Τι σημαίνει το passarli στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης passarli στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του passarli στο Ιταλικό.
Η λέξη passarli στο Ιταλικό σημαίνει περνάω, περνώ, περνάω, περνώ, πάω πάσο, περνάω, περνώ, περνάω, περνώ, πασάρω, δίνω, περνάω, περνώ, περνάω, περνώ, πασάρω, περνάω, περνώ, προσπερνάω, περνάω από κτ, περνώ από κτ, περνάω, περνώ, περνάω, περνώ, ξεπερνάω, περνάω, περνώ, περνάω, περνάω, περνώ, περνάω, περνώ, περνάω, ξεπερνάω, περνάω, περνώ, επισκέπτομαι κάτι, δίνω, πάσα στον αντίπαλο, περνάω, περνώ, περνάω γρήγορα, περνάω, πολτοποιώ, -, περνάω, περνάω, περνώ, γίνομαι αποδεκτός, περνάω, περνώ, περνάω, περνώ, επισκέπτομαι, κυλώ αργά, περνώ, κάνω μετάζευξη, δίνω κτ σε κπ άλλο, ζω, τρίβω, -, ανεβαίνω, σκαρφαλώνω, φεύγω, κάνω ντούκου, κάνω check, κυλάω, περνώ, περνάω, περνώ, υφίσταμαι, σιδηροδρομικές υπηρεσίες, δίνω, πασάρω, περνώ τη νύχτα, μένω για το βράδυ, ορμώ, χιμάω, ξεχειμωνιάζω, μοιράζω, σφουγγαρίζω, μειώνω τη σημασία, μειώνω τη σπουδαιότητα, φέρνω, διασχίζω, περνώ, βρίσκω, φεύγω, χτενίζω, σαρώνω, την πέφτω, κοσκινίζω, ξεψαχνίζω, περνάω, με την πάροδο του χρόνου, πάνω από το πτώμα μου, πασαδόρος, ο χρόνος που περνάει, mouseover εικόνα, εικόνα mouseover, πέρασμα του καιρού, αλκοολούχο ποτό που δρα ως αντίδοτο για το χανγκόβερ, μου διαφεύγει, βγαίνω εκτός μόδας, φεύγω από τη μόδα, βγαίνω εκτός μόδας, φεύγω από τη μόδα, πάω σε κπ/κτ, πηγαίνω σε κπ/κτ, περνώ από το μυαλό, γιατρεύομαι από κτ, εξετάζω, σκέφτομαι, το παρακάνω, δεν γίνομαι δεκτός, παραδίδω τη σκυτάλη, επιτίθεμαι, κάνω παρέα με, περνώ ώρα με, χώνομαι μπροστά από, ξεφεύγω, διαφεύγω, ξεφεύγω, περνάω την εξέταση, μεταβάλλομαι από κάτι σε κάτι, ρίχνω το φταίξιμο αλλού, περνάω την ώρα μου, περνάω τον χρόνο μου, κάνω σναπ, καθαρίζω τα δόντια με οδοντικό νήμα, χρησιμοποιώ οδοντικό νήμα, περιμένω υπομονετικά την κατάλληλη ευκαιρία, σκοτώνω την ώρα μου, αντιμετωπίζω οικονομικές δυσκολίες, παίρνω δεύτερη θέση, απεβίωσα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης passarli
περνάω, περνώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) L'autobus è passato senza fermarsi per farci salire. Το λεωφορείο πέρασε χωρίς να σταματήσει για εμάς. |
περνάω, περνώverbo intransitivo (tempo) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Sembra che il tempo passi ogni anno più veloce. |
πάω πάσοverbo intransitivo (giochi di società) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Puoi passare oppure giocare una carta. |
περνάω, περνώverbo intransitivo (andare via) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Quell'opportunità purtroppo è passata. |
περνάω, περνώverbo intransitivo (esami, ecc.) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) "Com'è andato il test?" "L'ho passato!". |
πασάρωverbo transitivo o transitivo pronominale (sport) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Per giocare bene in squadra bisogna passare la palla, anziché tenerla solo per sé. |
δίνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Puoi passarmi il sale, per favore? Μπορείς να μου δώσεις το αλάτι σε παρακαλώ; |
περνάω, περνώverbo transitivo o transitivo pronominale (esami, ecc.) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ho passato il test! Πέρασα το τεστ! |
περνάω, περνώverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il biglietto di compleanno è passato di mano in mano. |
πασάρωverbo intransitivo (sport) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ha passato e poi è volato verso rete. |
περνάω, περνώ(scuola) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Πέρασε δέκα μαθήματα στις εξετάσεις |
προσπερνάω(passare oltre) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Το λεωφορείο με προσπέρασε χωρίς να σταματήσει. |
περνάω από κτ, περνώ από κτ
Prima devi passare la dogana e poi devi attendere il bagaglio. Πρώτα πρέπει να περάσεις από το τελωνείο και μετά θα περιμένεις τις αποσκευές σου. |
περνάω, περνώverbo transitivo o transitivo pronominale (un esame) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ha superato l'esame di guida al primo tentativo. Πέρασε τις εξετάσεις οδήγησης με την πρώτη. |
