Τι σημαίνει το sentirci στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης sentirci στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του sentirci στο Ιταλικό.
Η λέξη sentirci στο Ιταλικό σημαίνει αισθάνομαι, νιώθω, ακούω, ακούω, ακούω, νιώθω, αισθάνομαι, νιώθω, αισθάνομαι, νιώθω, αισθάνομαι, γεύομαι, άγγιγμα, παρακολουθώ, ακούω, αισθάνομαι, νιώθω, μυρίζω, έχω νέα από, ακούω, βλέπω, ακούω, ακούω, μαθαίνω για κτ, συμβουλεύομαι, αισθάνομαι, νιώθω, παρακολουθώ, θυμίζω, κάτι παίρνει το αυτί μου, αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω ενστικτωδώς, επικοινωνώ, έρχομαι σε επαφή, ακούω, έχω γεύση, ψάχνω, βρίσκω, μου λείπει, μου λείπει, κρίση, εκτίμηση, δεν, κοίταξε να δεις, κοίτα να δεις, αυτοπροώθηση, δεν ντρέπομαι, μου φέρνει ναυτία, μου φέρνει αναγούλα, κάνω κπ να νιώσει σαν στο σπίτι του, ακούγομαι, εισασακούομαι, κάτι μου βρωμάει, ορθώνω το ανάστημά μου, αισθάνομαι το βάρος, έχω την ευθύνη, κάνω κπ να νιώσει τύψεις, κάνω κάποιον να νιώσει ένοχος, κάνω κπ να νιώσει άνετα, κάνω κπ να νιώσει ευπρόσδεκτος, προσέχω, βάζω μυαλό, εκμεταλλεύομαι τη μειονεκτική θέση του αντιπάλου, για να εξασφαλίσω τη δική μου υπεροχή, έχω οικονομικές δυσκολίες, παίρνει το αυτί μου κτ, κάνω θόρυβο, ζαλίζομαι, λέω τη γνώμη μου, δίνω δύναμη, ακούω, πονάω, πονώ, υποφέρω, επικοινωνώ, δεν έχω νέα, δεν ακούω κάτι, ακούω, μαθαίνω, ακούω, μαθαίνω, βολιδοσκοπώ, κρυώνω, ακρόαση, εκφράζω τη γνώμη μου, επικοινωνώ με κπ, βολιδοσκοπώ, ανήκω, μιλάω, ακούω, μαθαίνω κτ από κπ, ακούω κτ από κπ, κάνω κπ να νιώσει άνετα, ακούω, κάνω κπ να νιώσει τύψεις, μυρίζω, μυρίζω, άκου, αισθάνομαι, νιώθω, που κρυώνει, έντονα, πονάω, πονώ, χάνομαι, οσφραίνομαι, μυρίζομαι, χρειάζομαι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης sentirci
αισθάνομαι, νιώθωverbo transitivo o transitivo pronominale (al tatto) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ha sentito la sua mano sulla spalla. Αισθάνθηκε (or: ένιωσε) το χέρι της στον ώμο του. |
ακούω(udire) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ha sentito un fracasso in cucina ed è andato a vedere cosa era successo. Άκουσε έναν κρότο στην κουζίνα και πήγε να δει τι έγινε. |
ακούωverbo transitivo o transitivo pronominale (udire) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Riesci a sentire il fischio del treno? Ακούς το τρένο που σφυρίζει; // Δεν σε άκουσα όταν ήρθες χτες το βράδυ. |
ακούωverbo transitivo o transitivo pronominale (udire) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Non riesce più a sentire bene a sta diventando sorda. Δεν ακούει πλέον καλά και παθαίνει κώφωση. |
νιώθω(non al tatto) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ho sentito ostilità nella sua voce. Ένιωσα εχθρότητα στη φωνή του. |
αισθάνομαι, νιώθωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Riusciva a sentire il suo sguardo su di sé. Μπορούσε να αισθανθεί το βλέμμα της επάνω του. |
αισθάνομαι(pensare) (ότι, πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Sentiva che le sue azioni erano ingiuste. Αισθανόταν ότι οι πράξεις της ήταν άδικες. |
νιώθω, αισθάνομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ha sentito tutta la violenza dell'impatto. |
γεύομαιverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ho sentito un po' di cannella nella pasta. Γεύτηκα λίγη κανέλα στα ζυμαρικά. |
άγγιγμαverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) A Ellen bastò toccare rapidamente il tessuto per capire che non era ciò che voleva. |
παρακολουθώverbo transitivo o transitivo pronominale (funzione religiosa) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Andiamo a sentire la messa ogni domenica mattina. |
ακούωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Siamo andati ad ascoltare il concerto al parco. Πήγαμε να παρακολουθήσουμε τη συναυλία στο πάρκο. |
αισθάνομαι, νιώθωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Sentiva la sua rabbia dall'altra parte del telefono. |
μυρίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (odore, profumo) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Hai sentito il suo nuovo profumo? |
έχω νέα απόverbo transitivo o transitivo pronominale (avere notizie) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Hai sentito Davide ultimamente? Έχεις νέα από τον Ντέιβιντ αυτές τις μέρες; Δεν έχει νέα από τον αδερφό της εδώ και 3 μήνες. |
ακούωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Scusa, non ho sentito. Cosa hai detto? Συγγνώμη, δεν το άκουσα. Τι είπες; |
βλέπωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Hai sentito il telegiornale ieri sera? |
ακούω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Non ho sentito cos'hai detto. Δεν έπιασα τι είπες. |
ακούω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Houston, mi sentite? |
μαθαίνω για κτ(venire a sapere) Quando hai saputo della sua morte? |
συμβουλεύομαιverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Prima di iniziare una dieta rigida sarebbe meglio sentire il proprio medico. |
