Τι σημαίνει το dei στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης dei στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του dei στο Ιταλικό.

Η λέξη dei στο Ιταλικό σημαίνει Θεός, θεός, θεός, θεά, Θεέ μου!, θεός, θεά, θεός, ο Θεός, αθάνατος, Δημιουργός, Πλάστης, Ποιητής, άπιστος, άθεος, σαν ευλογία, ευλαβής, ευσεβής, θρήσκος, απομονωμένος, θεοσεβούμενος, ευσεβής, ένας θεός ξέρει τι άλλο, Θεού θέλοντος, ο Θεός μαζί σου, πάλι καλά, δόξα τω Θεώ, αμάν, Θεέ μου, Χριστέ μου, Παναγία μου, Παναγιά μου, ούτε να το σκέφτομαι δεν θέλω, Δόξα τω θεό!, δόξα τω Θεώ, για όνομα του θεού! έλεος!, για όνομα του Θεού, Θεέ μου, Παναγία μου, δόξα τω Θεώ, ο θεός να σ`έχει καλά, ο θεός να σ`έχει καλά, πήγαινε στην ευχή του Θεού, Θεέ μου βόηθα!, Θεέ μου!, Θεούλη μου!, Χριστέ μου!, Παναγιά μου!, Ωχ!, Αμάν!, Ω, Θεέ μου!, Πω-πω Θεέ μου!, Θεέ μου!, Χριστέ μου!, Πω πω!, Πω-πω!, Πω πω!, Ένας Θεός ξέρει!, που να πάρει ο διάολος, Ευτυχώς είναι Παρασκευή!, Επιτέλους Παρασκευή!, Μα τω Θεώ!, θεός του πολέμου, εγκαταλελειμμένο μέρος, παρατημένο μέρος, ιερωμένος, κληρικός, ο Υιός του Θεού ο Μονογενής, Υιός του Θεού, Ιησούς Χριστός, χάρη του Θεού, ο θεός του ήλιου, παριστάνω τον Θεό, έχω πίστη στο Θεό, βρέχει καρεκλοπόδαρα, δόξα τω Θεώ, Ένας Θεός ξέρει, Θεέ μου!, να είσαι καλά, δυσάρεστο μέρος, δοξάζω τον Κύριο, θεός του Ολύμπου, Ω, Θεέ μου!, ολόκληρο ταξίδι, ο θεός ήλιος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης dei

Θεός

sostantivo maschile

La Bibbia dice che Dio ha creato il mondo in sei giorni e il settimo ha riposato.
Η Βίβλος λέει ότι ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο σε έξι ημέρες και ξεκουράστηκε την έβδομη.

θεός

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Gli antichi Romani credevano in molti dei.
Οι αρχαίοι Ρωμαίοι πίστευαν σε πολλούς θεούς.

θεός, θεά

sostantivo maschile (figurato)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
Quell'uomo è così bravo nel suo lavoro; è un dio!

Θεέ μου!

interiezione

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Oh dio! Ho dimenticato di spegnere il forno!

θεός, θεά

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
Lei lo ama moltissimo, lo tratta come un dio.

θεός

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Non bisogna adorare falsi idoli fatti di marmo e gesso.

ο Θεός

sostantivo maschile

αθάνατος

(dio)

Nella mitologia greca gli immortali non si comportano meglio dei mortali.

Δημιουργός, Πλάστης, Ποιητής

sostantivo maschile

Richard andò incontro al Creatore dopo un mese di ospedale.

άπιστος, άθεος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

σαν ευλογία

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ευλαβής, ευσεβής, θρήσκος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Fu cresciuto dai suoi zii devoti.
Τον μεγάλωσαν οι θεοσεβούμενοι θείοι του.

απομονωμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

θεοσεβούμενος, ευσεβής

locuzione aggettivale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ένας θεός ξέρει τι άλλο

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
L'avevo mandato a fare la spesa e mi è tornato con un televisore nuovo e Dio sa cos'altro.

Θεού θέλοντος

interiezione (καθαρεύουσα, λόγιος)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ο Θεός μαζί σου

interiezione

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πάλι καλά

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δόξα τω Θεώ

interiezione (καθαρεύουσα)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Gloria a Dio nell'alto dei cieli!

αμάν

interiezione

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
"Buon Dio! Ben è riuscito finalmente a passare l'esame di guida!"

Θεέ μου, Χριστέ μου, Παναγία μου, Παναγιά μου

interiezione (sorpresa, spavento)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Oddio, tirate immediatamente fuori quel bambino dal fango!

ούτε να το σκέφτομαι δεν θέλω

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Δόξα τω θεό!

interiezione (θρησκεία)

Nessuno è stato ferito nell'incidente, gloria a Dio!

