Τι σημαίνει το degli στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης degli στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του degli στο Ιταλικό.
Η λέξη degli στο Ιταλικό σημαίνει Γιάνκης, πρόγραμμα εκπαίδευσης αξιωματικών του στρατού των ΗΠΑ, εκλογικός, των Γιάνκηδων, εκπατρισμένος, συμμαχικός, των προσκόπων, του προσκοπισμού, νέκταρ, πειραματίζομαι, ατζέντα, Υπουργείο Βετεράνων, προγονικός, από τις κεντροδυτικές πολιτείες, που δεσμεύεται, σαν υφηγητής πανεπιστημίου, των Απαλαχίων, ανά τους αιώνες, τα τελευταία χρόνια, κατηγορητήριο, στόχευση, απόγειο, αποκορύφωμα, μεσουράνημα, βιβλιάριο επιταγών, εργαλειοθήκη, τιτίβισμα, ηλικιακός ρατσισμός, κατάλογος παλαιότερων εκδόσεων, Επιστολή, σουρβιά, σορβιά, γραμμή εργαλείων, δωμάτιο επισκεπτών, ταμίας, πιόνι, διαγραφή από το δικηγορικό σύλλογο, υμνολόγιο, αμέλεια, παραμέληση, μη καταβολή επιδόματος διατροφής, αίθουσα αξιωματικών, τριτοβάθμια εκπαίδευση, σταθμός λεωφορείων, κόλπο εξαφάνισης, νούμερο εξαφάνισης, ξενώνας, Βουλή των Αντιπροσώπων, λατινική συνοικία, ατζέντα, κελάηδισμα, οργανισμός εμπορίου, πνευστά, σιδηροπυρίτης, χαλκοπυρίτης, υπουργός εξωτερικών, υπουργείο εξωτερικών, υπουργός εξωτερικών, λούνα-παρκ, νέκταρ, ευχέλαιο, περιοδικός πίνακας χημικών στοιχείων, αποχέτευση, κατάσταση ή κατάλογος ασθενούντων, δουλοπάζαρο, σκλαβοπάζαρο, δουλεμπόριο, δουλεμπόριο, ξενώνας, δωμάτιο φιλοξενίας, ο κόσμος των πνευμάτων, είσοδος ηθοποιών, ευρετήριο, τσάντα εργαλείων, εργαλειοθήκη, εργαλειοθήκη, εργαλειοθήκη, τσάντα εργαλείων, εμπορικός σύλλογος, υψόμετρο μέχρι το οποίο φυτρώνουν δέντρα, παρατήρηση πουλιών, πρόγραμμα δρομολογίων λεωφορείου, πιόνι, λίστα καλεσμένων, βιβλίο επισκεπτών, Σύμβουλος Σταδιοδρομίας, Σύμβουλος Επαγγελματικού Προσανατολισμού, εποχή τυφώνων, περίοδος τυφώνων, πίνακας ανακοινώσεων, αντρική τουαλέτα, ανδρική τουαλέτα, παρατήρηση αεροπλάνων, μητρώο μισθωμάτων, καλάθι προσφορών, γέμισμα ραφιών, βιβλίο αποθεμάτων, αποθήκη, αφοσίωση στις σπουδές, διαχείριση προσφοράς, εντοπισμός στόχου, εργαλειοθήκη, πνεύμα του δέντρου, εμπορικό κέντρο, μαθητής ηλικίας 16-18 ετών, δατούρα, αναλυτική βαθμολογία, αλληλουχία γεγονότων, σειρά γεγονότων, αποψίλωση, κεντρική χειμερινή ώρα, φύλαξη κατοικίδιων ζώων, Πολεμική Αεροπορία των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης degli
Γιάνκης(USA) Brad lavorò al nord, tra i nordisti, per dieci anni. |
πρόγραμμα εκπαίδευσης αξιωματικών του στρατού των ΗΠΑ
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
εκλογικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) L'affluenza elettorale non è stata molto alta quest'anno: hanno votato pochissime persone. |
των Γιάνκηδωνaggettivo (USA) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
εκπατρισμένος(informale: uso frequente) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Molta gente della comunità expat iscrive i propri figli nelle scuole internazionali. |
συμμαχικός(storico: 2° guerra mondiale) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il film descrive le forze alleate nella seconda guerra mondiale in un modo un po' negativo. |
των προσκόπων, του προσκοπισμού
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
νέκταρ(μυθολογία) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
πειραματίζομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Στον Γκλεν αρέσει να πειραματίζεται στην κουζίνα. |
ατζέντα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
Υπουργείο Βετεράνων(US, abbreviazione) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
προγονικόςlocuzione aggettivale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
από τις κεντροδυτικές πολιτείες(USA) (των ΗΠΑ) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
που δεσμεύεταιverbo intransitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
σαν υφηγητής πανεπιστημίουlocuzione aggettivale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
των Απαλαχίωνlocuzione aggettivale |
ανά τους αιώνες
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Non corso degli anni gli uomini si sono fatti guerra l'un l'altro. |
τα τελευταία χρόνιαavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Ha registrato questa canzone varie volte nel corso degli anni. Έχει ηχογραφήσει αυτό το τραγούδι αρκετές φορές τα τελευταία χρόνια. |
κατηγορητήριο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) L'azienda è stata rinviata a giudizio per la segnalazione di diversi ex dipendenti riguardo a pratiche immorali. Η εταιρεία αντιμετώπισε ένα κατηγορητήριο από αρκετούς πρώην υπαλλήλους αναφορικά με τις ανήθικες πρακτικές της. |
στόχευση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La precisa individuazione degli obiettivi della compagnia di marketing per la campagna ha dato risultati con un gran incremento delle vendite. |
απόγειο, αποκορύφωμα, μεσουράνημα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Nel suo fulgore questo teatro era pieno ogni sera. |
βιβλιάριο επιταγώνsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Devo pagare i conti ma non riesco a trovare il mio libretto degli assegni. |
εργαλειοθήκηsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Isaac ha passato il Natale ad armeggiare con la sua nuova cassetta degli attrezzi. |
τιτίβισμαsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) William è un ornitologo professionista e un esperto nell'identificare il canto degli uccelli. |
ηλικιακός ρατσισμός
L'azienda non ti può licenziare solo perché hai 50 anni: sarebbe una discriminazione nei confronti degli anziani. |
κατάλογος παλαιότερων εκδόσεων
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Επιστολήsostantivo plurale femminile (libro della Bibbia) (θρησκεία) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Lutero tenne lezioni sulle Lettere di San Paolo agli Apostoli. |
σουρβιά, σορβιάsostantivo maschile (tipo di albero) (φυλλοβόλο δέντρο) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
γραμμή εργαλείωνsostantivo femminile (informatica) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
δωμάτιο επισκεπτώνsostantivo femminile (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
ταμίαςsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
πιόνιsostantivo maschile (σκάκι) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
διαγραφή από το δικηγορικό σύλλογοsostantivo femminile (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
υμνολόγιοsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
αμέλεια, παραμέλησηsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
μη καταβολή επιδόματος διατροφήςsostantivo maschile (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
αίθουσα αξιωματικώνsostantivo maschile (πολεμικό πλοίο) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
τριτοβάθμια εκπαίδευση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
σταθμός λεωφορείωνsostantivo femminile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Sono arrivato alla stazione degli autobus alle sei di mattina. |
κόλπο εξαφάνισης, νούμερο εξαφάνισηςsostantivo maschile (ταχυδακτυλουργικό κόλπο) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Il prestigiatore ha eseguito il trucco degli oggetti che scompaiono nel quale un coniglio è scomparso da sotto un cappello. |
ξενώναςsostantivo femminile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) La nostra camera degli ospiti funge anche da ufficio. |
Βουλή των Αντιπροσώπωνsostantivo femminile |
λατινική συνοικία(a Parigi) Il Quartiere Latino a Parigi si trova sulla Rive Gauche, attorno all'Università della Sorbona. |
ατζέντα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Avevo una rubrica degli indirizzi che era un vero e proprio libro, adesso però è un file nel mio computer. |
κελάηδισμα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) In campagna, la mattina si viene svegliati dal canto degli uccelli. |
οργανισμός εμπορίουsostantivo femminile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
πνευστάsostantivo maschile (musica) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) La sezione degli ottoni in quella orchestra è composta da 10 elementi. |
σιδηροπυρίτης, χαλκοπυρίτηςsostantivo maschile (figurato: pirite) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Hank credeva di essere ricco, poi ha scoperto che quello della sua miniera era solo "oro degli stolti". |
υπουργός εξωτερικώνsostantivo maschile (politica) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Al summit sul riscaldamento globale erano presenti i ministri degli affari esteri di oltre cinquanta paesi. Υπουργοί εξωτερικών από περισσότερες από πενήντα χώρες παρακολούθησαν τη διάσκεψη για την υπερθέρμανση του πλανήτη. |
υπουργείο εξωτερικώνsostantivo maschile (politica) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Ha studiato molte lingue all'università, sperando un giorno di poter lavorare al ministero degli affari esteri. |
υπουργός εξωτερικώνsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
λούνα-παρκsostantivo femminile (luna park: attrazioni percorse a piedi) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
νέκταρsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ευχέλαιοsostantivo femminile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
περιοδικός πίνακας χημικών στοιχείωνsostantivo femminile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) I gas nobili sono nell'ultima colonna della Tavola periodica degli elementi e precisamente nell'ottavo [VIII] Gruppo. |
αποχέτευσηsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Con la crescita esplosiva della popolazione, la depurazione degli scarichi fognari sta diventando sempre più difficile. |
κατάσταση ή κατάλογος ασθενούντων
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
δουλοπάζαρο, σκλαβοπάζαροsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Suo nonno fu venduto al mercato degli schiavi per 100 $. |
δουλεμπόριοsostantivo femminile (commercio di esseri umani) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
δουλεμπόριοsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) È una triste verità che il traffico degli schiavi viene ancora praticato al giorno d'oggi in alcune parti del mondo. |
