Τι σημαίνει το nascondersi στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης nascondersi στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του nascondersi στο Ιταλικό.
Η λέξη nascondersi στο Ιταλικό σημαίνει κρύβω, κρύβω, κρύβω, εμποδίζω, κρύβω, κρύβω, αποκρύπτω, κρύβω, εξαλείφω, απαλείφω, κρύβω, αποκρύπτω, κρύβω, καλύπτω, αποκρύπτω, κρύβω, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, απόκρυψη, απόκρυψη, αποκρύπτω, συγκαλύπτω, δεν συμβαδίζω με κτ, σκεπάζω, καλύπτω, αποκρύπτω, αποκρύπτω, κρύβω, κλειδώνω, κρύβω, γεμίζω κτ με κτ, που μπορεί να αποκρυφθεί, στρουθοκαμηλίζω, αρνούμαι να αποδεκτώ, αυταπατώμαι, τα μπαλώνω, κρύβω, δεν λέω όλη την αλήθεια, δείχνω ανοιχτά τι αισθάνομαι, κρύβω κτ στην παλάμη του χεριού. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης nascondersi
κρύβωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Nascondo le torte ai bambini. Κρύβω τα γλυκά από τα παιδιά. |
κρύβωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il ragazzino nascondeva un gattino sotto il cappotto. Το αγοράκι έκρυβε ένα μικροσκοπικό γατάκι κάτω από το παλτό του. |
κρύβω(per il futuro) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ο γέρος έκρυψε τις αποταμιεύσεις του σε ένα κουτί παπουτσιών. |
εμποδίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κρύβω(να μην φαίνεται) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Hanno usato delle tende per nascondere i buchi nel muro. Χρησιμοποίησαν κουρτίνες για να κρύψουν τις τρύπες στους τοίχους. |
κρύβω, αποκρύπτωverbo transitivo o transitivo pronominale (μυστικό) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ha nascosto il suo passato a suo marito. Έκρυψε (or: απέκρυψε) το παρελθόν της από τον άντρα της. |
κρύβω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I complici del criminale accettarono di nasconderlo finché le acque non si sarebbero calmate. Οι συνεργοί του εγκληματία δέχθηκαν να τον κρύψουν μέχρι να ηρεμήσουν τα πράγματα. |
εξαλείφω, απαλείφωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il matrimonio felice di Jill con Leo aveva eclissato qualsiasi ricordo del periodo con Ken. |
κρύβω, αποκρύπτωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il truffatore nascose le sue reali intenzioni. Ο απατεώνας απέκρυψε τις πραγματικές προθέσεις του. |
κρύβω, καλύπτωverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Sta cercando di nascondere il suo coinvolgimento nel crimine. È difficile nascondere una discussione come quella di ieri sera. Προσπαθεί να κρύψει την ανάμειξή της στο έγκλημα. Είναι δύσκολο να καλύψεις μια λογομαχία σαν αυτή που είχαμε χτες. |
αποκρύπτωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κρύβωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Abbassa le tendine per nascondere il sole, perché mi fa male agli occhi. |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>verbo transitivo o transitivo pronominale |
απόκρυψη
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) L'unica accusa contro di lei era occultamento di arma da fuoco. Η «απόκρυψη όπλου» ήταν η μόνη κατηγορία που του ασκήθηκε. |
απόκρυψη
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) L'occultamento del crimine da parte del maggiordomo fu infine scoperto. |
αποκρύπτω, συγκαλύπτω(formale) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
δεν συμβαδίζω με κτverbo transitivo o transitivo pronominale (realtà) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) L'aspetto giovanile di Clive nasconde i suoi anni di esperienza come insegnante. Η νεανική εμφάνιση του Κλάιβ δημιουργεί την ψευδή εντύπωση ότι δεν έχει πολλά χρόνια εμπειρίας ως καθηγητής. |
σκεπάζω, καλύπτω(letteralmente) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Per favore, copri il cibo che è avanzato, così possiamo mangiarlo più tardi. Σκέπασε, σε παρακαλώ, το φαγητό που περίσσεψε για να το φάμε αργότερα. Προσπάθησε να καλύψει τη μελανιά της με μέικ απ. |
αποκρύπτωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il cane ha nascosto il suo osso in una buca poco profonda. |
αποκρύπτωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Per anni i pericoli associati al fumo sono stati taciuti. |
κρύβω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Το σκοτάδι έκρυψε τον διαρρήκτη και μπόρεσε να κινηθεί χωρίς να τον πάρει χαμπάρι κανείς. |
κλειδώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Metti sotto chiave questa scatola di cioccolatini prima che me li mangi tutti! |
κρύβω(figurato) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) William riuscì a mascherare il suo disprezzo verso il collega di lavoro. Ο Γουίλιαμ κατάφερε να κρύψει την αντιπάθειά του για τον συνάδελφό του. |
γεμίζω κτ με κτverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato) Irene coprì tutte le bacheche in città con poster che pubblicizzavano il suo caffè. Η Άιριν γέμισε όλους τους πίνακες ανακοινώσεων της πόλης με διαφημιστικές αφίσες για το καφέ της. |
που μπορεί να αποκρυφθεί
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
στρουθοκαμηλίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (idiomatico) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Non puoi continuare a nascondere la testa nella sabbia: tuo figlio ha problemi e ha bisogno di aiuto adesso! |
αρνούμαι να αποδεκτώ, αυταπατώμαιverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Smetti di nascondere a te stesso la verità, lo sai che mi ami! Non posso nascondere a me stessa più a lungo i miei sentimenti. Σταμάτα να αυταπατάσαι - ξέρεις ότι με αγαπάς! |
τα μπαλώνω(informale) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κρύβωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Devo nascondere alla vista questi biscotti prima che arrivino i miei nipotini! |
δεν λέω όλη την αλήθειαverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Lei disse che gli aveva raccontato tutto del suo matrimonio precedente, ma lui sospettò che gli stesse nascondendo qualcosa. Είπε ότι του τα είχε πει όλα για τον προηγούμενο γάμο της, αλλά υποπτευόταν ότι δεν έλεγε όλη την αλήθεια. |
δείχνω ανοιχτά τι αισθάνομαι
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κρύβω κτ στην παλάμη του χεριούverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il mago si intascò il mio orologio mentre ero distratto dal suo trucco. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του nascondersi στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.