Τι σημαίνει το preferisco στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης preferisco στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του preferisco στο Ιταλικό.

Η λέξη preferisco στο Ιταλικό σημαίνει προτιμώ, προτιμώ να κάνω κτ, αντί για, θα προτιμούσα, προτιμώ, προτιμώ, κλίνω προς κπ/κτ, ευνοώ, αντί, διαλέγω, επιλέγω, διαλέγω κπ/κτ αντί για κπ/κτ άλλο, απολαμβάνω, διασκεδάζω, ευχαριστιέμαι, θα προτιμούσα, ψηφίζω, προτιμώ κπ/κτ σε σχέση με κπ/κτ άλλο, με φωνάζουν, επιλέγω, διαλέγω, προτιμώ να μην, επιλέγω να μην κάνω κτ, μου αρέσει πιο πολύ, προτιμώ, προτιμάω, προτιμώ, ευνοώ κπ/κτ σε βάρος κάποιου. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης preferisco

προτιμώ

verbo transitivo o transitivo pronominale (piacere di più)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Preferisci le mele o le arance? Cosa preferite per pranzo? Zuppa o panini?
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Προτιμάς τα μήλα ή τα πορτοκάλια;

προτιμώ να κάνω κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
A mio marito piace guardare la televisione la sera, ma io preferisco leggere.

αντί για

verbo transitivo o transitivo pronominale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Al mattino preferisco bere caffè anziché tè.

θα προτιμούσα

verbo transitivo o transitivo pronominale (al condizionale)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

προτιμώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Preferirei che mi dicessi semplicemente la verità invece di cercare di giustificarti.
Θα προτιμούσα να πεις απλά την αλήθεια από το να ψάχνεις τρόπο να δικαιολογηθείς.

προτιμώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Preferirei uscire.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Θα προτιμούσα να βγω έξω.

κλίνω προς κπ/κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά)

Per le prossime elezioni lui preferisce i Democratici.
Όσον αφορά τις επερχόμενες εκλογές, κλίνει προς τους Δημοκρατικούς.

ευνοώ

([qlcn])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Luck preferisce le persone che lavorano sodo.

αντί

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Mi hai offerto vino e soda, invece prenderei dell'acqua.
Μου πρόσφερες κρασί και αναψυκτικό αλλά αντί για αυτά θα πάρω ένα νερό.

διαλέγω, επιλέγω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

διαλέγω κπ/κτ αντί για κπ/κτ άλλο

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ancora non capisco per quale motivo lei abbia scelto lui a me.

απολαμβάνω, διασκεδάζω, ευχαριστιέμαι

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Se apprezzi i thriller, questo libro ti piacerà.

θα προτιμούσα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ψηφίζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Per quanto riguarda l'addio al nubilato, cosa preferisci? Las Vegas o Atlantic City?

προτιμώ κπ/κτ σε σχέση με κπ/κτ άλλο

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Preferisco il blues al jazz.

με φωνάζουν

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il suo nome completo è Diana Lynn, ma preferisce essere chiamata Lynn.
Το όνομά της είναι Νταϊάνα Λιν, αλλά τη φωνάζουν Λιν.

επιλέγω, διαλέγω

(κάτι αντί για κάτι άλλο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Προτιμήσαμε ένα μικρότερο, πιο οικονομικό αμάξι.

προτιμώ να μην

verbo intransitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Preferirei non tornare in Spagna quest'anno per le vacanze. Loro preferirebbero non mettere in esubero nessuno.

επιλέγω να μην κάνω κτ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μου αρέσει πιο πολύ, προτιμώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Preferisco in assoluto leggere libri gialli.

προτιμάω, προτιμώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Dato che Keith si mette in abito per lavorare sei giorni su sette, la domenica tendenzialmente preferisce indossare jeans e maglietta.

ευνοώ κπ/κτ σε βάρος κάποιου

verbo transitivo o transitivo pronominale (με γενική)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Non è insolito che i genitori preferiscano un figlio rispetto agli altri.
Δεν είναι ασυνήθιστο για τους γονείς να ευνοούν ένα παιδί εις βάρος των άλλων.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του preferisco στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.