ξενώνας, δωμάτιο φιλοξενίαςsostantivo femminile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Gli ospiti della festa misero le loro giacche nella stanza degli ospiti. |
ο κόσμος των πνευμάτωνsostantivo maschile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Era un'apparizione proveniente dal mondo degli spiriti. |
είσοδος ηθοποιώνsostantivo maschile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La band entrò nel club attraverso l'ingresso degli artisti. Le groupies si erano riunite fuori dall'ingresso artisti nella speranza di poter vedere i propri idoli. |
ευρετήριοsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
τσάντα εργαλείωνsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) l'idraulico aveva con sé la borsa degli attrezzi |
εργαλειοθήκη
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Gli operai si sono allacciati la cintura degli attrezzi prime di salire sul tetto. Οι τεχνίτες για τη στέγη έδεσαν τις εργαλειοθήκες τους πριν ανέβουν στην οροφή. Οι εργάτες στις οικοδομές φοράνε εργαλειοθήκες για να έχουν εύκολη πρόσβαση στα εργαλεία. |
εργαλειοθήκηsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
εργαλειοθήκηsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
τσάντα εργαλείων
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
εμπορικός σύλλογοςsostantivo femminile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) L'associazione di settore delle bevande analcoliche si riunirà mercoledì prossimo. |
υψόμετρο μέχρι το οποίο φυτρώνουν δέντρα(geografia) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Siamo saliti tutto il giorno fino ad arrivare oltre al limite degli alberi. |
παρατήρηση πουλιών
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Il bird watching è un passatempo molto diffuso nel Regno Unito. Η παρατήρηση πουλιών είναι ένα πολύ δημοφιλές χόμπι στο ΗΒ. |
πρόγραμμα δρομολογίων λεωφορείουsostantivo maschile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Secondo l'orario degli autobus sarebbe dovuta arrivare alle 3:00. |
πιόνιsostantivo maschile (κυριολεκτικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La torre, il pedone e l'alfiere sono esempi di pezzi degli scacchi. |
λίστα καλεσμένωνsostantivo femminile (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Ci dispiace, ma non può entrare - il suo nome non è nella lista degli invitati. |
βιβλίο επισκεπτώνsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Firmate gentilmente il libro degli ospiti prima di lasciare l'hotel. Σας παρακαλούμε να υπογράψετε το βιβλίο επισκεπτών πριν αναχωρήσετε από το ξενοδοχείο. |
Σύμβουλος Σταδιοδρομίας, Σύμβουλος Επαγγελματικού Προσανατολισμού
(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.) |
εποχή τυφώνων, περίοδος τυφώνωνsostantivo femminile (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Meglio iniziare a fare scorta di cibo in scatola; sta arrivando la stagione degli uragani. Καλύτερα να αρχίσεις να αποθηκεύεις κονσέρβες, πλησιάζει η εποχή των τυφώνων. |
πίνακας ανακοινώσεων(για θέσεις εργασίας) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αντρική τουαλέτα, ανδρική τουαλέτα(συχνά πληθυντικός) |
παρατήρηση αεροπλάνων
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
μητρώο μισθωμάτωνsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
καλάθι προσφορώνsostantivo maschile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
γέμισμα ραφιώνsostantivo maschile (supermercato) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
βιβλίο αποθεμάτων
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
αποθήκηsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αφοσίωση στις σπουδές
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
διαχείριση προσφοράς
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
εντοπισμός στόχου(militare) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
εργαλειοθήκηsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
πνεύμα του δέντρου
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
εμπορικό κέντροsostantivo maschile |
μαθητής ηλικίας 16-18 ετών
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
δατούραsostantivo plurale femminile (pianta) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αναλυτική βαθμολογίαsostantivo maschile (università) |
αλληλουχία γεγονότων, σειρά γεγονότωνsostantivo femminile (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
αποψίλωση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
κεντρική χειμερινή ώραsostantivo maschile (CST) (ζώνη ώρας) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
φύλαξη κατοικίδιων ζώων
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
Πολεμική Αεροπορία των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικήςsostantivo femminile (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Steve sta seguendo un addestramento per diventare pilota nell'Aeronautica militare degli Stati Uniti. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του degli στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του degli
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.