Τι σημαίνει το s'approcher στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης s'approcher στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του s'approcher στο Γαλλικά.
Η λέξη s'approcher στο Γαλλικά σημαίνει πλησιάζω, φτάνω, έρχομαι, πλησιάζω τα, κοντεύω τα, πλησιάζω, φτάνω, έρχομαι, πλησιάζω, φτάνω, έρχομαι, πλησιάζω, είμαι κοντά, επίκειμαι, πλησιάζω, πιο κοντά, πλησιάζω, που δεν θέλει πολύ για να συμβεί, στο κοντινό μέλλον, στο άμεσο μέλλον, πλησιάζω, πλησιάζω, φτάνω, έρχομαι, κοντά, επικείμενος, τραβάω, τραβώ, πιο κοντά, ορατός, πλησιάζω, προσεγγίζω, πλησιάζω, έρχομαι κοντά, προσεγγίζω, πλησιάζω, πάω κοντά, πλησιάζω, πλησιάζω, πλησιάζω, πλησιάζω, συγκεντρώνομαι, μαζεύομαι, προσεγγίζω, πλησιάζω, φτάνω, έρχομαι, πλησιάζω, φτάνω, έρχομαι, πλησιάζω, προσεγγίζω, πλησιάζω, πάω κοντά, πλευρίζω, πλησιάζω, πλησιάζω αθόρυβα, καραδοκώ, παραμονεύω, δεν πλησιάζω, πλησιάζω, σέρνομαι, κρατώ απόσταση, κινούμαι προς, κάνω νόημα σε κπ για να έρθει, πλησιάζω, πλησιάζω αθόρυβα, εμφανίζομαι ξαφνικά, πλησιάζω με σκοπό να επιτεθώ, καλώ, πλησιάζω, δεν πατάω, δεν περπατώ σε, αποφεύγω, πλησίον, κρατάω αποστάσεις, κρατάω τις αποστάσεις μου, πλησιάζω, προσεγγίζω, κρατάω απόσταση από, μένω μακριά από κπ/κτ, κρατάω μακριά, κρατάω πίσω, φτάνω τα, κοντεύω τα, πλησιάζω σε κτ, μένω μακριά από κπ/κτ, πλησιάζω, κινούμαι σταδιακά. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης s'approcher
πλησιάζω, φτάνω, έρχομαιverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) À mesure que la date du mariage approchait, Martha devenait de plus en plus nerveuse. |
πλησιάζω τα, κοντεύω ταverbe transitif (âge) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Tom refuse toujours de donner son âge mais il doit approcher les 70 ans. Ο Τομ πάντα αρνείται ν' αποκαλύψει την ηλικία του, πρέπει όμως να πλησιάζει (or: κοντεύει) τα εβδομήντα. |
πλησιάζω, φτάνω, έρχομαιverbe intransitif (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Noël approche de nouveau. |
πλησιάζω, φτάνω, έρχομαιverbe intransitif (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le Jour J approche et je commence à m'inquiéter. |
πλησιάζω, είμαι κοντά, επίκειμαιverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le Nouvel An approche. Η Πρωτοχρονιά πλησιάζει. |
πλησιάζωverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
πιο κοντάverbe intransitif (dans le temps) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Noël approche. |
πλησιάζω(σε κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le bateau a approché la rive ce matin. |
που δεν θέλει πολύ για να συμβεί(date, événement,...) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
στο κοντινό μέλλον, στο άμεσο μέλλον(date, événement,...) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Καλύτερα να είσαι προετοιμασμένος γιατί ποτέ δεν ξέρεις τι θα συμβεί στο εγγύς μέλλον. |
πλησιάζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
πλησιάζω, φτάνω, έρχομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il s'est tellement approché que j'ai pu voir chacun de ses points noirs. |
κοντά(μεταφορικά: στο χρόνο) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Les raisins sont en train de mûrir : les vendanges sont proches. |
επικείμενος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) «Ένας πυρηνικός πόλεμος είναι επικείμενος!», ήταν σχεδιασμένο με έντονους χαρακτήρες στα μαύρα και κίτρινα φυλλάδια. |
τραβάω, τραβώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tire la chaise près de moi pour que je te montre mes photos de vacances. Φέρε μια καρέκλα και θα σου δείξω τις φωτογραφίες από τις διακοπές μου. |
πιο κοντά(dans l'espace) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Si tu as froid, assieds-toi plus près du radiateur. |
ορατός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Πριν από δύο εβδομάδες, νόμιζα ότι δεν θα τελείωνα ποτέ αυτή την εργασία. Τώρα, όμως, το τέλος είναι ορατό. |
πλησιάζω, προσεγγίζωverbe pronominal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le cerf s'est mis à courir quand les loups se sont rapprochés. Το ελάφι άρχισε να τρέχει καθώς πλησίαζαν οι λύκοι. |
πλησιάζω, έρχομαι κοντά, προσεγγίζωverbe pronominal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Approche-toi du nid, tu entendras mieux les oisillons. |
πλησιάζω, πάω κοντάverbe pronominal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Jenna s'est approchée d'elle et l'a saluée en lui serrant la main. Η Τζένα την πλησίασε και της έσφιξε το χέρι για να τη χαιρετήσει. |
πλησιάζωverbe pronominal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Elle s'est approchée et s'est présentée. Πλησίασε και μου συστήθηκε. |
πλησιάζωverbe pronominal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Elle s'approcha et me murmura un secret à l'oreille. Πλησίασε και μου ψιθύρισε ένα μυστικό στο αυτί. |
πλησιάζωverbe pronominal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Alors qu'il s'approchait de la maison, il entendit l'incendie. |