αισθάνομαι, νιώθω(σωματική αίσθηση) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Sento molto dolore al ginocchio. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Πολλές φορές ο μετανάστης υφίσταται ταπεινώσεις και προσβολές. |
παρακολουθώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
θυμίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Inizia a sembrare davvero primavera! Άρχισε πραγματικά να θυμίζει άνοιξη! |
κάτι παίρνει το αυτί μουverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ho sentito dire che c'è gente che dubita dell'evoluzionismo. |
αντιλαμβάνομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Jess ha percepito una punta di rimpianto nella voce di Simon. |
καταλαβαίνω ενστικτωδώςverbo transitivo o transitivo pronominale (κτ ή ότι/πως) Appena Carmel vide il volto di Anna, intuì istintivamente che qualcosa non andasse bene. |
επικοινωνώ, έρχομαι σε επαφήverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Aspetta che contatto il mio avvocato e vediamo che cosa dice. |
ακούωverbo intransitivo (venire a sapere) (ότι, πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Hai sentito che il Sig. Johnson è morto? Έμαθες ότι ο κύριος Τζόνσον πέθανε; |
έχω γεύσηverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Mi piace davvero la consistenza del cibo, ma non ne distinguo davvero il sapore. Μου αρέσει η υφή του φαγητού, αλλά δεν έχω και πολύ γεύση. |
ψάχνω, βρίσκω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Contattami la prossima volta che ti trovi dalle mie parti. Πάρε με την επόμενη φορά που θα βρίσκεσαι στην πόλη. |
μου λείπει
Ai bambini manca il padre quando è fuori per lavoro. Τα παιδιά αποζητούν τον πατέρα τους όταν είναι μακριά για δουλειές. |
μου λείπει
Mi mancano le montagne di casa. Μου λείπουν τα βουνά της πατρίδας. |
κρίση, εκτίμηση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) A suo stesso avviso, è un bravo attore! |
δεν
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Le banane non sono rosa. Οι μπανάνες δεν είναι ροζ. Δεν κρυώνεις; Είμαστε στην καρδιά του χειμώνα, κι εσύ φοράς σορτς! |
κοίταξε να δεις, κοίτα να δεις
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Senti! Non puoi trattare così i miei figli! |
αυτοπροώθηση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
δεν ντρέπομαι
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Πώς μπορείς να βλέπεις ανθρώπους να υποφέρουν και να μην κάνεις τίποτα. Δεν ντρέπεσαι; |
μου φέρνει ναυτία, μου φέρνει αναγούλαverbo transitivo o transitivo pronominale (κάτι εμένα) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Non sono potuto rimanere con lui all'ospedale perché la vista del sangue mi fa stare male. |
κάνω κπ να νιώσει σαν στο σπίτι τουverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ακούγομαιverbo riflessivo o intransitivo pronominale (letterale) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) A Clive piace farsi sentire nelle discussioni in aula. |
εισασακούομαιverbo riflessivo o intransitivo pronominale (επίσημο) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Si fece sentire gridando più forte del suo avversario nel dibattito. |
κάτι μου βρωμάειverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato:sospettare) (μεταφορικά, καθομ) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Hai detto di non aver rubato i miei biscotti ma io sento puzza di bruciato. |
ορθώνω το ανάστημά μουverbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Non stare lì seduto a lamentarti con i tuoi amici: fai sentire la tua voce! Quelli che ebbero il coraggio di far sentire la propria voce sono stati arrestati. |
αισθάνομαι το βάρος, έχω την ευθύνηverbo (figurato) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Con tutti quei problemi all'orizzonte, Mark sentiva il peso del mondo sulle sue spalle. |
κάνω κπ να νιώσει τύψεις, κάνω κάποιον να νιώσει ένοχοςverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il mio amico mi ha fatto sentire in colpa perché ci ho messo così tanto a prepararmi che abbiamo perso l'autobus. |
κάνω κπ να νιώσει άνετα, κάνω κπ να νιώσει ευπρόσδεκτοςverbo transitivo o transitivo pronominale (ως ξένος) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Un pasto caldo mi fa sentire il benvenuto quando torno dal lavoro. |
προσέχωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Bisogna prestare attenzione alle indicazioni del bugiardino prima di assumere il farmaco. |
βάζω μυαλόverbo transitivo o transitivo pronominale (seguire il buonsenso) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
εκμεταλλεύομαι τη μειονεκτική θέση του αντιπάλου, για να εξασφαλίσω τη δική μου υπεροχή(figurato) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
έχω οικονομικές δυσκολίες(figurato: difficoltà economiche) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
παίρνει το αυτί μου κτ(pettegolezzi) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κάνω θόρυβο
(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) |
ζαλίζομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
λέω τη γνώμη μου
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Fai sentire la tua voce se la questione ti sta a cuore. Πες τη γνώμη σου εάν σε ανησυχεί αυτό. |
