Τι σημαίνει το paura στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης paura στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του paura στο Ιταλικό.
Η λέξη paura στο Ιταλικό σημαίνει φόβος, φόβος, φόβος, φόβος, τρόμος, φόβος, φόβος, τρόμος, άγχος, πανικός, φόβος, πανικός, φοβάμαι, τρέμω, τρομοκρατημένος, τρομερά, φοβερά, εκφοβίζω, παγώνω από το φόβο μου, φοβάμαι πάρα πολύ, φοβάμαι το σκοτάδι, τρομακτικός, που έχει παγώσει από τον φόβο του, τρομαγμένα,φοβισμένα, μην τυχόν, από φόβο ότι, από φόβο μην, μην τυχόν, αυτό φοβάμαι, Μη σκας!, μη φοβάσαι, μην ανησυχείς, άγχος, δικαίωμα στην ασφάλεια, φοβία, ψυχαναγκαστικός φόβος, ο ιππότης με το γαλάζιο άλογο, φόβος ότι θα χάσω κάτι, θορυβούμαι, τρομάζω, τρομάζω, τρομάζω, μου κόβονται τα γόνατα, φοβάμαι, από φόβο για, φοβάμαι να κάνω κτ, φοβάμαι, φοβάμαι, εκφοβίζω, φοβάμαι, φοβάμαι να κάνω κτ, φοβερός, απίθανος, τέλειος, τρομακτικός. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης paura
φόβος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Spesso le paure tengono svegli i genitori durante la notte. Ο φόβος των γονιών πολλές φορές δεν τους αφήνει να κοιμηθούν τα βράδια. |
φόβος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Gli si vedeva la paura in faccia. Μπορούσες να δεις τον φόβο στο πρόσωπό του. |
φόβοςsostantivo femminile (apprensione) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Ha avuto paura di fallire per tutta la vita. Υπέφερε από τον φόβο της αποτυχίας όλη του τη ζωή. |
φόβοςsostantivo femminile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Ha sentito svanire la paura. Ένιωσε τον φόβο να φεύγει. |
τρόμος, φόβος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Robert ebbe una sensazione di paura quando sentì dei rumori nella casa deserta. Μία αίσθηση τρόμου κατέλαβε τον Ρόμπερτ όταν άκουσε θορύβους στο άδειο σπίτι. |
φόβος, τρόμος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
άγχοςsostantivo femminile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
πανικός, φόβοςsostantivo femminile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Riconoscevamo la preoccupazione nei volti dei bambini. Είδαμε τον πανικό στα πρόσωπα των παιδιών. |
πανικός
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Al sentire gli spari il panico si è scatenato tra la folla. Όταν ακούστηκαν πυροβολισμοί ξέσπασε πανικός στο πλήθος. |
φοβάμαι(έχω φόβο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Temo che abbiano avuto un incidente. Ανησυχώ μήπως είχαν κάποιο ατύχημα. |
τρέμω(να κάνω κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Πάντα τρέμω να δίνω ομιλίες. |
τρομοκρατημένος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
τρομερά, φοβερά(figurato, ironico: superlativo) (καθομιλουμένη) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Il tassista era incredibilmente simpatico. |
εκφοβίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
παγώνω από το φόβο μουaggettivo (figurato: spaventato a morte) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I bambini erano pietrificati dalla paura di fronte all'uomo con la motosega. |
φοβάμαι πάρα πολύ(figurato: avere moltissima paura) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
φοβάμαι το σκοτάδιverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Teneva un'abat-jour accesa perché aveva paura del buio. |
τρομακτικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
που έχει παγώσει από τον φόβο τουlocuzione aggettivale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
τρομαγμένα,φοβισμέναavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Il cane si va a nascondere per la paura ogni volta che qualcuno alza la voce. |
μην τυχόν
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Δεν είπα τίποτα μην τυχόν και δουν τον θυμό μου. |
από φόβο ότι, από φόβο μην
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Lei è rimasta a casa tutta la settimana per paura di prendersi l'influenza suina. |
μην τυχόνpreposizione o locuzione preposizionale (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Non voleva tenere in braccio il bambino per paura di farlo cadere. |
αυτό φοβάμαιinteriezione (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) "Devo davvero fare quel test?" "Temo di sì. È obbligatorio." |
Μη σκας!sostantivo maschile (informale: cosa semplice) (αργκό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) È un gioco da ragazzi, John, basta che nascondiamo i vetri rotti sotto il divano. |
μη φοβάσαι, μην ανησυχείςinteriezione (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Niente paura! Stanno arrivando i Carabinieri! |
άγχοςsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La sua esposizione è stata formidabile nonostante il suo forte attacco di paura da palcoscenico. |
δικαίωμα στην ασφάλειαsostantivo femminile (diritto) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Una delle famose "quattro libertà" di Roosevelt era la libertà dalla paura. |
φοβία, ψυχαναγκαστικός φόβοςsostantivo femminile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Molte persone hanno fobie nascoste. |
ο ιππότης με το γαλάζιο άλογοsostantivo maschile (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
φόβος ότι θα χάσω κάτι
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
θορυβούμαιverbo transitivo o transitivo pronominale (λόγιος, επίσημο: από κτ) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I mercati azionari sono crollati poiché gli investitori hanno preso paura per i risultati deboli del manifatturiero. |
τρομάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I prezzi degli immobili nella zona in caduta libera hanno spaventato gli abitanti. Οι καθοδικές τιμές των ακινήτων στην περιοχή έχουν τρομάξει τους κατοίκους. |
τρομάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
τρομάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Quando la radio si accese il ladro prese paura e saltò fuori dalla finestra. |
μου κόβονται τα γόναταverbo transitivo o transitivo pronominale (μτφ, καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
φοβάμαιverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Quando ero più piccolo avevo paura dei ragni. Όταν ήμουν μικρότερος, με τρόμαζαν οι αράχνες. |
από φόβο γιαavverbio (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il cane scappava via per la paura ogni volta che venivano esplosi dei fuochi d'artificio. |
φοβάμαι να κάνω κτverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Joanne ha paura di provare nuove cose poiché potrebbe sbagliare. Η Τζόαν φοβάται να δοκιμάσει καινούρια πράγματα μην τυχόν αποτύχει. |
φοβάμαιverbo transitivo o transitivo pronominale (κάποιον/κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) È piuttosto comune avere paura dei ragni. Είναι αρκετά συχνό να φοβάται κανείς τις αράχνες. |
φοβάμαι(ότι/πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ho paura di rimanere al verde prima della fine del viaggio. Φοβάμαι ότι μπορεί να ξεμείνω από χρήματα πριν από το τέλος του ταξιδιού. |
εκφοβίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le gigantesche montagne russe non impaurivano il bambino spavaldo. |
φοβάμαι(ότι/πως, μήπως/μη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Aveva paura di perdere il lavoro. Ο Σαμ φοβάται μήπως χάσει τη δουλειά του. |
φοβάμαι να κάνω κτverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ho paura a saltare dal ponte nel fiume. Φοβάμαι να πηδήξω στο ποτάμι από τη γέφυρα. |
φοβερός, απίθανος, τέλειος(καθομιλουμένη) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Randall ha appena comprato una macchina stupenda. |
τρομακτικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του paura στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του paura
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.