. |
έγκειται(επίσημο) Το πρόβλημα έγκειται στην έλλειψη συγκέντρωσης των μαθητών. |
είμαι σε θέση να κάνω κτverbo intransitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) L'investitore rimase fermo nella sua posizione per fare una fortuna dall'accordo. |
είμαι, στέκομαιverbo intransitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Gli spettatori rimasero affascinati dalle abilità del ballerino. |
μένω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Alloggeremo in un albergo. |
μένω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Gli escursionisti hanno alloggiato una notte nell'ostello. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Οι εξαντλημένοι ταξιδιώτες κατέλυσαν σε έναν ξενώνα στην άκρη της πόλης. |
αναπαύομαι, κείμαι, κείτομαι(ευφημ, λόγιος: για νεκρό) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
κάνω σε κπ(vestire bene addosso) Ti va bene questa camicia, o è troppo grande? Σου εφαρμόζει καλά αυτό το πουκάμισο, ή μήπως είναι πολύ μεγάλο; |
χωράω σε κτverbo intransitivo (di dimensioni) Quel tavolo non entra in questa piccola stanza. Αυτό το τραπέζι δεν χωράει στο μικρό δωμάτιο. |
επικείμενος, επαπειλούμενος(essere imminente) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ακολουθώ το παράδειγμα κάποιου(imitare) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'insegnante di fitness volle che lo seguissimo negli esercizi. |
ανησυχώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Lo so che ha diciott'anni, ma mi preoccupo ancora quando esce da solo. Siamo al sicuro, non preoccupatevi. Ξέρω ότι είναι δεκαοχτώ, αλλά ακόμα ανησυχώ όταν βγαίνει μόνος του. Είμαστε ασφαλής, μην ανησυχείς σε παρακαλώ. |
αιωρούμαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Το ελικόπτερο υπερίπτατο του γηπέδου του μπέιζμπωλ. |
ταιριάζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) In questo progetto di decorazione, il verde e il rosa si intonano. |
καλύτερα
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Μην ανησυχείς, είσαι καλύτερα χωρίς αυτόν. Θα είσαι καλύτερα αν απλώς την αγνοήσεις. |
κολλάω πίσω από το μπροστινό αμάξι(μτφ, καθομ, ανεπίσημο) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
είμαι απλωμένος(oggetto: al suolo, per terra) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) |
ζευγάρι(innamorati) (συζυγική ή ερωτική σχέση) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Ma voi due siete una coppia? Είστε μαζί εσείς οι δύο; |
κολλάω πίσω από κπ/κτ(μτφ, καθομ, ανεπίσημο) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Un auto rossa mi ha tallonato fino al negozio di alimentari. |
είμαι κολλητός
(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Δε μου αρέσει όπως κολλάει πάνω μου το νέο μου φόρεμα. |
το βουλώνω, το ράβω(αργκό, πιθανά προσβλ) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Τον έπιασε πάλι παραλήρημα. Εύχομαι να το βουλώσει! |
ταιριάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Hai fatto un buon lavoro a fare in modo che tutti i mobili di questa stanza si accordassero così bene alla carta da parati. Κατάφερες πολύ καλά να κάνεις όλα τα έπιπλα σε αυτό το δωμάτιο να ταιριάζουν τόσο καλά με την ταπετσαρία. |
χωρώ σε κτ(in uno spazio piccolo) Η συγκεκριμένη φωτογραφική μηχανή χωρά στην τσέπη ή σε μια μικρή τσάντα. |
χαλαρώνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Dovresti calmarti: mi andrà tutto bene. |
ακολουθώ, παρακολουθώ(κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'agente pedinava il sospettato. |
υγιέστερος, πιο υγιήςverbo intransitivo (άνθρωπος) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Stai molto meglio dell'inverno scorso. |
φυσιολάτρηςaggettivo (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
άσχημα(informale: leggermente indisposto) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Alicia aveva l'influenza e stava così così. |
άσχημα(informale) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Oggi non sono andata al lavoro perché mi sentivo così così. Δεν πήγα στη δουλειά σήμερα επειδή ένιωθα αδιάθετος. |
περδίκι(dopo una malattia) (καθομιλουμένη) (ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.) Oramai è quasi una settimana che è di nuovo in forma. |
περδίκι(dopo una malattia) (καθομιλουμένη) (ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.) Ciao! È bello vederti di nuovo in forma dopo così poco tempo dall'intervento. |
σε καλύτερη οικονομική κατάσταση