δίνω δύναμη
Vedere dei caratteri femminili forti nei film fa sentire le donne più forti. |
ακούωverbo transitivo o transitivo pronominale (όχι εσκεμμένα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Stando alle voci che ho sentito per caso Martha vende la sua auto. |
πονάω, πονώ, υποφέρωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Sento dolori a tutte le articolazioni, dottore. |
επικοινωνώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ci metteremo in contatto una volta che hai terminato il primo compito. Θα επικοινωνήσουμε μόλις ολοκληρώσεις την πρώτη σου εργασία. |
δεν έχω νέα, δεν ακούω κάτιverbo transitivo o transitivo pronominale (notizie) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Da quando Marco si è trasferito a Londra non ho più sentito niente di lui. |
ακούω, μαθαίνωverbo intransitivo (notizia) (για ειδήσεις/νέα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Hai sentito del terremoto in Giappone? |
ακούω, μαθαίνωverbo intransitivo (notizie) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Se sento di qualche lavoro, ti avverto. Αν ακούσω (or: μάθω) για κάποια ελεύθερη θέση εργασίας, θα σε ενημερώσω. |
βολιδοσκοπώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Cosa penserà Jason del progetto? Dovremmo sentire il suo parere. |
κρυώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ho freddo: mi metto un maglione. |
ακρόαση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Έφεραν τον κατηγορούμενο για ακρόαση. |
εκφράζω τη γνώμη μου(figurato) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I cittadini dovrebbero dire la propria scrivendo ai membri del Congresso. |
επικοινωνώ με κπ
Επικοινώνησε μαζί μου σε μερικές εβδομάδες για να δω πως προχωράει το πρότζεκτ. |
βολιδοσκοπώverbo transitivo o transitivo pronominale (σχετικά με κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ha detto che voleva sentire il mio parere sulla sua ultima idea imprenditoriale. Είπε ότι ήθελε να με βολιδοσκοπήσει σχετικά με την τελευταία επιχειρηματική ιδέα του. |
ανήκω(μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Finalmente trovò un gruppo in cui si sentiva a suo agio: il club degli scacchi. Βρήκε επιτέλους μια ομάδα που του πάει (or: του ταιριάζει), τον Σύλλογο Σκακιστών. |
μιλάω(figurato: opinione) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Πάντα μισούσα το να μιλάω στην τάξη και έτσι έπαιρνα κακούς βαθμούς για την συμμετοχή. |
ακούωverbo transitivo o transitivo pronominale (άθελά μου) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ho sentito per caso mia madre che parlava della mia festa di compleanno a sorpresa. |
μαθαίνω κτ από κπ, ακούω κτ από κπverbo transitivo o transitivo pronominale Ho saputo da tua madre che il prossimo anno ti sposerai. Μου είπε η μητέρα σου ότι παντρεύεσαι του χρόνου. |
κάνω κπ να νιώσει άνεταverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Gli altri studenti sono stati molto gentili e hanno aiutato Julia a farla sentire a casa sua. Οι άλλοι μαθητές ήταν πολύ φιλικοί και βοήθησαν στο να κάνουν την Τζούλια να νιώσει άνετα. |
ακούωverbo transitivo o transitivo pronominale (κπ να λέει κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Robert ha sentito per caso Tina dire che divorzierà. |
κάνω κπ να νιώσει τύψεις
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μυρίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Non riesco a sentire gli odori con questo raffreddore che mi sono preso. Δεν μπορώ να μυρίσω με αυτό το κρύωμα που άρπαξα. |
μυρίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ha sentito odore di aglio e ha capito che il suo amico stava cucinando. Μύρισε σκόρδο, και κατάλαβε οτι μαγείρευε ο φίλος της. |
άκου
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Senti, vado di fretta, puoi arrivare al punto per favore? |
αισθάνομαι, νιώθωverbo intransitivo (percepire, intuire) (ότι/πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Sentivo che stava dicendo la verità. Αισθάνθηκα ότι έλεγε την αλήθεια. |
που κρυώνει
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Gli sciatori infreddoliti non vedevano l'ora di entrare nel rifugio per scaldarsi. |
έντονα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
πονάω, πονώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ha sentito dolore per due giorni dopo l'incidente. |
χάνομαι(telefono: voce interlocutore) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La tua voce va e viene: ti richiamo più tardi. Κάνει διακοπές το τηλέφωνο, γι' αυτό θα σε πάρω αργότερα. |
οσφραίνομαι, μυρίζομαιverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato, informale) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ha sentito odore di guai quando gli altri hanno iniziato a discutere, così è andato via dal bar. |
χρειάζομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Quel tesoro della mia sorellina non ha mai bisogno di attenzioni. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του sentirci στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.