πλησιάζωverbe pronominal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il s'approcha suffisamment près pour voir le comédien. |
συγκεντρώνομαι, μαζεύομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Approchez-vous, tout le monde ! Richard a quelque chose à dire. |
προσεγγίζω, πλησιάζω, φτάνω, έρχομαιverbe pronominal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Au fur et à mesure que nous nous approchions, l'air devenait de plus en plus enfumé. Καθώς πλησιάζαμε ο αέρας άρχισε να γίνεται βαρύς από τον καπνό. |
πλησιάζω, φτάνω, έρχομαιverbe pronominal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Alors qu'ils s'approchaient, je pouvais voir que ces hommes n'étaient pas des soldats. |
πλησιάζω, προσεγγίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le boxeur s'approche de son adversaire avec précaution. Ο μποξέρ ζύγωσε (or: πλεύρισε) τον αντίπαλό του προσεκτικά. |
πλησιάζω, πάω κοντά
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
πλευρίζω, πλησιάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
πλησιάζω αθόρυβα
|
καραδοκώ, παραμονεύω(problème, sujet) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
δεν πλησιάζω
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Un avertissement à l'extérieur de la cage des singes indique aux visiteurs qu'ils doivent rester à distance (or: ne pas s'approcher). |
πλησιάζωverbe pronominal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
σέρνομαιverbe pronominal (μτφ: σέρνω τα πόδια μου) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
κρατώ απόστασηverbe pronominal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κινούμαι προς
|
κάνω νόημα σε κπ για να έρθει
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Matilda tenta de faire signe à son mari qui se tenait à l'autre bout de la pièce. Η Ματίλντα προσπάθησε να κάνει νόημα στον σύζυγό της για να έρθει καθώς στεκόταν στην άλλη άκρη του δωματίου. |
πλησιάζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Va vers le premier policier que tu vois et demande de l'aide. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ένας άγνωστος με πλησίασε και με ρώτησε τον δρόμο για την παραλία. |
πλησιάζω αθόρυβα
Quand Gary s'est approché tout doucement et m'a tapé sur l'épaule, j'ai bondi. Πετάχτηκα όταν ο Γκάρι πλησίασε αθόρυβα και με ακούμπησε στον ώμο. |
εμφανίζομαι ξαφνικά
Elle a fait peur à sa sœur en s'approchant tout doucement d'elle et en criant "Bouh !" Τρόμαξε την αδερφή της με το να εμφανιστεί ξαφνικά και να φωνάξει «Μπου!» |
πλησιάζω με σκοπό να επιτεθώ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Au signal, les policiers se sont rapidement approchés du suspect et l'ont arrêté. |
καλώlocution verbale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Elle m'a fait signe d'approcher. |
πλησιάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
δεν πατάω, δεν περπατώ σε
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ne vous approchez pas des lignes à haute tension. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Παρακαλώ μην περπατάτε στο γρασίδι. |
αποφεύγωlocution verbale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) J'ai appris à mon chien à ne pas s'approcher des meubles. |
πλησίονverbe pronominal (καθαρεύουσα: με γενική) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Nous nous approchions de la source du Nil. |
κρατάω αποστάσεις, κρατάω τις αποστάσεις μου
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Je ne m'approche pas des personnes malades. Δεν πλησιάζω άτομα που είναι άρρωστα. |
πλησιάζω, προσεγγίζω(κυριολεκτικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ne vous approchez pas de moi ou je tire ! Μη με πλησιάσεις (or: προσεγγίσεις), αλλιώς θα πυροβολήσω! |
κρατάω απόσταση απόlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Κράτησε απόσταση από τη γραμμή. Μόνο οι πυροσβέστες επιτρέπεται να περάσουν την κίτρινη κορδέλα. |
μένω μακριά από κπ/κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ne t'approche pas de moi ! J'ai la rougeole ! Μείνε μακριά μου! Έχω ιλαρά. |
κρατάω μακριά, κρατάω πίσωverbe transitif Une barrière autour de la piste empêche les spectateurs de s'approcher. |
φτάνω τα, κοντεύω τα
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
πλησιάζω σε κτ
En nous approchant du portail, il s'est ouvert automatiquement. |
μένω μακριά από κπ/κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πλησιάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'avion approchait de l'aéroport. Το αεροπλάνο που προσγειωνόταν προσέγγισε το αεροδρόμιο. |
κινούμαι σταδιακάverbe pronominal Il voulait s'asseoir plus près d'elle, alors il s'approcha doucement. Ο Μαρκ ήθελε να καθίσει δίπλα στην Τζούλι. Γι' αυτό κινήθηκε σιγά σιγά προς το μέρος της. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του s'approcher στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του s'approcher
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.