Τι σημαίνει το crollo στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης crollo στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του crollo στο Ιταλικό.
Η λέξη crollo στο Ιταλικό σημαίνει κάνω βουτιά, καταρρέω, σωριάζομαι, πέφτω ξερός, καταστρέφομαι, διαλύομαι, διαλύομαι, καταρρέω, καταρρέω, πέφτω, καταρρέω, τον παίρνω, κατρακυλάω, κατρακυλώ, με παίρνει ο ύπνος, καταρρέω, πέφτω, καταρρέω, συντρίβομαι, τσακίζομαι, υποχωρώ, κατρακυλάω, κατρακυλώ, καταρρέω, διαλύομαι, πέφτω, καταρρέω, γκρεμίζομαι, κατρακυλάω, καταρρέω, λιποθυμώ, πέφτω, καταρρέω, καταρρέω, πέφτω, υποκύπτω, ενδίδω, κατρακυλώ, πέφτω, πέφτω, καταρρέω, γκρεμίζομαι, υποχωρώ, καταρρέω, καταρρέω, γκρεμίζομαι, κάνω βουτιά, πέφτω, κατάρρευση, πτώση, βουτιά, πτώση, βουτιά, κάνω βουτιά, πτώση, κατακερματισμός, κάθετη πτώση, κατάρρευση, καταρρέω, γκρεμίζομαι, κατάρρευση, κραχ, υπερκόπωση, εξάντληση, εξουθένωση, κατάρρευση, βουτιά, οικονομική κατάρρευση, πέφτω πάνω σε κτ, σωριάζομαι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης crollo
κάνω βουτιάverbo intransitivo (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
καταρρέωverbo intransitivo (για πράγμα) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) L'edificio è crollato dopo l'incendio. Το κτίριο κατέρρευσε μετά την πυρκαγιά. |
σωριάζομαι(figurato) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
πέφτω ξερόςverbo intransitivo (figurato: addormentarsi) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
καταστρέφομαι, διαλύομαιverbo intransitivo (figurato) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La salute di Alvin è crollata come conseguenza del suo alcolismo. |
διαλύομαι(figurato) (μεταφορικά: χάνω τον έλεγχο) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Είναι σημαντικό να μην διαλυθείς, όταν τα πράγματα δεν πάνε ακριβώς όπως τα θέλεις. |
καταρρέωverbo intransitivo (psicologicamente) (αργκό) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Sono giorni che non dormo, oramai sto per crollare. Δεν έχω κοιμηθεί για μέρες. Κοντεύω να καταρρεύσω. |
καταρρέωverbo intransitivo (emotivamente) (μεταφορικά: ψυχολογικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Pete sta crollando perché si trova sotto pressione al lavoro. Ο Πιτ κοντεύει να καταρρεύσει, γιατί πιέζεται πολύ με τη δουλειά του. |
πέφτωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il tetto è crollato sotto il peso della neve. Η οροφή κατέρρευσε υπό το βάρος του χιονιού. |
καταρρέωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Nel 1929 la borsa crollò. |
τον παίρνωverbo intransitivo (figurato) (αργκό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Appena entrato in casa, sono crollato. Mi sono svegliato quattro ore dopo. |
κατρακυλάω, κατρακυλώverbo intransitivo (figurato) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I prezzi delle case sono crollati in seguito alla crisi finanziaria. |
με παίρνει ο ύπνος(addormentarsi subito) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il bimbo stanco crollò appena la madre lo mise a letto. |
καταρρέωverbo intransitivo (figurato: psicologicamente) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Jim è crollato quando il pubblico ministero ha screditato la sua versione dei fatti. |
πέφτω, καταρρέω, συντρίβομαι, τσακίζομαιverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Dopo che fecero brillare gli esplosivi, il vecchio ponte crollò nel burrone. |
υποχωρώverbo intransitivo (struttura) (κυριολεκτικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Quando i sostegni del soffitto hanno ceduto, la miniera è crollata e tutti sono rimasti intrappolati. Όταν υποχώρησαν τα στηρίγματα της οροφής, το ορυχείο κατέρρευσε και οι πάντες παγιδεύτηκαν μέσα. |
κατρακυλάω, κατρακυλώverbo intransitivo (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Durante il giorno le temperature sono crollate rapidamente. Οι θερμοκρασίες σημείωσαν καθοδική πορεία μέσα στην ημέρα. |
καταρρέω, διαλύομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Dopo che la palla da demolizione ha colpito il lato dell'edificio, questo è crollato rapidamente. Όταν η μπάλα κατεδάφισης χτύπησε στην πλευρά του κτιρίου, αυτό κατέρρευσε γρήγορα. |
πέφτω(figurato: su divano, ecc.) (σε κάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Έπεσε στην πολυθρόνα και αναστέναξε βαριά. |
καταρρέω, γκρεμίζομαιverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) L'anno scorso la neve è stata così pesante che il tetto della vecchia casa è collassato. Η χιονόπρωση ήταν τόσο ισχυρή πέρυσι που κατέρρευσε η οροφή του παλιού σπιτιού. |
κατρακυλάωverbo intransitivo (figurato: diminuire rapidamente) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le azioni crollarono per la quinta settimana di fila. |
καταρρέω, λιποθυμώ, πέφτω(persona: svenire) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La donna fragile si accasciò improvvisamente mentre era in piedi. |
καταρρέω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La casa era rimasta senza manutenzione per anni e stava cadendo a pezzi sotto i nostri occhi. |
