Τι σημαίνει το nord στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης nord στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του nord στο Ιταλικό.
Η λέξη nord στο Ιταλικό σημαίνει βορράς, βορράς, οι Βόρειοι, Βόρειος Αμερική, βόρειος, βορεινός, βόρεια, Βόρεια Αγγλία, βόρειος, βορεινός, βορειοανατολικός, βορειοδυτικός, αμερικάνικος, καναδέζικος, βορειοανατολικός, Γιάνκης, Όλστερ, Ώλστερ, βορειοδυτικά, των Γιάνκηδων, βορειοαφρικάνικος, βορειοκορεάτικος, βορειοδυτικά, βορειοανατολικά, Βόρεια Επικράτεια, βορειοανατολικός, βορειοδυτικός, βορειοανατολικός, Βορειοδυτικές Περιφέρειες, βόρειος, βορεινός, βορειοδυτικός, τα Βορειοανατολικά των ΗΠΑ, προς το βορά, από τα βοριοανατολικά, στα βόρια, βόρεια, βόρεια της πολιτείας, προς το βορρά, βόρεια, στα βόρεια, βοριάς, μαγνητικός Βορράς, βόρειο τμήμα, βόρεια πλευρά, βόρειο ημισφαίριο, Βόρειος Πόλος, πολικός αστέρας, βορείως, βόρεια, Βόρεια Καρολίνα, Βόρεια Κορέα, Βόρεια Ιρλανδία, Βόρεια Ευρώπη, βόρεια Ιταλία, Βόρεια θάλασσα, Βόρεια Ντακότα, Βόρεια Ντακότα, Βόρεια Καρολίνα, νότια νοτιοανατολικά, Βόρεια Μακεδονία, βόρεια τμήματα, γραμμές ειρήνης, βόρειος, βόρειος, βορειοανατολικός, βορειοδυτικός, προς τα βοριοανατολικά, από το βορά, προς τα βοριοδυτικά, προς το βορά, βορείως, βόρεια, ΒΔ, ΒΑ, βόρεια, βορινή πλευρά, Βόρεια Κορέα, Βόρεια Ιρλανδία, βορειοδυτικός, στα βόρια, βορειοανατολικός, από το βορά, προς τα βορειοδυτικά, βοριάς, βορειοανατολικός, από τα βορειοδυτικά, βορειοανατολικός, βορειοδυτικά, βορειοανατολικά, ο βορειότερος, νότιος νοτιοανατολικός. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης nord
βορράςsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) I genitori di Tom vivono alcune miglia più a nord. |
βορράςsostantivo maschile (magnetico) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) L'ago della bussola punta sempre a nord. Ο δείκτης της πυξίδας πάντα δείχνει προς τον βορρά. |
οι Βόρειοιsostantivo maschile (US) (Ιστορία, ΗΠΑ) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il Nord ha vinto la guerra civile americana. Οι Βόρειοι νίκησαν στον αμερικανικό εμφύλιο πόλεμο. |
Βόρειος Αμερικήsostantivo maschile (Nordamerica) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
βόρειος, βορεινός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ha piantato la lattuga sul lato settentrionale della casa dove avrebbe ricevuto meno sole. Φύτεψε μαρούλι στη βόρεια πλευρά του σπιτιού όπου είχε τον λιγότερο ήλιο. |
βόρειαlocuzione avverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Le anatre volano verso nord in primavera. Οι πάπιες θα πετάξουν προς τον βορρά την άνοιξη. |
Βόρεια Αγγλίαsostantivo femminile (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
βόρειος, βορεινός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il Canada ha degli inverni molto freddi a causa dei venti dell'Atlantico settentrionale. |
βορειοανατολικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
βορειοδυτικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
αμερικάνικος, καναδέζικος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Sono nordamericano perché sono nato negli USA. |
βορειοανατολικόςsostantivo maschile (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Nel nord-est ci sono centinaia di specie di farfalle. |
Γιάνκης(USA) Brad lavorò al nord, tra i nordisti, per dieci anni. |
Όλστερ, Ώλστερ
(κύριο ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε συγκεκριμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. Ναύπλιο, Έβερεστ κλπ.) L'Ulster è composto da nove contee. |
βορειοδυτικάsostantivo maschile (επίρρημα σε θέση ουσιαστικού: Επίρρημα που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. θα έρθω με τον έτσι μου κλπ.) Siamo diretti a Washington e proseguiremo verso altre zone del nord-ovest, per le vacanze. |
των Γιάνκηδωνaggettivo (USA) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
βορειοαφρικάνικος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) I disegni della tribù sembrano nordafricani. Ascoltare la musica nordafricana è una nuova esperienza per me. Τα σχέδια της φυλής μοιάζουν βορειοαφρικανικά. Η βορειοαφρικάνικη μουσική είναι για μένα μια νέα εμπειρία. |
βορειοκορεάτικος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il mio amico nordcoreano quest'estate è tornato a casa a trovare la sua famiglia. |
βορειοδυτικάsostantivo maschile (επίρρημα σε θέση ουσιαστικού: Επίρρημα που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. θα έρθω με τον έτσι μου κλπ.) |
βορειοανατολικάsostantivo maschile (επίρρημα σε θέση ουσιαστικού: Επίρρημα που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. θα έρθω με τον έτσι μου κλπ.) La bussola puntava a nord-est, verso il fiume. Η πυξίδα έδειχνε προς τα βορειοανατολικά, προς το ποτάμι. |
Βόρεια Επικράτεια(acronimo) (Αυστραλία) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
βορειοανατολικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
βορειοδυτικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
βορειοανατολικόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Sulla costa nord-orientale abbiamo una villetta dove passare le vacanze al mare. Έχουμε ένα παραθαλάσσιο εξοχικό στη βορειοανατολική ακτή. |
Βορειοδυτικές Περιφέρειες(acronimo) (Καναδάς) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
βόρειος, βορεινός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il paese è famoso per la sua cucina settentrionale. |
βορειοδυτικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
