Τι σημαίνει το all'aperto στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης all'aperto στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του all'aperto στο Ιταλικό.

Η λέξη all'aperto στο Ιταλικό σημαίνει υπαίθριος, στην ύπαιθρο, έξω, στην εξοχή, στην ύπαιθρο, στον καθαρό αέρα, έξω, σε υπαίθριο χώρο, ανοιχτός, στο ύπαιθρο, στον καθαρό αέρα, υπαίθριος, εξωτερικός, σε ανοιχτό χώρο, έξω, του δρόμου, πανηγύρι, παζάρι, μπάρμπεκιου, ανοιχτό θέατρο, υπαίθρια δραστηριότητα, καφετέρια με καθίσματα σε εξωτερικό χώρο, ανοιχτό θέατρο, θερινός κινηματογράφος, υπαίθριο γεύμα, εξωτερική πισίνα, αβγό από κότα ελευθέρας βοσκής, άνθρωπος του έξω, άνθρωπος της φύσης, άνθρωπος που βρίσκεται συχνά έξω, εξωτερικός χώρος σε παμπ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης all'aperto

υπαίθριος

locuzione aggettivale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

στην ύπαιθρο

avverbio

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Abbiamo dormito all'aperto la notte scorsa. Non abbiamo neanche usato la tenda.
Κοιμηθήκαμε στην ύπαιθρο χθες το βράδυ. Δεν χρησιμοποιήσαμε καν σκηνή.

έξω

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Cosa fate qui? Dovreste essere fuori a godervi questa giornata incantevole!
Τι κάνεις εδώ μέσα; Θα έπρεπε να είσαι έξω μια τέτοια υπέροχη μέρα!

στην εξοχή, στην ύπαιθρο, στον καθαρό αέρα

avverbio

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Dato che il tempo era bello, abbiamo deciso di mangiare all'aperto.

έξω

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
L'elegante terrazza del ristorante rende mangiare all'aperto una delizia.
Ο κομψός εξωτερικός χώρος αυτού του εστιατορίου καθιστά το δείπνο έξω σκέτη απόλαυση.

σε υπαίθριο χώρο

locuzione avverbiale

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

ανοιχτός

(μτφ: χωρίς στέγη)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Adoro nuotare nelle piscine all'aperto.

στο ύπαιθρο, στον καθαρό αέρα

avverbio

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Chissà perché i panini mangiati all'aria aperta durante un picnic sembrano più buoni.

υπαίθριος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Questa sera si terrà una rappresentazione all'aperto dello spettacolo.

εξωτερικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Αυτό το καφέ έχει καθίσματα σε εξωτερικό χώρο, πράγμα τέλειο όταν έχει λιακάδα.

σε ανοιχτό χώρο, έξω

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Il mio passatempo preferito è camminare in montagna; mi è sempre piaciuta l'aria aperta.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Το φαγητό πάντα έχει καλύτερη γεύση όταν το τρως έξω.

του δρόμου

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
C'è un festival di strada a Springfield oggi.

πανηγύρι, παζάρι

sostantivo femminile (υπαίθρια γιορτή)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La festa all'aperto dovette essere spostata all'interno quando minacciò di piovere.

μπάρμπεκιου

sostantivo femminile (συγκέντρωση και ψήσιμο)

ανοιχτό θέατρο

sostantivo maschile

Quest'estate le opere di Shakespeare saranno in scena in un teatro all'aperto.

υπαίθρια δραστηριότητα

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Adoro praticare attività all'aperto.

καφετέρια με καθίσματα σε εξωτερικό χώρο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I caffè con i tavolini all'aperto d'estate non sono molto popolari nei climi caldi
Οι καφετέριες που έχουν τραπεζάκια έξω δεν είναι και πολύ δημοφιλείς στις πολύ ζεστές περιοχές το καλοκαίρι.

ανοιχτό θέατρο

sostantivo maschile

θερινός κινηματογράφος

υπαίθριο γεύμα

εξωτερική πισίνα

sostantivo femminile

αβγό από κότα ελευθέρας βοσκής

sostantivo maschile

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

άνθρωπος του έξω, άνθρωπος της φύσης

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

άνθρωπος που βρίσκεται συχνά έξω

sostantivo maschile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εξωτερικός χώρος σε παμπ

sostantivo femminile

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του all'aperto στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.