καταρρέω, πέφτωverbo intransitivo (κτίσμα) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il muro di mattoni è crollato. Ο τούβλινος τοίχος έπεσε. |
υποκύπτω, ενδίδω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Alla fine ho ceduto e sono uscito dall'organizzazione. Τελικά ενέδωσα και αποχώρησα από την οργάνωση. |
κατρακυλώ, πέφτωverbo intransitivo (figurato) (τιμές) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il prezzo del greggio è precipitato oggi in borsa. |
πέφτωverbo intransitivo (avere un calo) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Recentemente la richiesta di questo prodotto è precipitata. Η ζήτηση για αυτό το προϊόν μειώθηκε (or: ελαττώθηκε) πρόσφατα. |
καταρρέω, γκρεμίζομαι(figurato) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Secoli dopo, l'impero cominciò a sbriciolarsi. Αιώνες μετά, η αυτοκρατορία άρχισε να καταρρέει. |
υποχωρώ, καταρρέωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I piloni del ponte non hanno potuto resistere alla corrente e hanno finito col cedere. Οι κολόνες της γέφυρας δεν μπόρεσαν να αντέξουν το ισχυρό ρεύμα του νερού και στο τέλος υποχώρησαν. |
καταρρέω, γκρεμίζομαιverbo intransitivo (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) L'impresa è crollata quando il mercato si è appassito. Η προσπάθεια απέτυχε όταν στέρεψε η αγορά. |
κάνω βουτιάverbo intransitivo (figurato: prezzi) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I prezzi delle azioni della società crollarono quando annunciarono un calo dei profitti. Οι τιμές των μετοχών της εταιρείας έπεσαν όταν ανακοίνωσαν μια πτώση στα κέρδη. |
πέφτωverbo intransitivo (figurato) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le cattive notizie faranno crollare i mercati finanziari. |
κατάρρευση, πτώσηsostantivo maschile (υλικού πράγματος) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il crollo del muro ha danneggiato una macchina. Η κατάρρευση του κτιρίου προκάλεσε ζημιές σε ένα αυτοκίνητο. |
βουτιάsostantivo maschile (finanza) (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) All'inizio della recessione le borse mondiali registrarono un crollo. |
πτώση(decadenza) (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Questa è la storia del declino e del crollo di Richard Nixon. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Αυτό το βιβλίο περιγράφει την παρακμή και την πτώση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. |
βουτιάsostantivo maschile (figurato: prezzi) (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) I prezzi delle azioni hanno avuto un crollo dopo la crisi finanziaria. |
κάνω βουτιάsostantivo maschile (mercato azionario) (μεταφορικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I prezzi delle azioni dell'azienda stanno crollando da quando si è improvvisamente dimesso l'AD. |
πτώση(ατόμου: καταστροφή, μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ήταν δύσκολο για τους οπαδούς του να βλέπουν την κατρακύλα του. |
κατακερματισμός
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
κάθετη πτώση(figurato: crollo, caduta) (μεταφορικά) |
κατάρρευσηsostantivo maschile (struttura) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Nel 2010, a seguito del crollo all'interno di una miniera in Cile, 33 minatori rimasero intrappolati ma furono tutti soccorsi. |
καταρρέω, γκρεμίζομαιsostantivo maschile (figurato: discesa rapida) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Da quando un negozio concorrente ha aperto in zona, le vendite del nostro negozio hanno subito un crollo. |
κατάρρευσηsostantivo maschile (figurato: economia) (μεταφορικά: οικονομία) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Gli economisti hanno previsto un crollo del mercato azionistico. Οι οικονομολόγοι προέβλεψαν κατάρρευση του χρηματιστηρίου. |
κραχ(οικονομία) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Il crollo del 1929 è stato uno dei peggiori della storia. Το κραχ του 1929 ήταν το χειρότερο όλων των εποχών. |
υπερκόπωση, εξάντληση, εξουθένωσηsostantivo maschile (figurato: affaticamento estremo) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) È importante lavorare a un ritmo ragionevole per evitare l'esaurimento. |
κατάρρευση(μτφ: συναισθηματική) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Κατέρρευσε όταν του αρνήθηκαν την επιβίβαση στο αεροπλάνο. |
βουτιάsostantivo maschile (figurato: prezzi) (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) C'è stato un crollo dei prezzi delle case di recente. Παρατηρήθηκε βουτιά στις τιμές των σπιτιών. |
οικονομική κατάρρευση(finanziario) Μετά τη μεγάλη οικονομική κατάρρευση του 2008, πολλοί έμειναν άνεργοι. |
πέφτω πάνω σε κτverbo intransitivo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il soffitto è caduto addosso agli occupanti della sala. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Η οροφή του υπνοδωματίου έπεσε πάνω μας κατά τη διάρκεια του τυφώνα. |
σωριάζομαι(persone) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) È collassata sul pavimento. Σωριάστηκε στο πάτωμα. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του crollo στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.