Τι σημαίνει το perfetta στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης perfetta στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του perfetta στο Ιταλικό.

Η λέξη perfetta στο Ιταλικό σημαίνει τέλειος, άψογος, τέλειος, τέλειος, τέλειος, -, τέλειος, τέλειος, τέλειος, τέλειος, τέλειος, αψεγάδιαστος, άψογος, πλήρης, ολοκληρωτικός, συντελεσμένος χρόνος, άριστος, καταπληκτικός, εντάξει, ολοκληρωμένος, αψεγάδιαστος, έξοχος, φανταστικός, υπέροχος, οκ, εντάξει, καλά, ωραία, ιδανικός, άψογος, καλό καθάρισμα, χρυσός, έξοχος, εξαιρετικός, σπουδαίος, αβλαβής, άβλαφτος, Τζάμι!, ευτυχής, ολικός, ολοσχερής, άψογος, εξαιρετικός, εξαίρετος, πρακτικός, ό,τι πρέπει, ό,τι χρειάζομαι, υπέροχος, καταπληκτικός, θαυμάσιος, εντελώς, τελείως, υπέροχος, θαυμάσιος, ιδανικός, φίνος, τέλεια!, άψογος, -, έχω όλο το πακέτο, αρχέτυπο, πρότυπο, ό,τι πρέπει, ακριβώς αυτό που χρειάζομαι, τέλεια, υπέροχα, τέλεια, τέλειος αριθμός, πανίβλακας, πανηλίθιος, τέλεια ισορροπία, απόλυτη ισορροπία, εντελώς ξένοι, εντελώς άγνωστοι, τελείως ξένοι, τελείως άγνωστοι, τελειοποιώ, θαύμα, που ταιριάζει τέλεια, που ταιριάζει απόλυτα, είμαι κατάλληλος για κπ, τέλεια!, δείχνω κατάλληλος για έναν ρόλο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης perfetta

τέλειος, άψογος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il suo inglese è perfetto.
Τα αγγλικά του είναι τέλεια.

τέλειος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
L'oggetto è una sfera perfetta, con ogni punto della superficie a uguale distanza dal centro.
Το αντικείμενο είναι μια τέλεια σφαίρα με κάθε σημείο της επιφάνειας σε ίση απόσταση από το κέντρο.

τέλειος

aggettivo (matematica)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Un numero perfetto è uguale alla somma dei suoi fattori propri.
Ένας τέλειος αριθμός είναι ίσος με το άθροισμα των γνήσιων παραγόντων του.

τέλειος

aggettivo (totale) (ειρωνικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
È un perfetto idiota.
Είναι εντελώς ηλίθιος.

-

aggettivo (tempo verbale inglese) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Devo usare il presente perfetto o il passato perfetto qui?
Να χρησιμοποιήσω παρακείμενο ή υπερσυντέλικο εδώ;

τέλειος

aggettivo (musica)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La quinta perfetta è stata la prima armonia introdotta nel canto.

τέλειος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Oggi è stata per noi una giornata perfetta.
Περάσαμε μια τέλεια μέρα σήμερα.

τέλειος

aggettivo (ακριβώς ό,τι χρειάζεται)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Sì, questo libro è perfetto. Ha una risposta a tutte le mie domande.
Ναι, αυτό το βιβλίο είναι τέλειο. Έχει απαντήσεις σε όλα μου τα ερωτήματα.

τέλειος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ha sempre la giusta intonazione - non canta mai più alto o più basso.

τέλειος

aggettivo (φυτολογία: άνθος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Un fiore perfetto ha sia elementi femminili che maschili.

αψεγάδιαστος, άψογος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ο αθλητής της ενόργανης γυμναστικής εκτέλεσε ένα αψεγάδιαστο πρόγραμμα.

πλήρης, ολοκληρωτικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

συντελεσμένος χρόνος

sostantivo maschile (grammatica) (γραμματική)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Il perfetto è un tipo di tempo passato che in italiano corrisponde al passato remoto e al passato prossimo.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Στα Αγγλικά, οι συντελεσμένοι χρόνοι σχηματίζονται με το βοηθητικό ρήμα «έχω» και την παθητική μετοχή.

άριστος, καταπληκτικός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La donna elegante era vestita con un gusto perfetto.

εντάξει

Penso che il tuo piano sia assolutamente perfetto!

ολοκληρωμένος

aggettivo (μτφ: με πολλές γνώσεις)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Era un perfetto professionista, capace di fare qualunque cosa gli venisse chiesta.

αψεγάδιαστος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Paul ha comprato un anello con un diamante perfetto per la sua fidanzata.

έξοχος, φανταστικός, υπέροχος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

οκ

aggettivo

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

εντάξει, καλά, ωραία

interiezione

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Molto bene, allora ci vediamo domani mattina.
Εντάξει τότε, θα σε δω το πρωί.