περνάω, περνώ(legge) (μτφ: ο νόμος) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ο νόμος πέρασε με πλειοψηφία εβδομήντα προς τριάντα. |
ξεπερνάω, περνάω, περνώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La velocità del razzo ha superato velocemente i duecento chilometri all'ora. |
περνάω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La folla osservava il corteo che passava. Το πλήθος παρακολουθούσε καθώς περνούσε η πομπή. |
περνάω, περνώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Quando Emily era ammalata, rimaneva seduta accanto alla finestra e salutava tutti quelli che passavano. Όταν η Έμιλι ήταν άρρωστη καθόταν κοντά στο παράθυρο και χαιρετούσε όποιον περνούσε. |
περνάω, περνώverbo intransitivo (tempo) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Non posso credere che le vacanze siano già finite. Il tempo è passato così in fretta! Δεν μπορώ να πιστέψω ότι οι διακοπές τέλειωσαν κιόλας. Πέρασε πολύ γρήγορα ο καιρός! |
περνάω, ξεπερνάωverbo intransitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Era caduta una frana sulla strada e non potevamo passare. |
περνάω, περνώverbo intransitivo (a casa di qualcuno) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Steve è passato prima, mentre eri fuori. Gli ho detto che lo avresti chiamato al tuo rientro. |
επισκέπτομαι κάτι(informale: fare visita) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Fiona disse che sarebbe passata per controllare che tutto andasse bene. |
δίνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Passo sempre i miei libri preferiti a mia sorella. |
πάσα στον αντίπαλοverbo transitivo o transitivo pronominale (football: palla) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Il quarterback ha passato la palla al running back. |
περνάω, περνώverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La folla guardava passare la sfilata. Το πλήθος παρακολουθούσε καθώς περνούσε η παρέλαση. |
περνάω γρήγοραverbo intransitivo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
περνάω(tessere ecc.) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Passate la tessera nel lettore e digitate il vostro codice sul tastierino. Πέρασε την κάρτα σου και πληκτρολόγησε το PIN σου. |
πολτοποιώverbo transitivo o transitivo pronominale (culinaria) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Bisogna passare le verdure prima di aggiungerle alla ricetta. |
-verbo intransitivo (senza fermarsi) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Sei appena passato col rosso! Πέρασε με κόκκινο. |
περνάωverbo intransitivo (μεταφορικά: από κάπου) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Passerò domani mattina andando al lavoro. Θα περάσω αύριο το πρωί, πηγαίνοντας στη δουλειά. |
περνάω, περνώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il divano non passerà mai dalla porta. |
γίνομαι αποδεκτόςverbo intransitivo (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Al Congresso la mozione passerà. |
περνάω, περνώverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) È passato al livello di gioco successivo. |
περνάω, περνώverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Mentre passava, John salutava con la mano dal finestrino dell'auto. |
επισκέπτομαι(a trovare) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Peter ha detto che sarebbe passato nel pomeriggio. Ο Πίτερ είπε πως θα περάσει κάποια στιγμή το απόγευμα. |
κυλώ αργάverbo intransitivo (χρόνος) Si annoiavano col passare del tempo. Άρχισαν να βαριούνται, καθώς δεν έλεγε να περάσει η ώρα. |
περνώverbo intransitivo (di tempo) (χρόνος) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I minuti passavano e Peter non aveva ancora idea di cosa fare. |
κάνω μετάζευξηverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) A settembre la biblioteca trasferirà il suo catalogo sul nuovo sistema informatico. |
δίνω κτ σε κπ άλλοverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Prendi un biscotto e poi falli girare. Πάρε ένα μπισκότα και δώστα και στους υπόλοιπους. |
ζωverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ha passato il periodo più brutto della sua vita in quel carcere. // Il paese sta vivendo un boom economico senza precedenti. Έζησε τις χειρότερες στιγμές της ζωής της σε εκείνη φυλακή. |
τρίβωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) George passò la mano sulla schiena del gatto. Ο Τζώρτζ έτριψε το χέρι του στην πλάτη της γάτας. |
-verbo transitivo o transitivo pronominale (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Puoi passarmi quel libro, per favore? Μπορείς να μου δώσεις εκείνο το βιβλίο, σε παρακαλώ; |
ανεβαίνω, σκαρφαλώνωverbo intransitivo (estendersi, svilupparsi) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Stiamo cercando di fare in modo che le rose corrano lungo il traliccio. |
φεύγωverbo intransitivo (di sevizio autobus, treno, etc.) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Quando parte l'autobus? |
κάνω ντούκου, κάνω checkverbo intransitivo (poker) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Vuoi puntare o passare? |
κυλάωverbo intransitivo (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il tempo scorre. |
περνώ(χρόνος, ώρα) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Trascorse un'ora prima che la polizia finalmente arrivasse. |
περνάω, περνώ(figurato: passare) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Saltava da un lavoro all'altro. Πήδαγε από τη μια εργασία στην άλλη. |
υφίσταμαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ha dovuto subire molte critiche quando l'affare è fallito. |
σιδηροδρομικές υπηρεσίες
(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) |
δίνωverbo transitivo o transitivo pronominale (κάτι σε κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le passò la penna. Της έδωσε το στυλό. |
πασάρωverbo transitivo o transitivo pronominale (palla, pallone, ecc.) (κάτι σε κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Passò la palla da baseball al suo compagno di squadra, che la batté. |
περνώ τη νύχτα, μένω για το βράδυ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ορμώ, χιμάω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Jeffrey sfrecciò per il negozio. |
ξεχειμωνιάζω(formale) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
μοιράζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Alla festa hanno distribuito tramezzini e bevande. |
σφουγγαρίζω(il pavimento) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ο Κάιλ σφουγγάρισε το πάτωμα μετά από τη βάρδιά του. |
μειώνω τη σημασία, μειώνω τη σπουδαιότητα
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
φέρνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Visto che passi da casa mia in ogni caso, puoi portarmi quei documenti? |
διασχίζω, περνώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I cacciatori hanno dovuto attraversare una folta macchia per raggiungere il cervo ferito. Οι κυνηγοί έπρεπε να διασχίσουν μια συστάδα δέντρων για να προσεγγίσουν το τραυματισμένο ελάφι. |
βρίσκω(telefonicamente) (κάποιον στο τηλέφωνο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Dopo parecchi tentativi di chiamare Yolanda, alla fine sono riuscito a raggiungerla. Μετά από αρκετές προσπάθειες να τηλεφωνήσω στη Γιολάντα, τελικά κατάφερα να τη βρω. |
φεύγω(eufemismo: morire) (ευφημισμός) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Lo zio James è mancato un paio di anni fa. // Suo nonno venne a mancare dopo una battaglia di cinque anni contro il cancro. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Ο θείος Τζέιμς έφυγε πριν μερικά χρόνια. |
χτενίζω, σαρώνω(μεταφορικά: κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Χτένισαν την παραλία για να βρουν ενδιαφέροντα κοχύλια. |
την πέφτω(αργκό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ha dormito da me sabato notte. Την έπεσε σπίτι μου το Σάββατο το βράδυ. |
κοσκινίζω, ξεψαχνίζω(μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Linda ha passato il pomeriggio ad esaminare vecchi giornali. |
περνάω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ci incontreremo quando avrai sdoganato. |
με την πάροδο του χρόνου
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Ti dimenticherai di lui con il passare del tempo. |
πάνω από το πτώμα μουinteriezione (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Vuoi che ti presti i jeans? Manco morto! |
