Τι σημαίνει το s'appeler στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης s'appeler στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του s'appeler στο Γαλλικά.
Η λέξη s'appeler στο Γαλλικά σημαίνει τηλεφωνάω, τηλεφωνώ, φωνάζω, φωνάζω, καλώ, βγάζω, λέω, φωνάζω, καλώ, παρασέρνω, καλώ, τηλεφωνάω, τηλεφωνώ, τηλεφωνώ σε κπ, καλώ, φωνάζω, παίρνω, καλώ, τηλεφωνώ, τηλεφωνώ, παίρνω τηλέφωνο, κάνω ένα τηλεφώνημα, παίρνω, ανακοινώνω κτ τηλεφωνικά, φωνάζω, τηλεφωνώ για να συμμετάσχω, νεύω, γνέφω, καλώ, ονομάζω, τηλεφωνώ, τηλεφωνώ, εκφράζω, επιστρατεύω, καλώ, φωνάζω, καλώ, ονομάζω, κάνω ένα τηλεφώνημα, παίρνω ένα τηλέφωνο, κάνω τηλεφωνήματα, κάνω νόημα σε κπ για να έρθει, φωνάζω τεχνικό/ειδικό για επισκευή, καλώ για παρουσίαση, τηλεφωνώ σε κπ, τηλεφωνώ, αρέσω, αρέσω σε κπ, επικοινωνώ, ονομάζομαι, λέγομαι, επικοινωνώ, θεωρώ, εκπομπή που δέχεται κλήσεις από τους ακροατές ή τηλεθεατές, λέω τα σύκα-σύκα και τη σκάφη-σκάφη, κάνω σήμα σε ταξί, καλώ κπ για κατάθεση, τηλεφωνώ σε κπ με δική του χρέωση, τηλεφωνώ στη δουλειά για να ζητήσω άδεια ασθενείας, λέω στην δουλειά πως είμαι άρρωστος, αποκαλώ με λάθος όνομα, στρατολογώ, αποκαλώ κπ με το παλιό του/της όνομα, επιστρατεύω, κατατάσσω, στρατολογώ, αποκαλώ, κάνω έκκληση, καλώ, αποκαλώ κύριο, λέω κύριο, καλώ, καλώ, στρατολογώ δια της βίας, αποκαλώ κπ με το μικρό του, προσφωνώ κπ με το επίθετό του. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης s'appeler
τηλεφωνάω, τηλεφωνώ(par téléphone) (σε κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je t'appellerai demain pour voir comment tu vas. Θα σε πάρω αύριο να δω πώς είσαι. |
φωνάζωverbe transitif (κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Jim, ta maman t'appelle. Τζιμ, σε φωνάζει η μαμά σου. |
φωνάζωverbe transitif (κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il a appelé les noms sur la liste et nous les avons notés. Φώναξε τα ονόματα στη λίστα και εμείς τα σημειώσαμε. |
καλώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Appelez le candidat suivant, s'il vous plaît. Φώναξε τον επόμενο υποψήφιο, σε παρακαλώ. |
βγάζω, λέω(donner un nom) (καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le bébé doit naître dans trois semaines mais nous ne savons pas comment l'appeler. Το μωρό θα γεννηθεί σε τρεις εβδομάδες, αλλά δεν ξέρουμε πως θα την ονομάσουμε. |
φωνάζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
καλώverbe transitif (Religion) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Dieu l'a appelé à l'église. Ο Θεός τον κάλεσε για να γίνει ιερέας. |
παρασέρνωverbe transitif (chasse, leurrer) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il a appelé la grouse dans une clairière. |
καλώverbe transitif (attirer) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La mer l'appelait. |
τηλεφωνάω, τηλεφωνώverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Si tu ne veux pas écrire, tu peux toujours appeler. Αν δεν θες να γράφεις γράμματα, μπορείς πάντα να τηλεφωνήσεις. |
τηλεφωνώ σε κπ
|
καλώ, φωνάζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il est très malade, je crois qu'il faudrait appeler ses parents pour qu'ils le ramènent à la maison. |
παίρνω, καλώverbe transitif (par téléphone) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Appelle Patty ce soir et invite-la à notre soirée. Πάρε σε παρακαλώ απόψε τηλέφωνο την Πάτι και κάλεσέ την στο πάρτι μας. |
τηλεφωνώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je vais l'appeler pour savoir ce qu'elle fait. Ας της τηλεφωνήσουμε για να ελέγξουμε τα σχέδια. |
τηλεφωνώ, παίρνω τηλέφωνο, κάνω ένα τηλεφώνημαverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je vais appeler les renseignements pour avoir le numéro du cinéma. Θα τηλεφωνήσω στις πληροφορίες καταλόγου, για να πάρω τον αριθμό του κινηματογράφου. |
παίρνωverbe transitif (par téléphone) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ανακοινώνω κτ τηλεφωνικάverbe intransitif (par téléphone) |
