Τι σημαίνει το locali στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης locali στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του locali στο Ιταλικό.

Η λέξη locali στο Ιταλικό σημαίνει τοπικό, τοπικός, στέκι, τοπικό μέσο μεταφοράς, τοπικός, τοπικό τρένο, ενδημικός, δημοτικός, ντόπιος, τοπικός, μαγαζί, κατάστημα, μαγαζί, γηγενής, αυτόχθων, παμπ, που εξυπηρετεί άτομα που μετακινούνται συχνά για τη δουλειά τους, επιχείρηση, δωμάτιο, μπαρ, μέλος της τοπικής κοινωνίας, μπαρ που σερβίρει κοκτέιλ, τοπικός, εγχώριος, χωριάτικος, περιοχή κπ, τοπικά, κλαμπ, τόπος αφθονίας, καλοπέρασης, ακολασίας, νυχτερινό μαγαζί, αστική κλήση, τοπική ώρα, εποπτικό συμβούλιο, μπόιλερ, πλυσταριό, τοπική αναισθησία, τοπικό χρώμα, τοπική οικονομία, ενοριακό συμβούλιο, τοπική αστυνομία, τοπική οργάνωση λαϊκής βάσης, τοπική εφημερίδα, δωμάτιο μετρητών, Aρχή Πρωτοβάθμιας Περίθαλψης, τοπική εφημερίδα, πλυσταριό νοσοκομείου, αθλητική καφετέρια, στριπτιζάδικο, τοπικό δίκτυο, λεβητοστάσιο, συγκεντρώνομαι, in στέκι, in μαγαζί, κανονισμός, μέρος για ερωτικές γνωριμίες, τοπικοποιώ, στοά, τοπικό ιδίωμα, τοπικό δίκτυο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης locali

τοπικό

aggettivo (medicina)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il dottore ha fatto un'anestesia locale.
Ο γιατρός εφάρμοσε ένα τοπικό αναισθητικό.

τοπικός

aggettivo (di una regione)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il cibo locale è molto speziato.
Το φαγητό της περιοχής είναι πολύ πικάντικο.

στέκι

sostantivo maschile (pub, bar) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Siamo stati al locale fino alle 11 ieri sera.
Ήμασταν στο στέκι μας μέχρι τις 11 χθες το βράδυ.

τοπικό μέσο μεταφοράς

aggettivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Prendi il bus espresso, non il locale.
Εσύ θέλεις το εξπρές λεωφορείο, όχι το τοπικό.

τοπικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il negozio di alimentari di zona è a due isolati di distanza.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Οι επιτόπιες αστυνομικές αρχές διεξάγουν έρευνα για να διελευκανθεί το έγκλημα.

τοπικό τρένο

sostantivo maschile (treno che fa tutte le fermate)

ενδημικός

(τοπικός)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Questa specie di edera è endemica della regione.

δημοτικός

aggettivo (amministrazione)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il governo locale ha approvato una legge per proteggere i parchi cittadini.

ντόπιος, τοπικός

aggettivo invariabile

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Renren è la versione locale di Facebook in Cina.

μαγαζί, κατάστημα

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Un nuovo locale che vende succhi di frutta ha recentemente aperto vicino al campus.

μαγαζί

sostantivo maschile (informale: bar)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A Sarah piaceva andare al locale in fondo alla strada a bere.

γηγενής, αυτόχθων

(formale: di persona) (λαός, πληθυσμός)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ο αυτόχθων (or: γηγενής) πληθυσμός καλλιεργεί σιτηρά εδώ και αιώνες.

παμπ

(specifico)

(ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

που εξυπηρετεί άτομα που μετακινούνται συχνά για τη δουλειά τους

(treni, trasporti)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Πήρε τον προαστιακό σιδηρόδρομο για να έρθει στην πόλη.

επιχείρηση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Η αστυνομία προειδοποίησε τον ιδιοκτήτη του νυχτερινού κέντρου ότι θα έκλειναν την επιχείρησή του αν συλλάμβαναν κάποιον να πουλάει ναρκωτικά στον χώρο του.

δωμάτιο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il nostro appartamento ha cinque stanze.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Το σχολείο έχει 25 αίθουσες διδασκαλίας.