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Είμαι σε πολύ καλύτερη οικονομική κατάσταση τώρα που έχω αυτήν την καινούρια δουλειά. |
έτοιμος να βάλει τα κλάμματαverbo transitivo o transitivo pronominale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Sembrava che John stesse per scoppiare a piangere quando Linda gli ha detto che era bruttissimo. Il suo labbro inferiore tremava sempre quando stava per scoppiare a piangere. Ο Τζον ήταν έτοιμος να βάλει τα κλάμματα αφότου η Λίντα τον αποκάλεσε άσχημο. |
εντός θέματοςverbo intransitivo (figurato) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Il professor Adams non sta sempre in tema quando parla. Ο καθηγητής Άνταμς δεν είναι πάντα εντός θέματος όταν μιλάει. |
που τελειώνειverbo transitivo o transitivo pronominale (essere a corto di) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Devo fare un salto al negozio perché sto per finire il latte. |
ετοιμοθάνατος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) È andato a trovare sua zia che stava per morire. Ο Ρόμπερτ επισκέφτηκε την ετοιμοθάνατη θεία του. |
όπου να' ναι
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Chiama ogni giorno alla stessa ora; in effetti dovrebbe chiamare più o meno adesso. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Μην κλαις, όπου να' ναι θα έρθει η μαμά. |
θαverbo intransitivo (μόριο: Βοηθούν στον σχηματισμό της υποτακτικής και των μελλοντικών χρόνων, π.χ.να ήμουν πάλι παιδί, θα παντρευτώ, ή πρόκειται για άκλιτες λέξεις που δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως άλλο μέρος του λόγου.) Ποιος θα πληρώνει τους λογαριασμούς όσο θα λείπεις; |
στην καρδιά σουverbo intransitivo (idiomatico) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) È un argomento che mi sta a cuore. |
στοιχηματίζω ότι, πάω στοίχημα ότιinteriezione (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Puoi star certo che Maria dirà al professore quello che abbiamo fatto. |
είμαι κατενθουσιασμένοςverbo (informale, figurato: essere entusiasti) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
είμαι στο όριο του(fare) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
μην ανησυχείς, μείνε ήσυχοςverbo intransitivo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Stia tranquillo, questo programma non le manderà in tilt in computer. |
άσε με ήσυχο, παράτα μεinteriezione (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Smettila di darmi noia, lasciami in pace! |
σημειωτέον δεverbo intransitivo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Prendete nota della data di consegna dei vostri lavori. |
πρόσεχε!verbo intransitivo Stai attento! Non sai cosa ti aspetta là fuori! Πρόσεχε! Δεν ξέρεις τι υπάρχει εκεί έξω. |
άστο, παράτα τοinteriezione (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Non dovresti lasciarti coinvolgere dalla loro lite, lascia stare. Δεν θα έπρεπε να εμπλακείς στον καυγά τους. Άστο (or: παράτα το). |
διανυκτέρευση ενός παιδιού στο σπίτι ενός φίλουverbo intransitivo (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) I ragazzi stanno a dormire a casa di Chris. Τα αγόρια θα κοιμηθούν το βράδυ στο σπίτι του Κρις. |
αεικίνητοςsostantivo maschile (ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) |
το να κοιμάμαι μέχρι αργά
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Lo stare a letto fino a tardi è una delle cose più belle del weekend. |
εντολή παραμονή κατ' οίκον(ordinanza) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
το να κάθομαι με τα πόδια ανοιχτάverbo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μου αρέσει(informale) Questa situazione non mi sta bene. Αυτή η κατάσταση δεν μου κάθεται καλά. |
δεν έχω δουλειά να κάνω κτ, δεν έχω καμία δουλειά να κάνω κτ(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Non dovevi spargere quelle voci su di me! |
απλά κάνε κτ
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
μένω κοντά σε κπ/κτverbo intransitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Quando saremo al concerto resta vicino a me, non voglio che tu ti perda. |
μου φέρνει ναυτία, μου φέρνει αναγούλαverbo transitivo o transitivo pronominale (κάτι εμένα) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Non sono potuto rimanere con lui all'ospedale perché la vista del sangue mi fa stare male. |
παίζω εκ του ασφαλούς, πάω εκ του ασφαλούς
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La ginnasta prese in considerazione l'ipotesi di tentare il salto mortale, ma poi decise di stare sul sicuro e di attenersi al programma che conosceva bene. |