φωνάζωverbe transitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le petit garçon appelait sa mère quand elle quittait la pièce. Elle a appelé à l'aide. Το αγοράκι φώναζε τη μητέρα του, όταν εκείνη βγήκε από το δωμάτιο. Φώναξε για βοήθεια. |
τηλεφωνώ για να συμμετάσχωverbe intransitif (une station de radio,...) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
νεύω, γνέφωverbe transitif (σε κάποιον) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
καλώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Jim a appelé un médecin lorsque la fièvre de son fils s'est aggravée. Ο Τζιμ κάλεσε έναν γιατρό όταν ο πυρετός του γιου του χειροτέρευσε. |
ονομάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ils vont appeler leur bébé Michael. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ονομάτισε την κόρη της Λίλιαν, σαν την ηρωίδα του αγαπημένου της μυθιστορήματος. |
τηλεφωνώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Edward appela tous ses amis. Ο Έντουαρντ πήρε τηλέφωνο όλους τους φίλους του. |
τηλεφωνώverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) On invite les auditeurs à appeler pour faire des commentaires. Οι ακροατές του ραδιοφώνου παροτρύνονται να τηλεφωνήσουν για να κάνουν σχόλια. |
εκφράζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tout dépend comment tu veux appeler ça : pas cher ou bon marché ? ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Εξαρτάται από το πως θέλεις να το αποκαλέσεις. Είναι φτηνό ή απλά δεν είναι ακριβό; |
επιστρατεύωverbe transitif (guerre) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le roi a appelé le peuple au combat avant de déclencher sa guerre. |
καλώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le docteur a été appelé et n'est pas donc dans son cabinet aujourd'hui. Ο γιατρός κλήθηκε ξαφνικά, γι' αυτό και δεν είναι σήμερα στο ιατρείο. |
φωνάζωverbe transitif (κυριολεκτικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Quand l'enfant avait peur, il appelait (or: réclamait) sa mère. |
καλώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) On devrait appeler (or: faire appeler) le directeur car nous avons un problème. Πρέπει να φωνάξουμε το αφεντικό γιατί υπάρχει ένα πρόβλημα. |
ονομάζω(une personne, une chose) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Baptisons cette chanson "Furtive Mission''. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ο πονηρός καλόγερος βάφτισε το κοτόπουλο «ελιά», για να μπορέσει να το φάει χωρίς να χαλάσει τη νηστεία. |
κάνω ένα τηλεφώνημα, παίρνω ένα τηλέφωνο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Vous pouvez attendre cinq minutes le temps que je passe un coup de téléphone ? |
κάνω τηλεφωνήματαverbe intransitif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) J'ai dû téléphoner (or: appeler) plusieurs fois avant d'obtenir une réponse. Les démarcheurs téléphonent toute la journée. |
κάνω νόημα σε κπ για να έρθει
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Matilda tenta de faire signe à son mari qui se tenait à l'autre bout de la pièce. Η Ματίλντα προσπάθησε να κάνει νόημα στον σύζυγό της για να έρθει καθώς στεκόταν στην άλλη άκρη του δωματίου. |
φωνάζω τεχνικό/ειδικό για επισκευή
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
καλώ για παρουσίασηverbe transitif (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
τηλεφωνώ σε κπ
Attendez une minute, je dois juste passer un coup de téléphone à mon supérieur. Περίμενε μια στιγμή. Πρέπει να τηλεφωνήσω στον διευθυντή μου. |
τηλεφωνώverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Elle a téléphoné (or: Elle a appelé) hier. Πήρε χτες. |
αρέσωverbe transitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
αρέσω σε κπverbe transitif Les lumières de New York m'attirent (or: m'appellent) ! Τα ζωηρά χρώματα της Νέας Υόρκης μου αρέσουν! |
επικοινωνώ(με κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Contactez (or: appelez) votre médecin en cas de forte fièvre. Αν κάνεις υψηλό πυρετό θα πρέπει να επικοινωνήσεις με τον γιατρό σου. |
