Τι σημαίνει το piacquero στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης piacquero στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του piacquero στο Ιταλικό.
Η λέξη piacquero στο Ιταλικό σημαίνει ευχαρίστηση, απόλαυση, μου αρέσει, μ' αρέσει, χαρά, μου αρέσει, μ' αρέσει, αναψυχή, μου αρέσει, μ' αρέσει, μου αρέσει, μ' αρέσει, μου αρέσει, μ' αρέσει, χάρη, διάσημος, γνωστός, Χαίρω πολύ, χαρά, μου αρέσει, εύχομαι, μου αρέσει να κάνω κτ, θέλω, μου αρέσει, τι κάνετε, δυσκολία, χαίρω πολύ, χάρηκα, απόλαυση, ευχαρίστηση, είμαι ελκυστικός, ενθουσιασμός, έκσταση, πανδαισία, εύχομαι, εύχομαι, χάρη, έχω ωραία γεύση, αποκάλυψη, -, θέλω, προτιμώ, χάρηκα, κόψε τις βλακείες, ταξίδι, ευχαρίστως, πρόθυμα, προθύμως, ευχαρίστως, ολοψύχως, όποτε βολεύεσαι, σε πρώτη ευκαιρία, όταν σου κάνει κέφι, με ζήλο, με μεγάλη ευχαρίστηση, Χαρά μου!, χαίρομαι που σε βλέπω, κάνε μου τη χάρη να κάνεις κτ, κάνε μου τη χάρη να κάνεις κτ, κυβερνητικό στέλεχος που ταξιδεύει με δημόσια δαπάνη, έντονη απόλαυση, αισθησιασμός, ταξίδι αναψυχής, σαρκική απόλαυση, ερωτική διέγερση/ικανοποίηση/απόλαυση, που θέλει να ευχαριστεί τους άλλους, αναζήτηση της ευχαρίστησης, επιδίωξη της ευχαρίστησης, ένοχη απόλαυση, θα ήθελα, διασκεδάζω, ευχαριστιέμαι, δε μου αρέσει, στερούμαι ενδιαφέροντος, κτ μου αρέσει όλο και περισσότερο, απολαμβάνω, προτιμώ, άνετος με, που επιδιώκει την ευχαρίστηση, που κυνηγά την ευχαρίστηση, που αναζητά την ευχαρίστηση, Σώπα!, Άσε ρε!, Άντε ρε!, Έλα!, σαρκική απόλαυση, μου αρέσει να κάνω κτ, προκαλώ αντιδράσεις, αρέσω, θέλω, με χαρά, χάρμα οφθαλμών, ενθουσιασμός, μου λέει. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης piacquero
ευχαρίστηση, απόλαυση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Mangiare cioccolato dà a Sally grande piacere. Η Σάλι νιώθει μεγάλη ευχαρίστηση όταν τρώει σοκολάτα. |
μου αρέσει, μ' αρέσειverbo intransitivo Mi piace. Sembra un bravo ragazzo. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Τον συμπαθώ. Είναι καλό παιδί. |
χαράsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) È un piacere conoscerLa. Είναι χαρά μου που σας γνωρίζω. |
μου αρέσει, μ' αρέσειverbo intransitivo Lei gli piace un sacco. Τη γουστάρει στ' αλήθεια. |
αναψυχήsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) È in viaggio d'affari o di piacere? Ταξιδεύεις για δουλειά ή αναψυχή; |
μου αρέσει, μ' αρέσειverbo intransitivo Quest'idea mi piace. Suggeriamola al capo. Μ' αρέσει αυτή η ιδέα. Ας την προτείνουμε στο αφεντικό. |
μου αρέσει, μ' αρέσειverbo intransitivo Ti piace la pizza? ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Του αδερφού μου, δεν του αρέσει η πίτσα. |
μου αρέσει, μ' αρέσειverbo intransitivo (να κάνω κάτι) A Liz piace cucinare cibo thailandese. Στη Λιζ αρέσει να μαγειρεύει ταϊλανδέζικο φαγητό. |
χάρη
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Fammi un favore, prestami 50 $. Κάνε μου τη χάρη και δάνεισέ μου 50 δολάρια. |
διάσημος, γνωστός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Le acciughe non piacciono a molte persone. Οι αντσούγιες δεν είναι γνωστές σε πολλούς ανθρώπους. Η Τρίσια είναι διάσημη με όλους τους συμμαθητές της, |
Χαίρω πολύsostantivo maschile (presentazione) (επίσημο) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Piacere. Sono felice di conoscerla. |
χαρά
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) A Sara ha fatto molto piacere rivedere l'amico; lo si capiva dal gran sorriso stampato in faccia. Η χαρά της Σάρα βλέποντας τον παλιό της φίλο φαινόταν από το πλατύ χαμόγελο στο πρόσωπό της. |
μου αρέσειverbo intransitivo Mi è sempre piaciuta la bella vita. Πάντα μου άρεσε η μεγάλη ζωή. |
εύχομαι(condizionale: improbabile) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mi piacerebbe che i miei figli fossero totalmente felici. Εύχομαι στα παιδιά μου απόλυτη ευτυχία. |
