Τι σημαίνει το nella στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης nella στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του nella στο Ιταλικό.
Η λέξη nella στο Ιταλικό σημαίνει προσήνεμα, στο μυαλό, σκεπτόμενος, κανακεύω, παραχαϊδεύω, προδοσία, τη γάμησα, τοπικά, προς λάθος κατεύθυνση, προστατεύω, το ίδιο, ελπίζοντας πως, με την ελπίδα πως, δηλωτέος, ομιχλώδης, αποκλεισμένος από το χιόνι, κοινός, συνήθης, ακατάστατος,άτακτος, δεσμευτικός, κολλημένος στη ρουτίνα, που έχει ψηθεί, χαμηλόβαθμος, εν προκειμένω, στα σπάργανα, στα εύκολα και στα δύσκολα, ποτέ μου, ποτέ στη ζωή μου, για καλό και για κακό, στην ουσία, στην περιοχή, εδώ κοντά, εδώ γύρω, στη βρεφική ηλικία, στην κούνια, στη βρεφική ηλικία, στην κούνια, τη νύχτα, στην ίδια κατηγορία, σε αυτή την περίπτωση, στο χώρο, νομίμως, σύννομα, νόμιμα, στην καλύτερη περίπτωση, χέρι-χέρι, δίπλα, στην ιστορία, μια φορά στα χίλια χρόνια, σε αυτό το θέμα, ισόπαλος με κπ, απελπισμένος, θολά, στο βαθμό που, στο μέτρο που, για να κάνω κτ, με σκοπό να κάνω κτ, στοχεύονται να κάνω κτ, θέλοντας να κάνω κτ, με τον ίδιο τρόπο, εν ζωή, σε δύσκολη κατάσταση, στα εύκολα και στα δύσκολα, την έβαψα, σχεδόν, είμαι κατενθουσιασμένος, ανάποδα, το προφανές, δεν κρατιέμαι, υπέρμαχος της υπεροχής, άσσος στο μανίκι, κοινωνικός ξεπεσμός, αντίθετη κατεύθυνση, φάντασμα στη μηχανή, πεζοπορία στη ζούγκλα, πεζοπορία στη φύση, σχολικό γεύμα, σχολικό γεύμα, αποτύπωμα που δημιουργείται στο χιόνι, με το σώμα σε ύπτια θέση και πλευρική κίνηση των ποδιών και τ, κατάλυμα διακοπών στην άγρια φύση, εμπειρία της άγριας φύσης, αυτός που κατοικεί στην ερημιά, παράνομος που κατοικεί στην ερημιά, υπέρμαχος του Bexit, υπέρμαχος του Bexit, πολέμιος του Brexit, πολέμια του Brexit, νευροτυπικός, νευροτυπική, ένθετο, είμαι άρρηκτα συνδεδεμένος, στρουθοκαμηλίζω, είμαι οριστικός, είμαι αμετάκλητος, παραμένω στην πορεία, ανυπομονώ, έχω έναν άσσο στο μανίκι, στρουθοκαμηλίζω, ρίχνω αλάτι στην πληγή, κάνω πεζοπορία, προβλέπω το μέλλον, αποκλίνω της πορείας μου, παραστολίζω, συνήθης, μέσος, κοινός, φυσιολογικός, κανονικός, υπέρμαχος της υπεροχής, χέρι-χέρι, χάνομαι στην πορεία, χάνομαι στο δρόμο, σύγχρονος, εσωτερικός, μοναδικός, αντίστροφα, αντιστρόφως, σε νοτιότερη περιοχή της πολιτείας, στο προσκήνιο, διανοητικά, ψυχολογικά, πνευματικά, ισορροπημένα,αρμονικά. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης nella
προσήνεμαavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Lo yacht navigava sottovento. |
στο μυαλόavverbio (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
σκεπτόμενος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
κανακεύω, παραχαϊδεύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
προδοσία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
τη γάμησα(volgare) (χυδαίο, μτφ) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Se non confermano la tua storia, sei fottuto! Αν δεν επιβεβαιώσουν την ιστορία σου, την πάτησες. |
τοπικά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
προς λάθος κατεύθυνση
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
προστατεύω(figurato: viziare) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
το ίδιο
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Salute fisica e mentale sono ugualmente importanti. Η ψυχική και η σωματική υγεία είναι εξίσου σημαντικές. |
ελπίζοντας πως, με την ελπίδα πωςcongiunzione (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Le scrivo nella speranza che Lei possa offrirmi un posto di lavoro nella Sua azienda. |
δηλωτέοςavverbio (tasse) (στην εφορία) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ομιχλώδηςaggettivo (μέρος) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
αποκλεισμένος από το χιόνιlocuzione aggettivale (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
κοινός, συνήθης
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ακατάστατος,άτακτος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
δεσμευτικόςverbo intransitivo (figurato) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Sono solo delle linee guida, non sono scolpite sulla pietra. |
κολλημένος στη ρουτίνα(μεταφορικά, καθομ) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
που έχει ψηθείlocuzione aggettivale (ceramica) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La ceramica cotta nella fornace dura più rispetto a quella che non viene cotta. Τα ψημένα κεραμικά είναι πιο ανθεκτικά από εκείνα που δεν έχουν ψηθεί. |
χαμηλόβαθμος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
εν προκειμένω(generico: lettera) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Le parti nominate nella presente saranno responsabili per il pagamento. |
στα σπάργανα(μεταφορικά) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) In quel Paese, le istituzioni democratiche sono ancora agli esordi. |
στα εύκολα και στα δύσκολα
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
ποτέ μου, ποτέ στη ζωή μου
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Non avevo mai visto un cane così brutto in vita mia! Δεν έχω ξαναδεί ποτέ μου τόσο άσχημο σκυλί! |
για καλό και για κακόavverbio (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Prometto di starti vicino nella buona e nella cattiva sorte. |
στην ουσία
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Capisco quello che stai dicendo nella sostanza, ma potresti spiegarmelo in dettaglio, per favore? |