ιδανικός

(τέλειος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
In un mondo ideale saremmo tutti in buona salute.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Σε έναν ιδανικό κόσμο θα ήμασταν όλοι υγιείς.

άψογος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

καλό καθάρισμα

Alla giovane recluta fu richiesto di presentarsi ogni giorno con una divisa impeccabile.

χρυσός

(μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Sembrava essere il momento d'oro di Tom per dire ai suoi genitori che aveva lasciato l'università; alla fine, però, non se la sentì e non disse nulla.

έξοχος, εξαιρετικός, σπουδαίος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Bravo. Hai fatto un lavoro eccellente.
Μπράβο. Έκανες έξοχη δουλειά.

αβλαβής, άβλαφτος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

Τζάμι!

interiezione (αργκό: Τέλεια!)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Perfetto! È proprio quello che volevo!

ευτυχής

aggettivo (ironico) (ειρωνικό)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Come in una splendida serie di eventi, si è rotto il rubinetto.

ολικός, ολοσχερής

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Era tanto sconvolta che fece una perfetta scenata nel bel mezzo del negozio.

άψογος, εξαιρετικός, εξαίρετος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il capo era dispiaciuto di veder andar via Patricia perché aveva fatto un lavoro eccellente durante il suo lavoro in azienda.

πρακτικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ό,τι πρέπει, ό,τι χρειάζομαι

aggettivo (sarcastico) (καθομιλουμένη, ειρωνικό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Una gomma bucata quando sono già in ritardo al lavoro? Beh, ma è ottimo!

υπέροχος, καταπληκτικός, θαυμάσιος

aggettivo (θαυμαστός)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Hai tenuto un ottimo discorso.
Φοβερός (or: Τέλειος) ο λόγος που έβγαλες.

εντελώς, τελείως

(εμφατικό)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Tuo fratello è un autentico idiota!
Ο αδερφός σου είναι ντιπ για ντιπ ηλίθιος!

υπέροχος, θαυμάσιος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Che panorama magnifico!
Τι υπέροχη (or: θαυμάσια) θέα!

ιδανικός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il compromesso è stata una soluzione ideale per entrambe le parti.

φίνος

(καθομ, παλαιό)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Adoro questa canzone! Hai dei gusti musicali splendidi!

τέλεια!

interiezione

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Hai preso i biglietti? Perfetto!
Πήρες τα εισιτήρια; Σούπερ!

άψογος

(figurato: perfetto)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il fantino ha fatto una gara da manuale e ha vinto.

-

sostantivo maschile (grammatica) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Non sapeva se usare il perfetto o il passato semplice.
Δεν ήξερε αν πρέπει να χρησιμοποιήσεις παρατατικό ή αόριστο.

έχω όλο το πακέτο

(colloquiale: persona affascinante)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Quel ragazzo è una vera bomba: è bello, ha un lavoro e una casa di proprietà.
Ο τύπος έχει όλο το πακέτο: είναι ωραίος και έχει δουλειά και δικό του σπίτι.

αρχέτυπο, πρότυπο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ό,τι πρέπει

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Queste tende sarebbero assolutamente perfette per il salotto.

ακριβώς αυτό που χρειάζομαι

(espressione di soddisfazione)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Una tazza di tè è proprio il massimo adesso.
Μία κούπα τσάι είναι ακριβώς αυτό που χρειάζομαι τώρα.

τέλεια, υπέροχα

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Riusciamo a incontrarci domani alle 14? Perfetto!
Μπορείτε να με δείτε αύριο στις δύο το μεσημέρι; Τέλεια!

τέλεια

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

τέλειος αριθμός

sostantivo maschile (matematica)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

πανίβλακας, πανηλίθιος

sostantivo maschile (υβριστικό)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Mi dispiace tantissimo di essermi scordato l'appuntamento. Ora mi riterrai un perfetto imbecille!

τέλεια ισορροπία, απόλυτη ισορροπία

sostantivo maschile

In una persona sana, il sodio e il potassio nei reni sono in perfetto equilibrio.

εντελώς ξένοι, εντελώς άγνωστοι, τελείως ξένοι, τελείως άγνωστοι

sostantivo maschile

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Chi l'avrebbe pensato che a solo un mese dal matrimonio erano dei perfetti estranei.

τελειοποιώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

θαύμα

sostantivo maschile (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Quella chitarra è un esempio perfetto dello stile classico degli anni '50.

που ταιριάζει τέλεια, που ταιριάζει απόλυτα

sostantivo maschile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

είμαι κατάλληλος για κπ

verbo intransitivo

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Tutti sanno che Marshall ed Elaine sono l'uno perfetto per l'altra.

τέλεια!

interiezione (καθομιλουμένη)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Hai avuto il lavoro? Ottimo!
Πήρες τη δουλειά; Πολύ ωραία!

δείχνω κατάλληλος για έναν ρόλο

verbo intransitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του perfetta στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.