μου αρέσει να κάνω κτverbo intransitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ai figli di Simon piace andare allo zoo. Στα παιδιά του Σάιμον αρέσει να επισκέπτονται τον ζωολογικό κήπο. |
θέλωverbo intransitivo (να κάνω κάτι τώρα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Stasera mi piacerebbe andare a mangiare fuori. Θέλω να βγω για φαγητό σήμερα το βράδυ. |
μου αρέσειverbo intransitivo (sentimento: essere attratto) Mick ha ammesso che gli piaceva Laura. Ο Μικ παραδέχτηκε ότι του αρέσει η Λάουρα. |
τι κάνετεinteriezione (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
δυσκολίαinteriezione (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
χαίρω πολύ, χάρηκαinteriezione (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Piacere di conoscerla, signor Green. Spero che abbia fatto un buon viaggio. |
απόλαυση, ευχαρίστηση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) I bambini mangiarono la torta con godimento; dal modo in cui la mangiavano si capiva quanto piaceva loro. Ήταν ολοφάνερη η ευχαρίστηση των παιδιών από τον τρόπο με τον οποίο καταβρόχθισαν το κέικ. |
είμαι ελκυστικόςverbo intransitivo (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) L'idea di lavorare 60 ore a settimana non è esattamente allettante. Η ιδέα να δουλεύω 60 ώρες την εβδομάδα δε με ελκύει (or: τραβάει) πολύ. |
ενθουσιασμός
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Carrie riusciva a malapena a contenere il piacere mentre si godeva la vista dal balcone del suo albergo. Η Κάρι δεν μπορούσε να συγκρατήσει τον ενθουσιασμό της όταν είδε τη θέα από το μπαλκόνι στο δωμάτιο του ξενοδοχείου. |
έκσταση(beatitudine) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Η Καπέλα Σιξτίνα με έκανε να νιώσω έκσταση και δέος. |
πανδαισία(figurato) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il banchetto era una festa sia per gli occhi che per lo stomaco. Η τελευταία του ταινία είναι μια οπτική πανδαισία. Ο μπουφές ήταν μια πανδαισία για τα μάτια και το στομάχι. |
εύχομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Vorrei che smettesse di parlare. Μακάρι να σταματούσε να μιλάει! |
εύχομαι(condizionale: impossibile) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Vorrei essere una principessa Μακάρι να ήμουν πριγκίπισσα! |
χάρη
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
έχω ωραία γεύση
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αποκάλυψη(μεταφορικά: κάτι απρόσμενα καλό) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
-(Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Sabina è davvero appassionata di musica jazz. Στη Σαμπίνα αρέσει πολύ η τζαζ. Του Ρομπ δεν του αρέσει το ποδόσφαιρο. |
θέλω, προτιμώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Puoi fare ciò che vuoi fino a che non torno, poi puliamo la casa. Μπορείς να κάνεις ό,τι σου αρέσει μέχρι να γυρίσω σπίτι. Μετά θα καθαρίσουμε. |
χάρηκαinteriezione (di conoscere qualcuno) (για τη γνωριμία) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Piacere! Mio fratello mi ha parlato molto di te. |
κόψε τις βλακείες
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ταξίδι
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Steve è andato in gita a Londra coi suoi amici. Ο Στηβ έχει πάει ταξίδι στο Λονδίνο με τα φιλαράκια του. |
ευχαρίστως, πρόθυμαavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Ti darò volentieri un passaggio alla stazione. |
προθύμως, ευχαρίστως, ολοψύχωςlocuzione avverbiale (λόγιο) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
όποτε βολεύεσαι, σε πρώτη ευκαιρία, όταν σου κάνει κέφι
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
με ζήλοavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
με μεγάλη ευχαρίστησηlocuzione avverbiale (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
Χαρά μου!