μπαρ

sostantivo maschile (μαγαζί)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Il nuovo pub in paese serve molte birre diverse.
Το καινούριο μπαρ στην πόλη σερβίρει πολλά διαφορετικά είδη μπίρας.

μέλος της τοπικής κοινωνίας

sostantivo maschile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μπαρ που σερβίρει κοκτέιλ

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

τοπικός

aggettivo (φάρμακο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Questa pomata è solo per uso topico.
Η αλοιφή αυτή είναι μόνο για τοπική χρήση.

εγχώριος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Nessuno dei materiali usati dall'azienda era importato, erano tutti locali.

χωριάτικος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
C'è una bella atmosfera paesana.

περιοχή κπ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τοπικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

κλαμπ

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Alcuni discobar restano aperti fino alle 2 del mattino.
Μερικά κλαμπ μένουν ανοικτά μέχρι τις 2 πμ.

τόπος αφθονίας, καλοπέρασης, ακολασίας

(specifico: edificio) (αργκό, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Dopo essere stato licenziato, Max trascorse diverse serate nei locali a luci rosse della città.

νυχτερινό μαγαζί

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

αστική κλήση

sostantivo femminile

Ha usato il nostro telefono ma per fare una chiamata urbana, quindi non ci saranno costi aggiuntivi.

τοπική ώρα

sostantivo femminile

L'aereo dovrebbe atterrare alle 4 del mattino ora locale. // Ha telefonato dall'Africa a mezzanotte ora locale; qui sono le 6 di sera.

εποπτικό συμβούλιο

sostantivo femminile

L'amministrazione locale della contea delibera sulle spese per la manutenzione delle strade rurali.

μπόιλερ

sostantivo maschile (di un edificio)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
In inverno molti senzatetto dormono nel locale caldaia.

πλυσταριό

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La cucina è un po' piccola, ma almeno c'è un locale lavanderia.
Η κουζίνα είναι λίγο μικρή, τουλάχιστον, όμως, υπάρχει ένα πλυσταριό.

τοπική αναισθησία

sostantivo femminile (procedimento)

Il dentista ti farà un'anestesia locale prima di estrarti il dente.
Ο οδοντίατρος θα σου κάνει τοπική αναισθησία πριν σου βγάλει το δόντι.

τοπικό χρώμα

sostantivo maschile (persone e ambienti) (μεταφορικά)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Portaci in giro per qualche bar e mostraci un po' di colore locale.

τοπική οικονομία

sostantivo femminile

L'economia locale non riesce a tenere il passo con quella nazionale. L'economia locale conta molto sul turismo.
Η τοπική οικονομία καθυστερεί σε σχέση με την εθνική οικονομία. Η τοπική οικονομία στηρίζεται κατά μεγάλο ποσοστό στον τουρισμό.

ενοριακό συμβούλιο

(chiesa cattolica)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

τοπική αστυνομία

sostantivo femminile (USA)

τοπική οργάνωση λαϊκής βάσης

sostantivo maschile (politico, sociale, ecc.)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

τοπική εφημερίδα

sostantivo maschile

Leggo del consiglio comunale sul giornale locale, per le altre notizie vado su internet.

δωμάτιο μετρητών

sostantivo maschile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Aρχή Πρωτοβάθμιας Περίθαλψης

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

τοπική εφημερίδα

sostantivo maschile

πλυσταριό νοσοκομείου

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αθλητική καφετέρια

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

στριπτιζάδικο

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

τοπικό δίκτυο

sostantivo femminile (computer)

λεβητοστάσιο

sostantivo maschile (in un'imbarcazione)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

συγκεντρώνομαι

(figurato)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ha riordinato le idee e poi ha cominciato a parlare.

in στέκι, in μαγαζί

sostantivo maschile (bar, discoteca, ecc.) (καθομ: δημοφιλές μαγαζί)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il nostro appuntamento fu in uno dei nuovi locali alla moda della città.

κανονισμός

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
In base ai regolamenti comunali, le strade devono essere spalate dopo pesanti nevicate.

μέρος για ερωτικές γνωριμίες

(dispregiativo: luogo)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

τοπικοποιώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

στοά

sostantivo femminile (confraternita, associazione) (μασωνική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La confraternita si è riunita presso la sede locale.

τοπικό ιδίωμα

sostantivo femminile

τοπικό δίκτυο

sostantivo femminile (telecomunicazioni)

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του locali στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.