ονομάζομαι, λέγομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Mes frères s'appellent Paul, David et Brian. Τα αδέρφια μου λέγονται (or: ονομάζονται) Πωλ, Ντέιβιντ και Μπράιαν. |
επικοινωνώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) À plus ! Et on reste en contact (or: On s'appelle), hein ! Bien qu'ils ne travaillent plus ensemble depuis dix ans, les deux collègues sont restés en contact (or: ont gardé le contact). Αντίο! Να τα λέμε! |
θεωρώverbe transitif (considérer comme) (κάτι ως κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) J'appelle ça un scandale. Λέω ότι είναι σκάνδαλο. |
εκπομπή που δέχεται κλήσεις από τους ακροατές ή τηλεθεατές(Radio) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
λέω τα σύκα-σύκα και τη σκάφη-σκάφηlocution verbale (figuré : être franc) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Louise n'a pas peur d'appeler un chat un chat. |
κάνω σήμα σε ταξίlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
καλώ κπ για κατάθεσηlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
τηλεφωνώ σε κπ με δική του χρέωση
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Επειδή δεν είχε χρήματα, τηλεφώνησε στους γονείς του με δική τους χρέωση. |
τηλεφωνώ στη δουλειά για να ζητήσω άδεια ασθενείας
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
λέω στην δουλειά πως είμαι άρρωστοςlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αποκαλώ με λάθος όνομαverbe transitif (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
στρατολογώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) De nombreux jeunes hommes ont été appelés sous les drapeaux pour la guerre. |
αποκαλώ κπ με το παλιό του/της όνομα(LGBT, anglicisme) (τρανς άτομο) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
επιστρατεύω, κατατάσσω, στρατολογώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les conscrits étaient appelés sous les drapeaux pour le service militaire selon leurs dates de naissance. Οι κληρωτοί στρατολογήθηκαν για τη θητεία τους σύμφωνα με την ημερομηνία γέννησής τους. |
αποκαλώverbe transitif (κάποιον κάπως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les gens appellent Emily « la Reine » parce qu'elle obtient toujours ce qu'elle veut. Ο κόσμος αποκαλεί την Έμιλι «Βασίλισσα», επειδή περνάει πάντα το δικό της. |
κάνω έκκληση(σε κάποιον να κάνει κάτι) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le Sénateur a appelé ses collègues législateurs à voter en faveur du renforcement de l'aide à l'attention des plus démunis. Ο Γερουσιαστής κάλεσε τους άλλους νομοθέτες να ψηφίσουν για την παροχή μεγαλύτερης βοήθειας στους απόρους. |
καλώlocution verbale (σε βοήθεια) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Comme l'un des alpinistes avait fait une chute et s'était cassé la jambe, le guide a appelé au secours par radio. |
αποκαλώ κύριο, λέω κύριοverbe transitif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ne m'appelle pas monsieur ! Je ne suis pas si vieux. Μη μου μιλάς στον πληθυντικό! Δεν είμαι και τόσο μεγάλος. |
καλώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Jack a appelé la station par radio pour demander des renforts. |
καλώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Karen vient de m'appeler à l'interphone, donc je la rejoins dans le hall. |
στρατολογώ δια της βίαςlocution verbale (Militaire) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Dans le passé, l'armée britannique appelait les prisonniers sous les drapeaux. |
αποκαλώ κπ με το μικρό τουlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
προσφωνώ κπ με το επίθετό τουlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Arrêtez de m'appeler par mon nom de famille. Appelez-moi John, pas Smith ! |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του s'appeler στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του s'appeler
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.