Τι σημαίνει το nelle στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης nelle στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του nelle στο Ιταλικό.

Η λέξη nelle στο Ιταλικό σημαίνει κοντά, εμβοή, -, τρομακτικός, ανατριχιαστικός, φρικιαστικός, εκτός ωρών αιχμής, στην περιοχή, εκεί γύρω, στα χέρια μου, στην ουσία, εκεί κοντά, εκεί γύρω, εκεί τριγύρω, στην περιοχή, εδώ κοντά, εδώ γύρω, στον αέρα, κάπου εδώ κοντά, στη γειτονιά, Ο κόσμος σου ανοίγεται., πίσω έδρανο, τόμπολα, τροποποίηση συμπεριφοράς, καταχωρημένος ψηφοφόρος, που αρέσει σε όλους, ιθαγενής της Αυστραλίας, στα χέρια κπ, στη γύρω περιοχή, εκεί κοντά, είμαι υποχείριο, εξισορροπώ τις ανισότητες, ξοδεύω υπερβολικά, υπερτιμώ, κερδίζω την εύνοια κπ, κερδίζω εύνοια, πείθω, χαμηλά, κάτω, βαθιά, στα βάθη, εκτός υπηρεσίας, εκτός ωρών αιχμής, στο περιθώριο, στα μετόπισθεν, κερδίζω την εύνοια κπ, δεν με συμπαθεί κπ, χαμηλά, πεισμώνω, μουλαρώνω, δίνω δύναμη σε κπ να κάνει κτ, δίνω κίνητρο σε κπ να κάνει κτ, αλείφω με αυγό, αλείφω με αβγό, δίπλα σε, εντάσσω σε κανονικό σχολείο, κυκλοφορώ, έχω φιλικές σχέσεις με κπ, τα πάω καλά με κπ, χτυπάω κπ στ' αρχίδια. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης nelle

κοντά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Κάθε φορά που ο Ρίτσαρντ ταξίδευε στη γύρω περιοχή για δουλειά επισκεπτόταν την οικογένειά του.

εμβοή

(formale) (βουητό στα αυτιά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

-

(film, dvd, ecc.) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
È già uscito quel nuovo film di Spielberg?
Κυκλοφόρησε η καινούρια ταινία του Σπίλμπεργκ;

τρομακτικός, ανατριχιαστικός, φρικιαστικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Janice fece un urlo raccapricciante quando vide quella figura simile a un fantasma.

εκτός ωρών αιχμής

(στη διάρκεια μίας ημέρας)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Viaggiare in treno nelle ore non di punta è meno costoso che nelle ore di punta.

στην περιοχή

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Io compro le verdure in zona, così sono più genuine.

εκεί γύρω

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Credo che Eric viva a Miami o nei dintorni.

στα χέρια μου

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Ho fatto tutto quello che potevo per questo progetto: adesso è nelle tue mani.

στην ουσία

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
In linea di massima mi piace la tua idea, ma ho bisogno di un po' di tempo per studiare i dettagli.

εκεί κοντά, εκεί γύρω, εκεί τριγύρω

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Incontriamoci davanti alla chiesa e poi cercheremo un ristorante nelle vicinanze.

στην περιοχή, εδώ κοντά, εδώ γύρω

avverbio

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

στον αέρα

(κυριολεκτικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La cima del monte Fuji è spesso tra le nuvole e nascosta alla vista.

κάπου εδώ κοντά

(εδώ)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

στη γειτονιά

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

Ο κόσμος σου ανοίγεται.

(figurato)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πίσω έδρανο

sostantivo maschile (parlamento) (βουλή)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

τόμπολα

sostantivo maschile (παιχνίδι)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

τροποποίηση συμπεριφοράς

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Un cambiamento di comportamento consiste nell'apprendere nuove abitudini.
Η τροποποίηση συμπεριφοράς συνίσταται στην εκμάθηση νέων συνηθειών.

καταχωρημένος ψηφοφόρος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

που αρέσει σε όλους

(μουσική, ποτό κλπ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ιθαγενής της Αυστραλίας

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

στα χέρια κπ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il manoscritto ora è in mano agli editor. Il nostro destino è nelle mani della compagnia di assicurazione.

στη γύρω περιοχή, εκεί κοντά

preposizione o locuzione preposizionale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Non vorrei mai abitare vicino a uno stadio.

είμαι υποχείριο

(figurato) (κάποιου)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

εξισορροπώ τις ανισότητες

verbo transitivo o transitivo pronominale

ξοδεύω υπερβολικά

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Dopo aver ricevuto una piccola eredità, Bill ha cominciato a spendere decisamente troppo.

υπερτιμώ

(δίνω υπερβολική αξία)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κερδίζω την εύνοια κπ

(με γενική)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Roderick cerca sempre di ingraziarsi le persone per ottenere un vantaggio.

κερδίζω εύνοια

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πείθω

(riferito a persone)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

χαμηλά, κάτω

(στα γεννητικά όργανα)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Harry sta avendo dei problemi nelle parti basse.

βαθιά, στα βάθη

(κυριολεκτικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Questo pesce è stato trovato negli abissi oceanici.

εκτός υπηρεσίας

avverbio (tempo non lavorativo)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Nel mio tempo libero prendo lezioni di danza.

εκτός ωρών αιχμής

(στη διάρκεια μίας ημέρας)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Se non si viaggia nelle ore di punta si risparmia molto sul costo del biglietto.

στο περιθώριο, στα μετόπισθεν

(figurato: posizione non centrale)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Dopo vent'anni in carica dice che si godrà la vita nelle retrovie.

κερδίζω την εύνοια κπ

(με γενική)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Vedi se riesci a ingraziarti uno dei direttori.

δεν με συμπαθεί κπ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Puoi chiederglielo tu per me? Non sono nelle sue grazie al momento.

χαμηλά

(figurato: genitali) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

πεισμώνω, μουλαρώνω

verbo riflessivo o intransitivo pronominale (figurato) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Apri la mente, non trincerarti nelle tue posizioni.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Έτσι και μουλαρώσει δεν του αλλάζει γνώμη ο Θεός ο ίδιος.

δίνω δύναμη σε κπ να κάνει κτ, δίνω κίνητρο σε κπ να κάνει κτ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Lo scopo dei seminari è mettere i ragazzi nelle condizioni di parlare della propria salute mentale.
Τα σεμινάρια έχουν την πρόθεση να ενθαρρύνουν τα αγόρια να συζητήσουν για την πνευματική τους υγεία.

αλείφω με αυγό, αλείφω με αβγό

verbo transitivo o transitivo pronominale (cucina) (με πινέλο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Per prima cosa, immergete i pezzi di pollo nelle uova sbattute, poi infarinateli.
Πρώτα βουτήξτε τα κομμάτια κοτόπουλου σε αυγό, μετά κυλίστε τα στο αλεύρι.

δίπλα σε

preposizione o locuzione preposizionale (κοντά σε)

Le chiavi sono là, vicino alla porta.
Τα κλειδιά είναι εκεί πέρα, δίπλα στην πόρτα.

εντάσσω σε κανονικό σχολείο

verbo transitivo o transitivo pronominale (persone con handicap)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La politica attuale è quella di inserire gli studenti con esigenze speciali nelle classi normali.

κυκλοφορώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ci sono molti casi di morbillo in giro.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Την άνοιξη κυκλοφορούν πολλές ιώσεις.

έχω φιλικές σχέσεις με κπ, τα πάω καλά με κπ

(idiomatico)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

χτυπάω κπ στ' αρχίδια

verbo transitivo o transitivo pronominale (volgare) (κατά λέξη, χυδαίο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του nelle στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.