στην περιοχή, εδώ κοντά, εδώ γύρωavverbio (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
στη βρεφική ηλικία, στην κούνια(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Conosco quella ragazza da quando era in culla e domani si sposa: come passa il tempo! |
στη βρεφική ηλικία, στην κούνια(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La giovane madre aveva il suo bel daffare con un bambino di due anni e uno in culla. |
τη νύχτα
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Nella notte tra lunedì e martedì si sono verificate diverse scosse di terremoto. |
στην ίδια κατηγορίαlocuzione avverbiale (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) I balestrucci sono uccelli appartenenti alla stessa categoria di rondoni e rondini. È come paragonare mele e arance: non sono nemmeno nella stessa categoria. Τα πετροχελίδονα είναι πουλιά που ανήκουν στην ίδια κατηγορία με τα χελιδόνια και τις μαυροσταχτάρες. Είναι σαν να συγκρίνεις τα μήλα με τα πορτοκάλια, δεν ανήκουν ούτε καν στην ίδια κατηγορία. |
σε αυτή την περίπτωση
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Di solito non bevo alcolici, ma in questo caso berrò un calice di champagne alla salute degli sposi. |
στο χώροavverbio (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
νομίμως, σύννομα, νόμιμα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Molti sono contenti di vivere nella legalità. |
στην καλύτερη περίπτωση(informale: nel migliore dei casi) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Non sarà pronto prima di domani, se va bene. Στην καλύτερη περίπτωση θα είναι έτοιμο αύριο. |
χέρι-χέριavverbio (tenersi la mano) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Le ragazzine erano molto amiche e le si vedeva spesso camminare mano nella mano. Τα κορίτσια ήταν καλές φίλες και συχνά τις έβλεπες να περπατούν χέρι-χέρι. |
δίπλαlocuzione avverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Abita nella casa accanto con sua madre e una mezza dozzina di gatti. |
στην ιστορία
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μια φορά στα χίλια χρόνιαlocuzione avverbiale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Un'opportunità come questa capita solo una volta nella vita. |
σε αυτό το θέμα
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ισόπαλος με κπlocuzione avverbiale (gara) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
απελπισμένοςlocuzione avverbiale (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
θολάlocuzione avverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
στο βαθμό που, στο μέτρο που(entro un limite, una circostanza) (σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.) ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Ήταν αντίπαλοι στο βαθμό που είχαν εκδώσει και οι δύο εργασίες στο ίδιο θέμα. Οι κανόνες - στο βαθμό που υπάρχουν - γενικά αγνοούνται. |
για να κάνω κτ, με σκοπό να κάνω κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ho lavorato duramente nella prospettiva di iscrivermi in una buona università. |
στοχεύονται να κάνω κτ, θέλοντας να κάνω κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Indossò i suoi abiti migliori nella speranza di farsi notare da lui. |
με τον ίδιο τρόπο
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Mia mamma non cucina mai le lasagne nello stesso modo e ogni volta sono diverse dalle precedenti. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Ποτέ δεν μαγειρεύει αυτό το πιάτο με τον ίδιο τρόπο, οπότε κάθε φορά είναι αλλιώτικο. |
εν ζωή
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
σε δύσκολη κατάσταση(volgare: avere problemi) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Si stavano mettendo nella merda facendo gli stupidi davanti al capo. Οδηγούνταν σε δύσκολη κατάσταση αντιδρώντας σαν ανόητοι μπροστά στο αφεντικό. |
στα εύκολα και στα δύσκολαlocuzione avverbiale (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Per trent'anni il mio meraviglioso marito è stato al mio fianco nella buona e nella cattiva sorte. |
την έβαψα(volgare, figurato: nei guai) (καθομιλουμένη) |
σχεδόν(localizzare approssimativamente) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
είμαι κατενθουσιασμένοςverbo (informale, figurato: essere entusiasti) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ανάποδα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
το προφανέςsostantivo maschile (figurato: problema volutamente ignorato) |
δεν κρατιέμαι(figurato) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) "A quest'ora la prossima settimana saremo in vacanza". "Non vedo l'ora!" «Την ερχόμενη βδομάδα, τέτοια ώρα θα είμαστε διακοπές». «Δεν κρατιέμαι!» |
υπέρμαχος της υπεροχήςsostantivo femminile (λαών, φύλων, θρησκειών κλπ) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
άσσος στο μανίκιsostantivo maschile (figurato) (καθομιλουμένη) L'asso nella manica di Gloria è la sua voce canora fantastica. |
κοινωνικός ξεπεσμός
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Quello che gli dava più fastidio non era la perdita della sua fortuna, ma l'essere sceso nella scala sociale. |
αντίθετη κατεύθυνσηavverbio (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Stai andando nella direzione sbagliata. La tua casa è dall'altra parte. |
