Τι σημαίνει το s'appliquer στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης s'appliquer στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του s'appliquer στο Γαλλικά.
Η λέξη s'appliquer στο Γαλλικά σημαίνει απλώνω, χρησιμοποιώ, εφαρμόζω, εφαρμόζω, θέτω σε ισχύ, εφαρμόζω, τοποθετώ, ισχύω, συγκεντρώνομαι, προσπαθώ, πιέζομαι, στρώνομαι, εφαρμόσιμος, ισχύω, απλώνω κτ σε κπ/κτ, εφαρμόζω, ισχύω, εφαρμόζω, αξιοποιώ, χρησιμοποιώ, ξαναβάζω, προσπαθώ, βάζω τα δυνατά μου, απλώνω με σφουγγάρι, που ισχύει, σβήνω, περνάω αντιδιαβρωτική επίστρωση σε κτ, απλώνω κτ πάνω σε κτ, αφοσιώνομαι σε κτ, αφιερώνομαι σε κτ, εφαρμόζω κτ ταμποναριστά σε κτ, βάζω, ακουμπώ, απλώνω, ακουμπάω κτ σε κτ, περνάω, απλώνω, βάζω πάγο, εξαιρώ, απλώνω, στρώνω, αλείφω κτ σε κτ, απλώνω κτ σε κτ, αλείφω κτ σε κτ, απλώνω κτ σε κτ, πασαλείβω κτ σε κτ, πασαλείφω κτ σε κτ, πασαλείβω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης s'appliquer
απλώνω(étaler : une crème,...) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Appliquez de la crème solaire avant d'aller dehors. Σε παρακαλώ βάλε αντηλιακό πριν βγεις έξω. |
χρησιμοποιώ(des connaissances,...) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Audrey applique (or: a mis en application) la même méthode que la dernière fois. Η Ώντρεϋ εφαρμόζει την ίδια μέθοδο με την προηγούμενη φορά. |
εφαρμόζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Elle a pu mettre en œuvre ses compétences dans ce nouveau projet. Μπόρεσε να εφαρμόσει τις δεξιότητές της στο νέο πρότζεκτ. |
εφαρμόζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les nouvelles réglementations doivent encore être appliquées. |
θέτω σε ισχύ(une loi) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
εφαρμόζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le contrat fut mis en œuvre une fois que tout le monde se mit d'accord. Το συμβόλαιο εφαρμόστηκε αφού συμφώνησαν όλοι. |
τοποθετώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'ouvrier posa le plâtre avec la truelle. Ο χτίστης άπλωσε τον σοβά μ' ένα μυστρί. |
ισχύωverbe pronominal (concerner) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) L'ancien règlement ne s'applique pas à cette nouvelle situation. Σε αυτήν την περίπτωση, οι παλιοί κανόνες δεν ισχύουν. |
συγκεντρώνομαι, προσπαθώverbe pronominal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Si tu t'appliques, tu réussiras. Αν συγκεντρωθείς, θα επιτύχεις. |
πιέζομαι(μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Πρέπει να ξέρεις πότε να συντηρείς την δύναμή σου και πότε να πιέζεσαι με όση ενέργεια έχεις. |
στρώνομαιverbe pronominal (καθομιλουμένη, μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Jack était insouciant étant jeune et séchait parfois les cours, mais les deux dernières années de lycée, il s'est vraiment appliqué et a bien réussi. |
εφαρμόσιμος(μπορεί να εφαρμοστεί) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Cette régulation est applicable dans tous les États membres de l'Union Européenne. Ο κανονισμός είναι εφαρμοστέος σε όλα τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. |
ισχύω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Tout ce que dit Mike est valable (or: C'est Mike qui commande). |
απλώνω κτ σε κπ/κτ
Appliquez la crème hydratante généreusement sur le visage et le cou. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Το μονωτικό υλικό εφαρμόζεται με ρολό. |
εφαρμόζωverbe transitif (une loi,...) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le travail d'un juge, c'est de faire appliquer la loi, pas d'en créer de nouvelles. Η δουλειά των δικαστών είναι να επιβάλλουν τους νόμους κι όχι να δημιουργούν νέους. |
ισχύω(concerner) (σε/για κάτι/κάποιον) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Les règles ne s'appliquent pas à ce dossier. Οι κατευθυντήριες οδηγίες δεν ισχύουν σε αυτήν την περίπτωση. |
εφαρμόζω, αξιοποιώ, χρησιμοποιώ(κάτι σε κάτι άλλο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Gordon a mis en œuvre ses compétences en mécanique pour construire et faire voler des avions. |
ξαναβάζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
προσπαθώ, βάζω τα δυνατά μου
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il faut t'appliquer à être régulier dans ton travail. |
απλώνω με σφουγγάριverbe transitif (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Appliquez la mousse avec une éponge puis laissez agir cinq minutes avant de rincer. |
που ισχύει(για κπ/κτ) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Les conditions sont applicables à tout le monde, sans distinction d'âge ou de sexe. Οι προϋποθέσεις ισχύουν για όλους, ανεξαρτήτως ηλικίας ή φύλου. |
σβήνω(με διορθωτικό υγρό) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
περνάω αντιδιαβρωτική επίστρωση σε κτlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
απλώνω κτ πάνω σε κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Jack a mis (or: appliqué) de la crème solaire sur ses bras. |
αφοσιώνομαι σε κτ, αφιερώνομαι σε κτ
|
εφαρμόζω κτ ταμποναριστά σε κτverbe transitif (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Appliquez la crème par petites touches sur l'ensemble du visage. |
βάζω, ακουμπώverbe transitif (γύρω-γύρω σε κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Appliquez le beurre par petites touches sur le dessus de la tarte. |
απλώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le menuisier a passé (or: appliqué) une nouvelle couche de peinture sur la table. Ο ξυλουργός άπλωσε περισσότερη μπογιά στο τραπέζι. |
ακουμπάω κτ σε κτverbe transitif L'artiste appliquait de petites touches timides sur la toile avec son pinceau. |
περνάω, απλώνωverbe transitif (peinture) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il a appliqué la peinture sur le mur en un rien de temps. |
βάζω πάγο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il faut appliquer de la glace sur cette cheville foulée pour la faire dégonfler. |
εξαιρώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les nouvelles lois ne s'appliquent pas à ce bâtiment, lequel a déjà toutes les permissions en place : il a été exclu de la loi. |
απλώνω, στρώνωlocution verbale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Avec sa truelle, l'ouvrier a soigneusement appliqué le plâtre sur le mur. |
αλείφω κτ σε κτ, απλώνω κτ σε κτverbe transitif (de la peinture) (με μικρές κινήσεις) Arrête d'appliquer la peinture par petites touches comme tu le fais ; donne plutôt de longs coups de pinceau. |
αλείφω κτ σε κτ, απλώνω κτ σε κτverbe transitif (με μικρές κινήσεις) Applique de l'huile d'olive sur la croûte par petites touches. |
πασαλείβω κτ σε κτ, πασαλείφω κτ σε κτlocution verbale Larry a appliqué la peinture n'importe comment sur le mur. |
πασαλείβω(κάτι με κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Harriet a appliqué grossièrement de la peinture sur le mur. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του s'appliquer στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του s'appliquer
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.