πασαδόροςverbo transitivo o transitivo pronominale (sport) (αθλητικά) (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) Alcuni sono bravi a passare la palla; altri preferiscono tenerla. Κάποιοι είνα καλοί πασαδόροι. Άλλοι προτιμούν να κρατούν την μπάλα για πολύ ώρα. |
ο χρόνος που περνάειsostantivo maschile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Passavano gli anni ma lui rimaneva un monarchico, dimentico dello scorrere del tempo. |
mouseover εικόνα, εικόνα mouseover(informatica) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
πέρασμα του καιρούsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
αλκοολούχο ποτό που δρα ως αντίδοτο για το χανγκόβερ
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
μου διαφεύγειverbo intransitivo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Non sono andato alla riunione, mi è sfuggita di mente. Δεν πήγα στη συνάντηση. Το ξέχασα τελείως. |
βγαίνω εκτός μόδας, φεύγω από τη μόδαverbo intransitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Gli abiti a tre pezzi passarono di moda agli inizi degli anni '90. |
βγαίνω εκτός μόδας, φεύγω από τη μόδαverbo intransitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le camicie hawaiane passarono di moda dopo gli anni '60. |
πάω σε κπ/κτ, πηγαίνω σε κπ/κτ(informale) Mi fa male il dente: devo fare un salto dal dentista. |
περνώ από το μυαλόverbo intransitivo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Non dirmi che non ti è mai passato per la mente un pensiero malvagio. |
γιατρεύομαι από κτverbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά) Ti devi far passare l'abitudine di usare il cellulare mentre sei al volante! |
εξετάζω, σκέφτομαι(figurato) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
το παρακάνωverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ti avevo già avvertito prima per la tua disubbidienza, ma questa volta hai davvero superato il limite! |
δεν γίνομαι δεκτόςverbo intransitivo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
παραδίδω τη σκυτάλη
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Sono stata segretaria di questo club per troppo tempo: è arrivato il momento di passare il testimone a qualcun altro. Έχω υπάρξει γραμματέας του συλλόγου για πάρα πολύ καιρό: είναι καιρός να παραδώσω τη σκυτάλη σε κάποιον άλλο. |
επιτίθεμαιverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Lui tende a passare all'offensiva quando la gente critica il suo lavoro. |
κάνω παρέα με, περνώ ώρα μεverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Adoro passare il tempo con la mia famiglia. |
χώνομαι μπροστά από
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Mi dà fastidio quando la gente salta la coda. |
ξεφεύγω, διαφεύγω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
ξεφεύγω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Era tutto pronto per intercettarlo, ma è riuscito non si sa come a passare inosservato. |
περνάω την εξέτασηverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Una volta che avrai passato l'esame, ti verrà consegnato un diploma. |
μεταβάλλομαι από κάτι σε κάτι
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ρίχνω το φταίξιμο αλλού(καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Non riconosce mai i suoi sbagli sul lavoro; al contrario, passa sempre la palla agli altri. |
περνάω την ώρα μου, περνάω τον χρόνο μουverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Carol faceva un cruciverba per passare il tempo. |
κάνω σναπ(football USA) (αμερικάνικο φούτμπολ) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
καθαρίζω τα δόντια με οδοντικό νήμα, χρησιμοποιώ οδοντικό νήμαverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
περιμένω υπομονετικά την κατάλληλη ευκαιρία
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
σκοτώνω την ώρα μου(figurato) |
αντιμετωπίζω οικονομικές δυσκολίεςverbo transitivo o transitivo pronominale (difficoltà economiche) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
παίρνω δεύτερη θέση(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
απεβίωσα(morire) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του passarli στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.