φάντασμα στη μηχανή(parte immateriale di una persona) (μτφ: φιλοσοφία, ψυχή) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
πεζοπορία στη ζούγκλαsostantivo femminile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Nel corso del loro recente viaggio in Perù, fecero un'escursione di tre giorni nella giungla, a Iquitos. |
πεζοπορία στη φύσηsostantivo femminile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
σχολικό γεύμαsostantivo maschile |
σχολικό γεύμαsostantivo maschile |
αποτύπωμα που δημιουργείται στο χιόνι, με το σώμα σε ύπτια θέση και πλευρική κίνηση των ποδιών και τ
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
κατάλυμα διακοπών στην άγρια φύσηsostantivo maschile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
εμπειρία της άγριας φύσηςsostantivo femminile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αυτός που κατοικεί στην ερημιάsostantivo femminile (specifico: Australia) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
παράνομος που κατοικεί στην ερημιάsostantivo maschile (storico: Australia) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
υπέρμαχος του Bexit
(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.) |
υπέρμαχος του Bexit
(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.) |
πολέμιος του Brexit, πολέμια του Brexit
|
νευροτυπικός, νευροτυπικήsostantivo femminile (persona normotipica) (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) |
ένθετο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
είμαι άρρηκτα συνδεδεμένος(figurato) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Για πολύ κόσμο το τσιγάρο και το ποτό πάνε πακέτο. Για πολύ κόσμο το τσιγάρο πάει πακέτο με το ποτό. |
στρουθοκαμηλίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (idiomatico) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Non puoi continuare a nascondere la testa nella sabbia: tuo figlio ha problemi e ha bisogno di aiuto adesso! |
είμαι οριστικός, είμαι αμετάκλητοςverbo intransitivo (figurato) Le regole non si cambiano, sono scritte nella pietra! |
παραμένω στην πορείαverbo intransitivo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ανυπομονώverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato) (για κτ, να γίνει κτ) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Non vedo l'ora che finisca questa giornata. |
έχω έναν άσσο στο μανίκιverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato, informale: vantaggio segreto) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
στρουθοκαμηλίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
ρίχνω αλάτι στην πληγή(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κάνω πεζοπορία(σε δάσος) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
προβλέπω το μέλλον
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αποκλίνω της πορείας μουverbo intransitivo (letterale) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La partita finì quando la palla andò nel verso sbagliato e colpì una finestra vicina. |
παραστολίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
συνήθης, μέσος, κοινός(αντιπροσωπευτικός, τυπικός) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Joe si riteneva un ragazzo comune. Ο Τζο θεωρούσε ότι ήταν ένας συνηθισμένος άνθρωπος. |
φυσιολογικός, κανονικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) I risultati delle tue analisi sono tutti normali. Τα αποτελέσματα των εξετάσεων αίματος που έκανες είναι όλα φυσιολογικά (or: κανονικά). |
υπέρμαχος της υπεροχήςlocuzione aggettivale (λαών, φύλων, θρησκειών κλπ) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
χέρι-χέριavverbio (κυριολεκτικά) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) I manifestanti marciarono nel palazzo mano nella mano. Χέρι-χέρι οι διαμαρτυρόμενοι εξόρμησαν στο παλάτι. |
χάνομαι στην πορεία, χάνομαι στο δρόμοverbo intransitivo (email) (μεταφορικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
σύγχρονος(della stessa epoca) (ίδια εποχή) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Gli scrittori Cervantes e Shakespeare erano contemporanei. |
εσωτερικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
μοναδικόςverbo intransitivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) I fratelli pensavano che il viaggio intorno al mondo fosse un'opportunità che capitava solo una volta nella vita. |
αντίστροφα, αντιστρόφως
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
σε νοτιότερη περιοχή της πολιτείαςlocuzione avverbiale (USA) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
στο προσκήνιοavverbio (teatro) (κυριολεκτικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
διανοητικά, ψυχολογικά, πνευματικά(informale) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Se riuscissi a fare qualcosina in più con la testa, non saresti costretto a dover sgobbare così. Αν έκανες λίγη περισσότερη δουλειά πνευματικά, δε θα χρειαζόταν να ιδρώσεις τόσο πολύ. |
ισορροπημένα,αρμονικά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) È importante mantenere tutto nella giusta misura al momento di prendere una decisione che influenzerà il tuo futuro. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του nella στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του nella
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.