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) "Grazie per la splendida cena che hai preparato". "Il piacere è tutto mio". «Σ' ευχαριστούμε που μας ετοίμασες ένα τόσο υπέροχο δείπνο!».«Χαρά μου!» |
χαίρομαι που σε βλέπω
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κάνε μου τη χάρη να κάνεις κτ(informale) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κάνε μου τη χάρη να κάνεις κτ(informale) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κυβερνητικό στέλεχος που ταξιδεύει με δημόσια δαπάνηsostantivo maschile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
έντονη απόλαυσηsostantivo maschile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αισθησιασμόςsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
ταξίδι αναψυχήςsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Ho viaggiato molto all'estero quest'anno, ma il mio viaggio alle Hawaii è stato l'unico viaggio di piacere. |
σαρκική απόλαυσηsostantivo maschile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ερωτική διέγερση/ικανοποίηση/απόλαυσηsostantivo maschile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
που θέλει να ευχαριστεί τους άλλους
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αναζήτηση της ευχαρίστησης, επιδίωξη της ευχαρίστησηςsostantivo femminile (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
ένοχη απόλαυση
|
θα ήθελα(desiderare, gradire) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Mi piacerebbe molto una tazza di caffè, grazie. Θα ήθελα ενα φλιτζάνι καφέ, ευχαριστώ. |
διασκεδάζω, ευχαριστιέμαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le piace moltissimo guardare video di animali parlanti. |
δε μου αρέσει, στερούμαι ενδιαφέροντοςverbo intransitivo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Generalmente i vini bianchi non mi piacciono, preferisco i rossi. Γενικά δε μου αρέσουν τα λευκά κρασιά - προτιμώ περισσότερο τα κόκκινα. |
κτ μου αρέσει όλο και περισσότεροverbo intransitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ο Ρικ στην αρχή μισούσε αυτό το τραγούδι αλλά τώρα του αρέσει όλο και περισσότερο. |
απολαμβάνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mi piace sempre leggere un buon libro. Πάντα μου αρέσουν τα καλά βιβλία. |
προτιμώverbo intransitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) In una giornata torrida, non c'è niente che mi piaccia di più che nuotare in piscina. |
άνετος με
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Queste sono situazioni in cui mi sento davvero a mio agio. |
που επιδιώκει την ευχαρίστηση, που κυνηγά την ευχαρίστηση, που αναζητά την ευχαρίστησηlocuzione aggettivale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
Σώπα!, Άσε ρε!, Άντε ρε!, Έλα!interiezione (figurato: incredulità) (καθομιλουμένη) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Ma va là! Hai comprato davvero questa maglia per 20 dollari? |
σαρκική απόλαυσηsostantivo maschile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
μου αρέσει να κάνω κτverbo intransitivo ([qlcs]) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Mi piace guardare il rugby, ma personalmente non ci ho mai giocato. |
προκαλώ αντιδράσεις
|
αρέσω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) È l'intensa storia d'amore del film che piace tanto alle adolescenti. Η δυνατή ιστορία αγάπης της ταινίας είναι που τραβάει τις έφηβες. |
θέλω(al condizionale) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ti piacerebbe una partita a golf oggi pomeriggio? Θα σου έκανε κέφι ένας γύρος γκολφ το απόγευμα; |
με χαράlocuzione avverbiale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
χάρμα οφθαλμών
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ενθουσιασμόςsostantivo maschile (για κτ, με κτ) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Tina voleva che andassero in bicicletta da Land's end a John o'Groats ma Barry non aveva molto entusiasmo per quell'idea. |
μου λέει(αργκό, μεταφορικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Che te ne pare di questa idea? Πώς σου φαίνεται αυτή η ιδέα; |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του piacquero στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.