έρχομαι δεύτερος(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
παίζω το παιχνίδι, πάω με τα νεράverbo intransitivo (μεταφορικά: κάποιου) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Non stupisce che abbia successo, sa bene come stare al gioco. |
στέκομαι προσοχή
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αποφεύγω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Cerco di tenermi alla larga dai cibi fritti. |
χαλαρώνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Bruce adora stare tranquillo quando è al bungalow sul lago. Του Μπρους του αρέσει να χαλαρώνει όταν είναι στο εξοχικό στη λίμνη. |
προσέχω το βάρος μουverbo intransitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le piacciono i cibi nutrienti; non deve esagerare e deve stare attenta al proprio peso. |
που πρόκειται να γίνει, που πρόκειται να συμβείverbo intransitivo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Sta per diventare la più giovane scienziata ad aver vinto il Premio Nobel. Πρόκειται να γίνει η νεώτερη επιστήμονας που θα κερδίσει το Βραβείο Νόμπελ. |
ό,τι στοίχημα θεςverbo intransitivo (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Stai pur certo che sarò a casa in tempo per la cena. |
ακολουθώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Io apro un passaggio attraverso la giungla e tu stai dietro. |
δεν αντέχω κπ/κτ(figurato, colloquiale) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Δεν αντέχω το αυταρχικό και απαιτητικό αφεντικό μου. |
αισθάνομαι ωραία(figurato) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) E chi si muove! Qui sto veramente da dio! |
υπακούω τους κανόνες
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le cose funzionano meglio quando tutti rispettiamo le regole. Τα περισσότερα πράγματα λειτουργούν πιο ομαλά όταν όλοι υπακούμε τους κανόνες. Ήταν ανυπότακτος και θεωρούσε ότι δεν έπρεπε να υπακούσει τους κανόνες. |
κάνω έρευνα, ψαρεύω για στοιχεία(indagare per incastrare, senza un reato) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
είμαι καλοντυμένος, είμαι ωραίος
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
δίνω προσοχή, προσέχωverbo transitivo o transitivo pronominale (ακούω προσεκτικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
προσέχωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Bisogna prestare attenzione alle indicazioni del bugiardino prima di assumere il farmaco. |
κάθομαι σπίτι, μένω στο σπίτιverbo intransitivo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Oggi sono stato a casa perché non mi sentivo bene. |
αποφεύγωverbo intransitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Stai alla larga da lui, ti porterà sulla cattiva strada. |
υπακούω κανονισμούςverbo intransitivo (figurato: obbedire) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κρατώ το κεφάλι μου πάνω από την επιφάνεια του νερού κουνώντας τα άκραverbo intransitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Durante le lezioni di nuoto per principianti si insegna agli allievi a stare a galla. |
προσέχω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Dovrai stare attento a dove metti i piedi quando scenderai dalla montagna. |
τα πηγαίνω καλά, τα πάω καλά, πηγαίνω καλά, πάω καλάverbo intransitivo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Sarah e Jim sono felici di annunciare l'arrivo di loro figlia Grace. Sia la madre che il bambino stanno bene. Η Σάρα και ο Τζιμ έχουν τη χαρά να ανακοινώσουν τον ερχομό της κόρης τους, Γκρέις. Τόσο η μητέρα όσο και το βρέφος τα πηγαίνουν καλά. |
έρχομαι κοντά στη φύσηverbo intransitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Mary adora le piante ed essendo un botanico può stare a stretto contatto con la natura. |
είμαι όλα τα λεφτά, τα σπάω(μεταφορικά, αργκό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
σηκώνω αστείαverbo intransitivo (μτφ, καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
περιμένω υπομονετικά την κατάλληλη ευκαιρία
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αφήνω κτ ήσυχοverbo transitivo o transitivo pronominale |
μετρώ τα λόγια μου(figurato) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αισθάνομαι περήφανοςverbo intransitivo (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Rimase a testa alta dopo essersi difesa con successo. |
αφήνω κπ στην ησυχία τουverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του staresti στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.