τα Βορειοανατολικά των ΗΠΑ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
προς το βοράlocuzione aggettivale (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
από τα βοριοανατολικάlocuzione aggettivale (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
στα βόριαlocuzione aggettivale (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
βόρειαavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) I pionieri andavano verso nord, diretti verso il freddo e le montagne innevate. |
βόρεια της πολιτείαςavverbio (USA) (κατά λέξη) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Frank si è trasferito a nord dello stato per vivere con sua zia. |
προς το βορράavverbio (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Prendi la statale e vai dritto a nord. Βγες στον αυτοκινητόδρομο και κατευθύνσου προς το βορρά. |
βόρεια
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
στα βόρεια
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La povertà a sud è molto più elevata che a nord. |
βοριάςsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
μαγνητικός Βορράςsostantivo maschile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La mia bussola punta verso il nord magnetico, quindi non esattamente verso il Polo Nord. |
βόρειο τμήμα, βόρεια πλευράsostantivo maschile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il negozio si trova sul lato nord della piazza. |
βόρειο ημισφαίριοsostantivo maschile Circa il 90% della popolazione mondiale vive nell'emisfero nord. |
Βόρειος Πόλοςsostantivo maschile |
πολικός αστέραςsostantivo femminile |
βορείως, βόρειαsostantivo maschile (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Il nord geografico non sempre coincide col nord magnetico. |
Βόρεια Καρολίναsostantivo femminile (stato degli USA) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La Carolina del Nord è un ottimo posto in cui vivere! |
Βόρεια Κορέαsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La capitale della Corea del Nord è Pyongyang. Η πρωτεύουσα της Βόρειας Κορέας είναι η Πιονγκγιάνγκ. |
Βόρεια Ιρλανδίαsostantivo femminile L'Irlanda del Nord fa parte del Regno Unito. |
Βόρεια Ευρώπηsostantivo femminile |
βόρεια Ιταλίαsostantivo femminile |
Βόρεια θάλασσαsostantivo maschile |
Βόρεια Ντακόταsostantivo maschile |
Βόρεια Ντακόταsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
Βόρεια Καρολίναsostantivo femminile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
νότια νοτιοανατολικάsostantivo maschile (κατεύθυνση στην πυξίδα) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Βόρεια Μακεδονίαsostantivo femminile (χώρα) Se vuoi andare in macchina dalla Grecia alla Serbia devi passare per la Macedonia del Nord o per la Bulgaria. |
βόρεια τμήματαsostantivo plurale femminile |
γραμμές ειρήνης(Β. Ιρλανδία) |
βόρειοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
βόρειοςavverbio (USA) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Jess si è trasferita da Manhattan e adesso vive nel nord dello stato di New York. |
βορειοανατολικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
βορειοδυτικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
προς τα βοριοανατολικάlocuzione aggettivale (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
από το βοράlocuzione aggettivale (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
προς τα βοριοδυτικάlocuzione avverbiale (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
προς το βοράlocuzione avverbiale (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
βορείως, βόρεια
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
ΒΔlocuzione avverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
ΒΑlocuzione avverbiale (συντομογραφία) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
βόρειαsostantivo maschile (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) L'ago della bussola non punta verso il nord geografico, bensì verso il nord magnetico. |
βορινή πλευράsostantivo maschile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
Βόρεια Κορέαsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
Βόρεια Ιρλανδίαsostantivo femminile (geografia) |
βορειοδυτικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
στα βόριαlocuzione avverbiale (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
βορειοανατολικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Questo vento di nord-est è veramente gelido. Ο βορειανατολικός άνεμος είναι παγωμένος. |
από το βοράlocuzione avverbiale (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
προς τα βορειοδυτικάlocuzione aggettivale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
βοριάςsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
βορειοανατολικόςlocuzione aggettivale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La nave stava facendo rotta a nord-est quando entrò in collisione con la petroliera. Το πλοίο είχε βορειοανατολική πορεία όταν συγκρούστηκε με το δεξαμενόπλοιο. |
από τα βορειοδυτικά
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
βορειοανατολικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
βορειοδυτικά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
βορειοανατολικά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Il vento soffiava a nord-est, attraverso la prateria e verso la montagna. |
ο βορειότεροςlocuzione aggettivale |
νότιος νοτιοανατολικόςlocuzione avverbiale (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του nord στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.