Τι σημαίνει το rapidamente στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης rapidamente στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του rapidamente στο Ιταλικό.
Η λέξη rapidamente στο Ιταλικό σημαίνει αμέσως, γρήγορα, γρήγορα, γρήγορα, σβέλτα, γρήγορα, γρήγορα, αμέσως, γρήγορα, γοργά, γρήγορα, στα γρήγορα, γρήγορα, γρήγορα, γρήγορα, γρήγορα, σύντομα, άμεσα, εν συντομία, γρήγορα, νωρίτερα, συντομότερα, κινούμαι πολύ γρήγορα, κινούμαι σαν σφαίρα, κινούμαι σαν βολίδα, ανακάμπτω, ορμητικός, oλοταχώς, το συντομότερο δυνατό, κάνω μια σύντομη αξιολόγηση, τρέχω, απλώνομαι, διαδίδομαι γρήγορα σε κτ, τραβάω πιστολι γρηγορότερα, απομακρύνω, βιαστικός, τρέχω, διαδίδομαι γρήγορα σε κτ, αυξάνομαι ραγδαία, πλησιάζω γρήγορα, επιταχύνω, επισπεύδω, εκτοξεύομαι, επιταχύνω, επισπεύδω, κινούμαι γρήγορα, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, μεταφέρω γρήγορα, καταψύχω αμέσως. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης rapidamente
αμέσωςavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
γρήγοραavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Le verdure surgelate rapidamente mantengono la maggior parte delle proprietà nutritive. Τα λαχανικά που έχουν καταψυχθεί γρήγορα διατηρούν τα περισσότερα θρεπτικά συστατικά τους. |
γρήγορα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Il governo si è mosso rapidamente per salvare le vittime dell'allagamento. Η κυβέρνηση κινήθηκε γρήγορα για να σώσει τα θύματα της πλημμύρας. |
γρήγορα, σβέλτα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Leah camminò rapidamente lungo la piattaforma finché non notò una carrozza vuota. |
γρήγοραavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) I lavori per il nuovo complesso per il tempo libero continuano rapidamente. |
γρήγορα, αμέσωςavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
γρήγορα, γοργάavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Il cervo corse rapidamente per la foresta. Το ελάφι έτρεχε γρήγορα (or: γοργά) μέσα στο δάσος. |
γρήγορα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
στα γρήγοραavverbio (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Liza si è fermata velocemente al negozio prima di dirigersi al concerto. Η Λίζα σταμάτησε για λίγο στο μαγαζί ενώ πήγαινε στη συναυλία. |
γρήγορα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) La sostanza si decompone rapidamente e non causa inquinamento. |
γρήγοραavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Non bisognerebbe correre così velocemente lungo queste strette stradine di campagna. |
γρήγοραavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Correva velocemente per riuscire a prendere il treno. Έτρεξε γρήγορα (or: γοργά) για να φτάσει το τρένο. |
γρήγορα, σύντομα, άμεσα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) La polizia è arrivata rapidamente e ha catturato il sospetto. |
εν συντομία
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Ryan ha spiegato rapidamente come far funzionare il macchinario. Ο Ράιαν εξήγησε εν συντομία πώς δουλεύει το μηχάνημα. |
γρήγορα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
νωρίτερα, συντομότερα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Θα φτάσουμε νωρίτερα αν φύγουμε τώρα και αποφύγουμε την κίνηση. |
κινούμαι πολύ γρήγορα, κινούμαι σαν σφαίρα, κινούμαι σαν βολίδα
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) La freccia del nemico sfrecciò nell'aria. Το τόξο του εχθρού πέρασε βολίδα. Ο αθλητής έτρεχε σαν σφαίρα στον στίβο. |
ανακάμπτω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
ορμητικόςverbo intransitivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il ruscello scorreva rapidamente. |
oλοταχώς
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Se non hai ancora motivato il tuo ritardo al capo ti suggerisco di farlo quanto prima, sennò ci saranno guai! |
το συντομότερο δυνατό
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Dovresti comprare i biglietti il più rapidamente possibile, lo spettacolo che vuoi vedere è molto gettonato. |
κάνω μια σύντομη αξιολόγησηverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
τρέχωverbo intransitivo (insetti) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Uno scarafaggio strisciava in giro rapidamente sulla ringhiera. |
απλώνομαιverbo riflessivo o intransitivo pronominale (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
διαδίδομαι γρήγορα σε κτverbo riflessivo o intransitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
τραβάω πιστολι γρηγορότεραverbo transitivo o transitivo pronominale (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
απομακρύνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Rachel portò via rapidamente i piatti della portata principale prima di servire un dolce magnifico. Le guardie del corpo del ministro lo portarono via rapidamente quando la protesta mostrò segni di diventare violenta. |
βιαστικόςsostantivo femminile (μτφ, καθομιλουμένη) (ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Μας προσπέρασε ένας βιαστικός στην εθνική οδό, που πρέπει να έτρεχε με 200. |
τρέχω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il bambino si affrettava per tenere il passo con suo fratello. |
διαδίδομαι γρήγορα σε κτverbo riflessivo o intransitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αυξάνομαι ραγδαία(figurato) Il successo dell'azienda è cresciuto a vista d'occhio nei mesi scorsi. Η επιτυχία της εταιρείας αυξήθηκε ραγδαία τους τελευταίους μήνες. |
πλησιάζω γρήγορα
Il camion si avvicinava rapidamente ai fratelli che attraversavano la strada. |
επιταχύνω, επισπεύδωverbo transitivo o transitivo pronominale (την πορεία κάποιου) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
εκτοξεύομαιverbo intransitivo (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I progressi della medicina e il migliore tenore di vita hanno fatto crescere rapidamente la popolazione dopo la Rivoluzione Industriale. Η βελτίωση της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης και του βιοτικού επιπέδου έκανε τον πληθυσμό να εκτοξευτεί μετά τη Βιομηχανική Επανάσταση. |
επιταχύνω, επισπεύδω(κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Suo padre faceva pressioni su di loro per mandare avanti rapidamente la sua richiesta. Ο πατέρας τους πίεσε να επιταχύνουν (or: επισπεύσουν) την αίτηση του γιου του. |
κινούμαι γρήγοραverbo riflessivo o intransitivo pronominale |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>verbo transitivo o transitivo pronominale |
μεταφέρω γρήγοραverbo transitivo o transitivo pronominale (κπ/κτ κάπου) Un'auto portò velocemente il politico all'ambasciata. |
καταψύχω αμέσωςverbo transitivo o transitivo pronominale |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του rapidamente στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.