δόξα τω Θεώ

interiezione

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Grazie a Dio è finalmente ora di cena!

για όνομα του θεού! έλεος!

(potenzialmente offensivo: astio)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Lasciami in pace quando leggo! Perdio!

για όνομα του Θεού

interiezione

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

Θεέ μου, Παναγία μου

interiezione (stupore)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

δόξα τω Θεώ

interiezione (per fortuna)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Grazie a Dio stai bene! // Grazie al cielo quel programma idiota non va più in onda.

ο θεός να σ`έχει καλά

interiezione (cristiano)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Te ne vai? Beh, buona fortuna e che Dio ti benedica!

ο θεός να σ`έχει καλά

interiezione

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Che Dio ti benedica e ti protegga, bambina mia.

πήγαινε στην ευχή του Θεού

interiezione

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il vescovo lo congedò dicendo: "vai con Dio, figliolo".

Θεέ μου βόηθα!

interiezione

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Θεέ μου!, Θεούλη μου!, Χριστέ μου!, Παναγιά μου!

interiezione (colloquiale: disperazione)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

Ωχ!, Αμάν!

(colloquiale: disperazione)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Oh mio Dio! Ho dimenticato la mia penna a casa, posso usare la tua?

Ω, Θεέ μου!, Πω-πω Θεέ μου!, Θεέ μου!, Χριστέ μου!

interiezione (colloquiale: spavento)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Oh mio Dio! Mi hanno rubato la borsa!

Πω πω!

(colloquiale: sorpresa)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Oh mio Dio! C'è un ragno gigante in bagno!

Πω-πω!, Πω πω!

(colloquiale: sorpresa)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

Ένας Θεός ξέρει!

interiezione

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

που να πάρει ο διάολος

(volgare) (καθομιλουμένη, προσβλητικό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Ευτυχώς είναι Παρασκευή!, Επιτέλους Παρασκευή!

interiezione

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Μα τω Θεώ!

interiezione

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

θεός του πολέμου

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Marte era il Dio romano della guerra.

εγκαταλελειμμένο μέρος, παρατημένο μέρος

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Certo che qui siamo proprio in un posto dimenticato da Dio...

ιερωμένος, κληρικός

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Sono un prete, sono un uomo di Dio.

ο Υιός του Θεού ο Μονογενής

sostantivo maschile (biblico) (χριστιανισμός)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Uno dei libri scritti da Giovanni Paolo II si intitola "Il Credo. Gesù Cristo unigenito figlio di Dio"

Υιός του Θεού, Ιησούς Χριστός

sostantivo maschile (Gesù Cristo)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il figlio di Dio è morto per i nostri peccati.

χάρη του Θεού

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Sarai curato dalla grazia di Dio.

ο θεός του ήλιου

(divinità)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

παριστάνω τον Θεό

verbo (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

έχω πίστη στο Θεό

verbo intransitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

βρέχει καρεκλοπόδαρα

(figurato) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Non dimenticare l'ombrello: da quelle parti sta piovendo a catinelle.

δόξα τω Θεώ

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Meno male che quello stupido show è stato tolto dalla programmazione! Per fortuna ci sei tu che vieni con me: non mi piace proprio andare da sola.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Εκείνη η χαζή εκπομπή κόπηκε, δόξα τω Θεώ! Δόξα τω Θεώ θα έρθεις μαζί μου - δε θα ήθελα να πάω μόνος μου.

Ένας Θεός ξέρει

interiezione

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Θεέ μου!

interiezione (sorpresa)

Mio Dio, quella caramella era davvero acida! Mamma mia, che bella donna!
Πω πω, αυτή η καραμέλα είναι πραγματικά ξινή! Πω πω, τι όμορφη γυναίκα!

να είσαι καλά

interiezione (religioso)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Che Dio ti benedica per averci aiutato nel momento del bisogno.
Να είσαι καλά που μας βοήθησες όταν είχαμε ανάγκη.

δυσάρεστο μέρος

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Andiamo via da questo postaccio: ci sono sicuramente bar migliori di questo.

δοξάζω τον Κύριο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Vi vogliamo invitare a rendere gloria a Dio con la musica, cantando con noi il canto d'inizio.

θεός του Ολύμπου

sostantivo maschile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ω, Θεέ μου!

interiezione

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ολόκληρο ταξίδι

locuzione avverbiale (informale, figurato) (μεγάλη απόσταση)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Vai a Edimburgo domani? Da qui è a casa del diavolo.

ο θεός ήλιος

sostantivo maschile (culto)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του dei στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Σχετικές λέξεις του dei

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.